Στην παγωμένη χώρα των Βίκινγκς, εκεί που η μύτη σου παγώνει από το ψύχος και η μόνη ζεστασιά έρχεται από τα φωτισμένα IKEA, έσκασε είδηση που έκανε ακόμα και τους ταράνδους της Λαπωνίας να σταματήσουν το κρύο τους τροχάδην: η Σουηδία, η χώρα της ανεμελιάς, των ίσων δικαιωμάτων και των πολύχρωμων ουράνιων τόξων, μόλις πέρασε νόμο που θυμίζει λίγο από σοβιετικό 1984.
Ο νέος νόμος δίνει την άδεια σε πολίτες να καταδίδουν τους γείτονές τους, αν τους υποψιάζονται ότι παραβιάζουν τους νόμους της μετανάστευσης. Μην τους δεις να μπαίνουν στο σπίτι με λίγο περισσότερο ούζο ή μια βότκα παραπάνω, αμέσως να σκεφτείς ότι φιλοξενούν κανέναν άτυχο που ψάχνει για μια καλύτερη ζωή και να τρέξεις να καλέσεις τις αρχές. Όχι μόνο καταδίδεις τον συνάνθρωπό σου, αλλά το κάνεις και με το αζημίωτο – μπόνους ρουφιανιάς περιλαμβάνεται, φαντάζομαι, ως κερασάκι στην τούρτα.
Κι όμως, μιλάμε για τη Σουηδία, αυτήν την προοδευτική χώρα που μας έχει μάθει να διαβάζουμε παραμύθια της Άστριντ Λίντγκρεν και να τρώμε σάλτσες με lingonberry στο IKEA, ενώ τώρα ξαφνικά παίρνει τη στροφή προς μια τρομακτική εκδοχή της καθημερινότητας. Λες και η Αστριντ παραχώρησε τη θέση της στον Όργουελ και, αντί για το «Καλά Χριστούγεννα» τραγουδάμε «Μεγάλος Αδελφός σας βλέπει». Ετοιμαστείτε να δούμε τους φιλικούς και χαμογελαστούς Σουηδούς να μετατρέπονται σε ντετέκτιβ της γειτονιάς.
Αυτό το τρελό σενάριο έχει, φυσικά, διχάσει την κοινωνία, και δεν μιλάμε μόνο για τους Σουηδούς που έχουν εθιστεί στον καφέ τους και δεν μπορούν να ξεκινήσουν την ημέρα χωρίς τον αγαπημένο τους latte. Από τη μια πλευρά, έχουμε τους πατριώτες της σκανδιναβικής σαβάνας που χειροκροτούν τον νέο νόμο, θεωρώντας ότι έτσι διασφαλίζεται η δημόσια τάξη και ασφάλεια. “Ρουφιανιά; Ποια ρουφιανιά; Πατριωτισμός το λέμε!” ισχυρίζονται.
Από την άλλη, όσοι πιστεύουν ακόμα στην αλληλεγγύη, στην ελευθερία και στην ιδέα ότι τα σπίτια μας είναι τα κάστρα μας (και όχι οι φυλακές μας), βλέπουν αυτόν τον νόμο με τρόμο. Που να το φανταζόταν ένα σημαντικό ποσοστό της αγροτικής Μακεδονίας, που κατέφυγε στη Σουηδία το 70’ για να γλιτώσει από τις δικτατορίες, ότι κάποτε θα έπρεπε να προσέχει και τον γείτονα δίπλα του! Και καλά, άμα κάποιος έχει το θράσος να κάνει παράνομα παρκάρισμα, ίσως θα σκεφτόταν να πάρει το 112, αλλά να καλέσει επειδή ο γείτονας έχει έναν “ύποπτο” επισκέπτη; Τι κατάντια είναι αυτή!
Η πιο σουρεαλιστική εικόνα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς είναι η γιαγιά Καρίν με το πλεχτό της να χαζεύει κρυφά από τις κουρτίνες για τον γείτονα που φέρνει καινούργιο φιλοξενούμενο. Και ο παππούς Γκούσταβ, που παίζει να είναι τοπικός ήρωας του curling, να κρατάει σημειώσεις για τον αριθμό των φιλοξενούμενων στο διπλανό διαμέρισμα, έτοιμος να σηκώσει το ακουστικό και να αναφέρει το “έγκλημα”.
Οι ακτιβιστές, φυσικά, βγήκαν στα κάγκελα, με τα συνθήματα «Σώστε το δικαίωμα στη ζωή», «Η αλληλεγγύη δεν είναι ρουφιανιά» να γεμίζουν τους δρόμους της Στοκχόλμης, αλλά και τις οθόνες μας στο Instagram. Η Σουηδία, λένε, κινδυνεύει να χάσει την ψυχή της, να γίνει η χώρα του “Μεγάλου Αδέλφου” που παρακολουθείς και σε παρακολουθεί, το μέρος όπου ο φόβος κυριαρχεί και η εμπιστοσύνη εξαφανίζεται όπως η ηλιοφάνεια στον σκοτεινό χειμώνα της βόρειας Ευρώπης.
Ίσως το πιο προβληματικό κομμάτι αυτού του νομοθετήματος δεν είναι απλώς η ενθάρρυνση της ρουφιανιάς, αλλά η κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής. Γιατί, αν δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τον γείτονά μας, τότε τι μένει; Κάθε άνθρωπος γίνεται ένα μικρό, απομονωμένο κάστρο, ένα σφραγισμένο διαμέρισμα όπου η πόρτα δεν ανοίγει ποτέ για κανέναν. Κι αν συνεχίσουμε έτσι, οι δρόμοι της Στοκχόλμης θα γεμίσουν σκιές και ψιθύρους, κι η χώρα των Βίκινγκς θα γίνει η χώρα της σιωπής και του φόβου.
Πού πάμε, Σουηδία; Από τις φολκλόρ γιορτές με τους χορούς και τις ξανθές σου pop μπάντες που τραγουδάει όλος ο πλανήτης, πως έφτασες να γίνεις μια ψυχρή και σιωπηλή κοινωνία όπου ακόμα και η σάρκα των ταράνδων τρέμει από το φόβο μήπως κάποιος την καταγγείλει. Σουηδία, μήπως να ρίξεις μια ματιά στο παραμυθένιο παρελθόν σου πριν χάσεις το δρόμο εντελώς;