Ο πολυμεταφρασμένος Ρίτσος στερήθηκε τέσσερις φορές το Νόμπελ Λογοτεχνίας μετά το σαμποτάζ που του έκανε η δική του πατρίδα. Στα χρόνια της δικτατορίας, η Χούντα έκανε τα πάντα για να μην λάβει τη διάκριση ο αριστερός ποιητής. Και του το απένειμε φωνάζοντας «Ζήτω ο Γιάννης!» ο Πάμπλο Νερούντα, αμέσως μετά τη δική του βράβευση το 1970.

Γεννήθηκε την πρωτομαγιά του 1909, στη Μονεμβάσια. Aπό τη μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, καθώς ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του υποστηρίζει απόλυτα αυτή του την κλίση. Την ανέμελη παιδικότητα σταματά βίαια το δημοτικό σχολείο στο οποίο ο Ρίτσος ασφυκτιά και διαρκώς υφίσταται τις τιμωρίες των δασκάλων, όπως και ο ίδιος έχει περιγράψει.
 

https://www.youtube.com/watch?v=UyiGZbQBS0c

Στην ηλικία των 8 ετών είδε την οικογένειά του να ξεκληρίζεται, μέσα σε λίγους μήνες. Η μητέρα και ο αδελφός του, Δημήτρης, πέθαναν από φυματίωση το 1921. Η μεγαλύτερη αδελφή τους, η Νίνα είχε ήδη παντρευτεί. Ο Ρίτσος έμεινε με την τελευταία του αδελφή, την Ελευθερία, με την οποία δέθηκε πολύ. Την φώναζε «Λούλα», δείχνοντας σε αυτό το χαϊδευτικό όλη την τρυφερότητα που ένιωθε για εκείνη.

Τον Σεπτέμβριο του 1925 τα δύο αδέλφια πάνε στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο, σε ένα ξενοδοχείο, στην οδό Μπενάκη. Ο θείος Λεωνίδας, που ζούσε στο Λονδίνο και που τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα, τους συνδράμει, Η Λούλα έπιασε δουλειά, προετοιμάζοντας τις σπουδές στης για τη Φιλοσοφική Σχολή, ενω ο Ρίτσος εργάστηκε ως δαχτυλογράφος, σε ένα γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά κ.ά

Το 1926, όμως, αρρώστησε κι εκείνος με φυματίωση. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», θα γνωριστεί με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αντάλλασσαν ποιήματα βρίσκοντας έτσι παρηγοριά στην ασθένεια. Μετά από τρία χρόνια νοσηλείας στο «Σωτηρία» και με τα λεφτά του να έχουν τελειώσει, ο Ρίτσος μεταφέρεται σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας. Εκεί, συνθέτει τις πρώτες του ποιητές συλλογές:


 

Τέτοια ζωὴ μᾶς μέλλονταν, νὰ γράφουμεν ἐπιστολὲς

ποὺ νὰ μὴ στέλνουμε ἀπὸ μίαν ἀξήγητη δειλία

μονάχα νὰ τὶς δένουμε σὲ κορδελίτσες παρδαλὲς

καὶ νὰ τὸ βρίσκουμε καὶ τοῦτο ἀσήμαντη ἀσχολία.

Νὰ πάλλεται βαθιὰ ἡ καρδιά, ποὺ ἄξια εἴτανε γιὰ τὰ καλά,

κι ὅμως νὰ ζοῦμε πάντοτε στὴ σκοτισμένη ἀφάνεια·

οἱ ταπεινοὶ πατώντας μας νὰ δείχνουν μέτωπο ψηλὰ

καὶ τὰ δικά μας ἄπρεπα νὰ φέρουνε στεφάνια.

Τὸ πρόσωπό μας νὰ φορεῖ φρίκης γκριμάτσα τραγική,

φιλάρεσκα ν᾿ ἀφήνουμε νὰ λὲν πὼς μᾶς πηγαίνει

νὰ βλέπουμε νὰ φεύγει ἡ ζωὴ μακριά μας ξένη, βιαστικὴ

καὶ νὰ περνᾶμε, ἀθόρυβα μισώντας, μισημένοι.

Τὸ κάθε τί, καὶ πιὸ πολὺ τ᾿ ὄνειρο, νὰ μᾶς τυραγνᾷ

τὰ βλέμματα τῶν διαβατῶν στὰ μάτια μας λεκέδες.

Περήφανοι νὰ δείχνουμε κι ὅμως τὰ χέρια μας τ᾿ ἁγνὰ

νὰ κράτησαν καὶ νὰ κρατοῦν ἀκόμα μενεξέδες.

 

Το 1934 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τον θάνατό του. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη, δημοσιεύει φωτογραφία που αποτυπώνεται η σορός του δολοφονημένου Τάσου Τούση, με τη μητέρα του να σπαράζει από πάνω του. Η φωτογραφία ενέπνευσε τον ποιητή. Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου.



Μέχρι την κατοχή συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις ως ηθοποιός και χορευτής, έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, είδε τον πατέρα του αλλά και την αγαπημένη του Λούλα να εισάγονται στην ψυχιατρική κλινική Δαφνίου, έζησε το θάνατο του πατέρα του. Ο πόλεμος τον βρήκε καθηλωμένο από τη φυματίωση, ενώ συγκατοικούσε με την Έλλη Αλεξίου στο σπίτι της στην Καλλιθέα. Μετά τα Δεκεμβριανά διαφεύγει από την Αθήνα με πολλούς οπαδούς του ΕΑΜ, που κατευθύνονταν προς τη βόρεια Ελλάδα.

Μεταξύ του 1945 και 1947 συγγράφει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Το 1948 εξορίζεται στη Λήμνο, όπου ζωγραφίζει ακουαρέλες και σκίτσα και το 1949 γράφει το Καπνισμένο Τσουκάλι.

Καὶ νὰ ἀδελφέ μου ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα κι ἁπλά.

Καταλαβαινόμαστε τώρα, δὲν χρειάζονται περισσότερα.

Κι αὔριο λέω θὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ἁπλοί.

Θὰ βροῦμε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ παίρνουνε τὸ ἴδιο βάρος

σ᾿ ὅλες τὶς καρδιές, σ᾿ ὅλα τὰ χείλη.

Ἔτσι νὰ λέμε πιὰ τὰ σύκα-σύκα καὶ τὴ σκάφη-σκάφη.

Κι ἔτσι ποὺ νὰ χαμογελᾶνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ λένε,

«Τέτοια ποιήματα, σοῦ φτιάχνουμε ἑκατὸ τὴν ὥρα.»

Αὐτὸ θέλουμε κι ἐμεῖς.

Γιατὶ ἐμεῖς δὲν τραγουδᾶμε γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε ἀδελφέ μου ἀπ᾿ τὸν κόσμο.

Ἐμεῖς τραγουδᾶμε γιὰ νὰ σμίξουμε τὸν κόσμο.


Tον Μάιο του 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και από εκεί, βαριά άρρωστος, στον Άη Στράτη. Απολύεται το 1952 και επιστρέφει στην Αθήνα. Το 1953 κυκλοφορούν μεταφράσεις ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, ενώ, το 1954, εκδίδεται η Αγρυπνία. Γράφτηκε στα χρόνια της εξορίας και τη μετέφερε, μαζί με έργα του ζωγραφικής, στον διπλό πάτο της βαλίτσας του, φεύγοντας από τον Αϊ Στράτη. Από τη Μακρόνησο μέχρι τον Άη Στράτη τα είχε διασώσει ο Μάνος Κατράκης, ο οποίος τα έκρυβε μέσα σε μπουκάλια. Το 1956 με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος λαμβάνει το Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης.

 

Την 21η Απριλίου του 1967 ο Ρίτσος συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στον Ιππόδρομο, όπου είχαν μεταφερθεί εκατοντάδες αριστεροί. Μετά από λίγες μέρες οδηγείται ξανά στην εξορία, με προορισμό τη Γυάρο («το νησί του διαβόλου» όπως το λέγανε από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου). Συνέλαβαν και τη γυναίκα του, Φαλίτσα, την οποία την κράτησαν στο Βαθύ της Σάμου, σε συνθήκες απομόνωσης. Αυτό κράτησε λίγο, καθώς μετά από δύο εβδομάδες την αφήσαν ελεύθερη. Την 1η Ιουλίου ο Ρίτσος μεταφέρεται στο Παρθένι.

Το 1968 από την εξορία μεταφέρθηκε στον Άγιο Σάββα όπου διαπιστώθηκε ότι πάσχει από καρκίνο. Στο νοσοκομείο χειρουργείται και, τέλος, στις 12 Σεπτέμβρη επέστρεψε ξανά στη Λέρο. Η εξορία του στη Λέρο τελειώνει, όταν, στις 19 Οκτωβρίου, του ανακοινώθηκε η απόλυσή του. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Σάμο, όπου είχε κατ’ οίκον περιορισμό. Κρυφά, πήρε μαζί του ποιήματα και ακουαρέλες, τα οποία τα είχε κρύψει στον διπλό πάτο της βαλίτσας του. Εκεί γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωμα, το οποίο αναφέρεται στο τρομοκρατικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Το 1971 θα σταλούν κρυφά (γραμμένες σε τσιγαρόχαρτα) και θα εκδοθούν στη Γαλλία, σε μια δίγλωσση έκδοση, τρεις συλλογές του: Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα.

Τον Δεκέμβριο του 1970 χειρουργήθηκε στη Γενική Κλινική Αθηνών. Από εκεί κι έπειτα παρέμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του, στο διαμέρισμα της οδού Μιχαήλ Κόρακα.

Το 1972 ο Ρίτσος γράφει το Κωδωνοστάσιο και την Γκραγκάντα, τα οποία θα περιέλθουν στη συλλογή Γίγνεσθαι.

Το 1973, μία ημέρα μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, θα συνθέσει το Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας, όπου αναλύει, με τρόπο ποιητικό το χρονικό εκείνης της εξέγερσης.

Η μεταπολίτευση ήταν τα χρόνια της αναγνώρισης του ποιητή στην Ελλάδα. Επέστρεψε στη γενέθλια γη, τη Μονεμβάσια, μετά από 20 χρόνια. Θα ζήσει μια ζωή γεμάτη διακρίσεις, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Πολλοί λογοτέχνες, διεθνώς αναγνωρισμένοι, τον χαρακτήρισαν ως τον καλύτερο ποιητή του κόσμου.

Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1990 αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων. Ο τάφος του βρίσκεται στη Μονεμβάσια.

 

Η αποστολή μου τέλειωσε

κι ακόμη αργοπορώ.

Αμφίρροπος ακόμη στέκω

στη γέφυρα που μου χτίζει το βλέμμα σου.

Ζητάς ν’ ακολουθήσεις τη σκιά μου

που χάνεται μέσα στο φως

σαν το σπαθί μέσα στη θήκη του.

Ο δρόμος είναι απέραντος

ο δρόμος είναι δύσκολος κ’ είναι γυμνός

σαν ένα χέρι που ποτέ δε χάιδεψε

και που ποτέ δεν συγχωρεί.

Ο δρόμος που οδηγεί κοντά μου βρίσκεται εντός σου.

Σκύψε βαθιά πολύ βαθιά σου

τόσο που να λυγίσεις όλος σ’ ένα τόξο

να σφεντονήσεις το βέλος στη σιωπή.

Εκεί ανατέλλει το φως μου που αγαπάς

το δικό σου φως

το φως όλου του κόσμου.