Καθόσουν κι εσύ πάλι μπροστά στην τηλεόραση, την Νικολούλη με τα ροζ, βλέποντας για εκατοστή φορά το ίδιο σενάριο να ξεδιπλώνεται: ένα έγκλημα, μια τραγωδία, μια υπόθεση που εξιτάρει τους πάντες. Οι ζωές των ανθρώπων ξεγυμνωμένες, οι αλήθειες ακρωτηριασμένες, και εμείς θεατές, κρυμμένοι πίσω από την άνεση του καναπέ μας. Αυτή τη φορά, πρωταγωνιστής ήταν μια γυναίκα που έγινε το κέντρο μιας ιστορίας φρίκης. Ήταν μια υπόθεση που, αν δεν είχε πάρει στα χέρια της η Αγγελική Νικολούλη, ίσως να είχε παραμείνει μια ακόμη ξεχασμένη είδηση.

Η Νικολούλη, με την εξαιρετική της διαίσθηση και εμπειρία, έκανε αυτό που δεν μπόρεσαν – ή δεν θέλησαν – να κάνουν οι αρμόδιες αρχές. Άνοιξε τους φακέλους, ένωσε τις τελείες, φώτισε σκοτεινά μονοπάτια. Αλλά η ίδια της η επιτυχία φανερώνει τη μεγαλύτερη μας αποτυχία: ότι ζούμε σε μια χώρα όπου η αλήθεια και η δικαιοσύνη εξαρτώνται από την τηλεόραση και όχι από το κράτος.

Τι είναι αυτό που μας κάνει να καθόμαστε καθηλωμένοι μπροστά από την οθόνη; Γιατί χρειαζόμαστε ένα θρίλερ ζωής για να νιώσουμε ζωντανοί; Είναι ο πόνος των άλλων το θέαμα που έχουμε ανάγκη για να ξεχνάμε τη δική μας μιζέρια; Μια νέα γυναίκα, πέντε νεκρά παιδιά, και τόσοι άνθρωποι αντί να σοκαριστούν, αντί να ζητήσουν απαντήσεις, κουτσομπολεύουν.

Αυτή είναι η ελληνική κοινωνία σήμερα: μια μάζα ανθρώπων που αντλούν απόλαυση από τον πόνο των άλλων, που έχουν εκπαιδευτεί να βλέπουν τη ζωή σαν reality show. Οι τηλεοπτικές εκπομπές απλά τους προσφέρουν αυτό που ζητάνε: δράμα, ίντριγκα, λίγο αίμα, και μια δόση αυτοεπιβεβαίωσης ότι «εμείς δεν είμαστε σαν αυτούς».

Μια τραγωδία που επαναλαμβάνεται

Η ιστορία δεν είναι πρωτοφανής. Την έχουμε δει ξανά και ξανά. Στην περίπτωση της Πισπιρίγκου, της Αννυ, του Άλεξ. Κάθε φορά το ίδιο μοτίβο: ένα αποτρόπαιο έγκλημα, μια απεγνωσμένη αναζήτηση για την αλήθεια, ένα κράτος που αργεί, σφάλει, αποτυγχάνει. Και κάθε φορά, η ελληνική κοινωνία δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να σχολιάζει.

Στην περίπτωση αυτή, πέντε παιδιά πέθαναν. Πέντε ψυχές χάθηκαν. Και παρόλο που υπήρχε κοινός παρονομαστής, καμία δικογραφία δεν συσχετίστηκε. Το γεγονός ότι οι θάνατοι αυτοί δεν ερευνήθηκαν ως ενιαία υπόθεση είναι απόδειξη του πόσο ανίκανο είναι το σύστημα. Πόσο εύκολα αφήνουμε τη γραφειοκρατία να θάψει την αλήθεια, πόσο πρόθυμα δεχόμαστε τη στασιμότητα.

Κι όμως, όταν μια εκπομπή σαν αυτή της Νικολούλη αναλαμβάνει δράση, όλοι ξαφνικά ξυπνούν. Οι αρχές σπεύδουν να σώσουν τα προσχήματα. Τα κοινωνικά δίκτυα γεμίζουν σχόλια. Το κοινό διψά για κάθε νέα πληροφορία. Και η ιστορία γίνεται ένα ακόμα θέαμα, μια ακόμα κατανάλωση.

Ανατομία ενός αποτυχημένου συστήματος

Το πρόβλημα ξεκινά από τις ίδιες τις αρχές. Ένα κράτος που δεν μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά, που αντιδρά μόνο όταν η τραγωδία έχει ήδη συμβεί, δεν είναι κράτος δικαίου. Είναι ένα θλιβερό κουφάρι, ένα γραφειοκρατικό τέρας που καταπίνει υποθέσεις, διαλύει ζωές, και προστατεύει μόνο τον εαυτό του.

Πώς να εμπιστευτείς μια αστυνομία που αργεί να συνδέσει προφανή στοιχεία; Μια δικαιοσύνη που χάνεται στις καθυστερήσεις; Ένα κράτος που προτιμά να σιωπά αντί να αναλαμβάνει την ευθύνη; Και πίσω από όλα αυτά, εμείς, οι πολίτες. Γιατί τελικά εμείς είμαστε αυτοί που επιτρέπουμε στο σύστημα να παραμένει όπως είναι.

Δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι φταίνε μόνο οι άλλοι. Εμείς είμαστε οι ίδιοι που ανεχόμαστε την αδιαφορία. Που αφήνουμε τις υπηρεσίες να λειτουργούν με αυτόματο πιλότο. Που δεχόμαστε την αναποτελεσματικότητα ως δεδομένη. Και, χειρότερα απ’ όλα, είμαστε αυτοί που καταναλώνουμε τη δυστυχία σαν προϊόν.

Η κοινωνία της κλειδαρότρυπας

Η ελληνική κοινωνία, με τα χρόνια, έχει μετατραπεί σε μια κοινωνία της κλειδαρότρυπας. Η ιδιωτική ζωή των άλλων είναι το παντοτινό της ενδιαφέρον. Η τραγωδία είναι το ψυχαγωγικό της πρόγραμμα. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι αυτή η στάση δεν είναι μόνο ανήθικη. Είναι επικίνδυνη.

Όταν ασχολούμαστε μόνο με το κουτσομπολιό, ξεχνάμε να απαιτήσουμε αλλαγές. Όταν αντιμετωπίζουμε τα εγκλήματα σαν θέαμα, αποδεχόμαστε τη βία ως φυσιολογική. Και όταν εξαρτόμαστε από την τηλεόραση για να βρούμε την αλήθεια, εγκαταλείπουμε την ευθύνη μας ως πολίτες.

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Η απάντηση είναι απλή: με την αδιαφορία μας. Όταν δεν απαιτούμε δικαιοσύνη, όταν δεν ζητάμε περισσότερα από τις αρχές μας, γινόμαστε συνεργοί. Και κάθε φορά που παρακολουθούμε ένα τέτοιο θέαμα χωρίς να κάνουμε τίποτα, γινόμαστε κομμάτι του προβλήματος.

Νικολούλη Ειρήνη Αμαλιάδα

Το κόστος της αδιαφορίας

Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Δεν μπορούμε να είμαστε μια κοινωνία που αφήνει τα πάντα στα χέρια των άλλων. Δεν μπορούμε να είμαστε μια κοινωνία που ζει μέσα από τις ζωές των άλλων, αγνοώντας τα δικά της κενά.

Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι θα γίνει με την Ειρήνη ή την κάθε Ειρήνη. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει με εμάς. Θα συνεχίσουμε να είμαστε θεατές ή θα γίνουμε επιτέλους πρωταγωνιστές; Θα αφήσουμε το σύστημα να παραμένει έτσι ή θα το αλλάξουμε;

Γιατί όσο επιμένουμε να ζούμε με αυτόν τον τρόπο, το μέλλον μας είναι ήδη γραμμένο. Ένα μέλλον γεμάτο από νέες τραγωδίες, νέες υποθέσεις, νέες «τηλεοπτικές αποκαλύψεις». Και πάντα το ίδιο τέλος: εμείς, αμέτοχοι.

Δεν αρκεί πια να παρακολουθούμε. Πρέπει να δράσουμε. Να απαιτήσουμε μια κοινωνία που σέβεται τη δικαιοσύνη, που προστατεύει τους πολίτες της, που δεν αφήνει τις τραγωδίες να γίνονται θέαμα. Να κοιτάξουμε πέρα από την οθόνη. Να δούμε την αλήθεια. Και να αποφασίσουμε να αλλάξουμε. Γιατί μόνο τότε θα μπορέσουμε να πούμε ότι έχουμε ξυπνήσει.

Δεν γίνεται να “βγάζει το φίδι” η Νικολούλη

Η τραγωδία δεν πρέπει να είναι θέαμα. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται να μεταβεί από τον παθητικό ηδονοβλεπτισμό στη δράση. Χρειάζεται να πάψουμε να κοιτάμε τις ζωές των άλλων από την κλειδαρότρυπα και να αναλάβουμε ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση μιας δικαιότερης κοινωνίας.

Η αλλαγή ξεκινά από εμάς: από την αυτοκριτική, τη μόρφωση και την πίεση για ένα σύστημα που θα μας προστατεύει όλους. Ας δούμε την τραγωδία όχι ως ευκαιρία για ψυχαγωγία, αλλά ως κάλεσμα για δράση. Και ας είναι αυτή η φορά που δεν θα κλείσουμε τα μάτια.