Το ΠΑΣΟΚ ήταν και πάλι χθες, όλη μέρα, αλλά ειδικά τη νύχτα, αυτό που “αγάπησαν” τόσοι νεοέλληνες εδώ και δεκαετίες. Ένα “κίνημα”, μια υπέροχη “μόδα”, μια ωραία κουβέντα, κάτι ενδιαφέρον, fun, πολιτικό αλλά και με μια αίσθηση “μεγαλείου”, μια ενασχόληση που έδινε την εντύπωση σε όσους απασχολούσε πως ήταν μέρος κάτι “σημαντικού” αλλά και μιας “αλλαγής”, μιας και οι “παλιές αγάπες” δεν ξεχνιούνται ούτε ξεπερνιούνται τόσο εύκολα. Αν και για να είμαστε ειλικρινείς η μεγάλη πλειοψηφία που ψήφισε χθες, ήταν από αγέννητη ως βρέφη τα χρόνια της “αλλαγής” του παλιού “ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ”, οπότε μάλλον περισσότερο σαν “κληρονομικό” και “μέρος του DNA” θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, παρά “παλιά συνήθεια”.
Το ΠΑΣΟΚ, και κατά βάση οι άνθρωποι του, οι πρωταγωνιστές, κι ο κομματικός του μηχανισμός, μας είχαν “ψήσει” τον τελευταίο καιρό πως οι εκλογές του ήταν μια “πολιτική υπόθεση”. Μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας είχε σχηματίσει ένα “μειδίαμα” βλέποντας το ντιμπέιτ τους, επιχειρηματολογία και πολιτικό λόγο, πολιτισμό και σοβαρότητα, στοιχεία που όσο να πεις, εκλίπουν από την ελληνική πολιτική σκηνή εδώ και πολλά χρόνια.
Την ώρα που στον Σύριζα ασελγούν στο ετοιμοθάνατο σαρκίο που ονομάζουν κόμμα τους, που στην Νέα Δημοκρατία ξεφορτώνονται όποιον μιλήσει δημοσίως εναντίον της “φαμίλιας” με εντελώς “σισιλιάνικες τακτικές” (σιωπηλά, χωρίς μάρτυρες και με τα πάντα να φαίνονται, αν δεν μπορούν να κρυφτούν εντελώς, σαν “τυχαίο ατύχημα”) και παλεύουν να κόψουν όσο το δυνατόν περισσότερα αληθινά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα ξεπετάγονται από την λερναία ύδρα που μας έχουν ρίξει στο κεφάλι εδώ και μια πενταετία, και που στα υπόλοιπα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης τσακώνονται για το ποιος θα καταφέρει να βάλει περισσότερα εκατοστά “ποδιού” επάνω στο “πολιτικό κρεβάτι” (εκτός του ΚΚΕ που πάντα διάγει έναν βίο παράλληλο με τον υπόλοιπο κόσμο), στο ΠΑΣΟΚ μας είχαν ψήσει πως ήταν έτοιμοι να βουτήξουν και πάλι σε νερά “εκσυγχρονισμού” και λοιπών “χρυσών εποχών”, παράγοντας πραγματική πολιτική.
Η νύχτα με το ντέρμπι ως το τέλος της καταμέτρησης, με τον Χάρη Δούκα να χάνει όλο και περισσότερο, όλο και ταχύτερα το προβάδισμα που είχε για την δεύτερη θέση εξαρχής, μέχρι τα τελευταία 40-50 εκλογικά κέντρα της Αθήνας, όπου και η διαφορά ξαναμεγάλωσε λίγο, και τελικά τον έκρινε δεύτερο – άρα και συνυποψήφιο μαζί με τον πρώτο και “χαλαρό” όλη νύχτα, Νίκο Ανδρουλάκη, ήταν ένα εκλογικό “ματς” βγαλμένο από τα χρόνια που ο Κώστας Λαλιώτης και το “βαθύ ΠΑΣΟΚ” έκοβαν και έραβαν “ιστούς” και “σενάρια επί χάρτου”.
Κι ύστερα ήρθε… το τέλος. Και το ξενέρωμα. Ή μάλλον η επιβεβαίωση. Πως όλο αυτό, “παραήταν καλό για να είναι αληθινό”. Ή έστω για να κρατήσει παραπάνω από λίγες ώρες/μέρες. Σαν ένα φθινοπωρινό fling, ένας έρωτας που δεν έγινε ποτέ τέτοιος, μια ελπίδα που κράτησε μια νύχτα αλλά μόλις το φως του ήλιου – όχι του πράσινου – χτύπησε στα μάτια μας, είδαμε το χαλασμένο μακιγιάζ και τα μαλλιά που χάλασαν, τα ρούχα που δεν έλαμπαν κάτω από την ντισκομπάλα, τα φθαρμένα τακούνια, το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από την μάσκα του πάρτι.
Η τελευταία ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ
Στο ΠΑΣΟΚ είχαν να κάνουν μία δουλειά και μόνο. Σοβαρή, ίσως και δύσκολη – ειδικά όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος – αλλά ξεκάθαρη και μοναδική. Να βγάλουν έναν αρχηγό που θα ενέπνεε. Όχι τους ίδιους 100-200-300 χιλιάδες που πήγαν να ψηφίσουν στις εσωκομματικές του διαδικασίες. Αλλά όλη την κοινωνία. Την πλειοψηφία αυτής της χώρας που δεν αντέχει άλλο διπολισμό, άλλη χαζομάρα, προκλητικές δηλώσεις και μετεμφυλιακά υποννοούμενα, που θέλει λύσεις στα προβλήματα του, όραμα και ελπίδα, αλλά κυρίως θέλει κάποιον να του δείξει πως μπορεί να δώσει μια διαφορετική πορεία στο “καράβι” που ξεκάθαρα πάει στραβά, κι ας προσπαθούν οι κυβερνώντες τόσο καιρό και με κάθε μέσο να μας πείσουν πως “είναι στραβός ο γιαλός”.
Τι κατάφεραν; Να βγάλουν πρώτο τον άνθρωπο που οι ίδιοι έλεγαν κατά πλειοψηφία και σε κάθε τόνο πως “δεν μπορεί να τους πάει παραπάνω”, τον πρόεδρο που γκάλοπ, πολίτες, πολιτικοί αναλυτές και πολιτικοί αντίπαλοι έχουν διασαφηνισεί πως δεν μπορεί να “αλλάξει πίστα” στο ΠΑΣΟΚ, χαλαρά κι έυκολα μάλιστα, με 30% (η διπλή ανάγνωση του “το 70% τον αποδοκιμάζει” δεν θα έχει καμία σημασία την επόμενη Κυριακή που θα πάνε οι λιγότεροι από τους μισούς και θα βγει πρώτος), και δεύτερο έναν άνθρωπο που πριν έξι μήνες δεν θεωρούνταν παρά “σοβαρός επιστήμονας που θα δείξει ένα καλό πρόσωπο ως αντιπολίτευση του Μπακογιάννη”.
Κι αν για την πρώτη θέση του Ανδρουλάκη, ενός προέδρου όπως και να το κάνουμε, που και τους κομματικούς μηχανισμούς ξέρει και πιθανότατα ελέγχει καλύτερα απ’ όλους τους άλλους συνυποψηφίους του, και την ευκαιρία να απευθυνθεί πιο άμεσα και προσωπικά στα ίδια τα στελέχη του κόμματος είχε, δεν μπορεί κανείς να “μέμψει” τους Πασοκτζήδες (σε αγαπημένη 80s slang), η “γκρανγκιολική” κατά Χατζηγεωργίου, δεύτερη θέση του Χάρη Δούκα, δεν έχει καμία “δικαιολογία”.
Ο “ψηλωμένος” από την παράδοξη κι ανέλπιστη νίκη του επί του “χρυσού ανιψιού”, Δήμαρχος Αθηναίων, ήρθε από μια μέτρια ως κακή προεκλογική εκστρατεία, μια κάκιστη παρουσία στο debate όπου έδειξε “λίγος” και “ανέτοιμος”, εκτός από αδιάβαστος, τι ακριβώς έδειξε ή είπε στους “πράσινους ψηφοφόρους” που τους έπεισε περισσότερο από τους υπόλοιπους 4 που βρέθηκαν από κάτω του;
Δεν είναι ούτε ώρα, αλλά κυρίως δική μας δουλειά, να αναλύσουμε την διαδικασία των εκλογών και των υποψηφιότητων του ΠΑΣΟΚ. Αυτό που είναι όμως ξεκάθαρα δικαίωμα και υποχρέωση κάθε πολίτη αυτής της κοινωνίας, είναι να παρατηρεί τι συμβαίνει στα κόμματα και τους φορείς που του ζητάνε να τους εκπροσωπήσει στις εκλογές και να κρίνει ποιοι μπορούν και θέλουν να βελτιώσουν την ζωή του και τις συνθήκες της κοινωνίας και του κράτους που τον περιβάλλουν.
Το ΠΑΣΟΚ είχε μια ευκαιρία χθες να αλλάξει δρόμο. Να βγάλει κόσμο με ελπίδα σήμερα στον δρόμο. Να του δείξει πως άλλαξε, πως έμαθε μια δεκαετία από τα αλλεπάλληλα λάθη, τους αυτοπυροβολισμούς στο πόδι και την απόσταση που πήρε από την κοινωνία. Αλλά τελικά προτίμησε να μείνει κλειστό, εγκλωβισμένο στα παιχνιδάκια και τα πρόσωπα που πάντα “γοήτευαν” το “λαϊκό” του τμήμα, και να εμπιστευτεί όσους μιλάνε με λέξεις “εύηχες” παρότι “ξύλινες” παρά με επιχειρήματα και πλάνα.
Οι εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ που πραγματοποιήθηκαν χθες ανέδειξαν πρώτο τον Νίκο Ανδρουλάκη, δεύτερο τον Χάρη Δούκα, τρίτο τον Παύλο Γερουλάνο και τέταρτη την Άννα Διαμαντοπούλου. Αυτό το αποτέλεσμα, δεν δείχνει απλά πως οι ψηφοφόροι του έχασαν μια σημαντική ευκαιρία να ανανεωθούν και να διεκδικήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή. Αποδεικνύει πως ο κόσμος που πήγε να ψηφίσει ήταν και πάλι, κατά πλειοψηφία, κομμάτι του κόμματος, κι όχι ένα ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας. Κι όσο τα κόμματα, πέραν της Νέας Δημοκρατίας, δεν έχουν καμία σοβαρή και βαθιά σχέση με τα λαϊκά στρώματα και την ευρύτερη κοινωνική μάζα, οι ψήφοι θα χάνονται, το απολιτίκ δράμα θα κορυφώνει, και η άκρα δεξιά θα μεγαλώνει αφού το κέντρο και η αριστερά δεν θα βρίσκουν αξιόπιστους εκφραστές και ανθρώπους με όραμα να τους οδηγούν.
Χωρίς επιστροφή για το κέντρο
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, αν και πρώτευσε με ποσοστό 29,7%, δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει μια πλειοψηφική δυναμική που θα του επέτρεπε να ηγηθεί με σαφή εντολή για αλλαγή. Η επικράτησή του φαίνεται να βασίζεται περισσότερο στην επιβράβευση της υφιστάμενης πορείας του κόμματος παρά σε ένα νέο όραμα που θα μπορούσε να εμπνεύσει ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Αυτό υποδηλώνει μια προσκόλληση σε παλαιές πρακτικές και έλλειψη καινοτόμου στρατηγικής. Μην περιμένετε πως κάποιος που δεν ψήφισε χθες στο ΠΑΣΟΚ, θα “εμπνευστεί” μετά απ’ όλα αυτά να πάει σε εθνικές εκλογές για να εμπιστευτεί είτε τον κρητικό είτε τις επιλογές του. Το ΠΑΣΟΚ δεν καταφέρνει να μεγαλώσει τόσο καιρό που ο Σύριζα διαλύεται, δείχνοντας πως επιβραβεύει την “μετριότητα” δεν θα καταφέρει τίποτα μεγαλύτερο.
Η μεγάλη διασπορά των ψήφων ανάμεσα στους τέσσερις πρώτους υποψηφίους υποδεικνύει την ύπαρξη εσωτερικών διαιρέσεων και έλλειψης ενότητας. Με τον Χάρη Δούκα να συγκεντρώνει 21,38%, τον Παύλο Γερουλάνο 21,15% και την Άννα Διαμαντοπούλου 19,5%, γίνεται εμφανές ότι δεν υπάρχει ένας κοινός προσανατολισμός ή συμφωνία για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει το κόμμα. Αυτό το κατακερματισμένο τοπίο εμποδίζει το ΠΑΣΟΚ από το να παρουσιάσει ένα ενιαίο και ισχυρό μήνυμα προς την κοινωνία. Και στην ουσία δείχνει πόσο διαιρεμένο είναι το κέντρο και η κεντροαριστερά, και πως οι διαφορετικές τάσεις, δεν είναι συμβατές, ειδικά κάτω από τον Ανδρουλάκη. Εκτός κι αν κάποιος πιστεύει σοβαρά πως αυτό θα άλλαζε με τον Χάρη Δούκα.
Παρά την αύξηση των ψηφοφόρων κατά 9% σε σχέση με τις εσωκομματικές εκλογές του 2021 και την είσοδο περίπου 70.000 νέων ψηφοφόρων, το ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να αξιοποιεί αυτήν την ανανέωση για να ενισχύσει τη θέση του στην πολιτική σκηνή. Η αδυναμία του να κεφαλαιοποιήσει αυτό το ενδιαφέρον και να το μετατρέψει σε πολιτική δυναμική υποδηλώνει έλλειψη στρατηγικής και οράματος που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προσδοκίες της κοινωνίας.
Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν επίσης, τη σημαντική απόκλιση στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων της Αττικής σε σχέση με την περιφέρεια. Στην Αττική, ο Παύλος Γερουλάνος και η Άννα Διαμαντοπούλου κατέλαβαν τις πρώτες θέσεις, ενώ πανελλαδικά ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Χάρης Δούκας προηγούνται. Αυτό το χάσμα υποδηλώνει την ύπαρξη διαφορετικών πολιτικών αναγκών και προτεραιοτήτων μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, τις οποίες το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να γεφυρώσει. Αυτό είναι ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Η χώρα αντί να έχει κοινό όραμα, έχει μετατραπεί σε κοινωνία τριών ταχυτήτων. Όσους “τα έχουν”, όσους παλεύουν στην Αθήνα, και όσους παλεύουν στην περιφέρεια. Και καμία κατηγορία δεν έχει ούτε κατανόηση, ούτε αντίληψη των ζωών των άλλων δύο.
Η στενή διαφορά μεταξύ του Χάρη Δούκα και του Παύλου Γερουλάνου για τη δεύτερη θέση, καθώς και τα σημαντικά ποσοστά που έλαβε η Άννα Διαμαντοπούλου, δείχνουν ότι το κόμμα δεν έχει μια ξεκάθαρη ιδεολογική κατεύθυνση. Οι υποψήφιοι φαίνεται να εκπροσωπούν διαφορετικές πτέρυγες και απόψεις μέσα στο κόμμα, χωρίς όμως να υπάρχει μια συνεκτική πλατφόρμα που να συνδέει αυτές τις φωνές σε ένα ενιαίο όραμα.
Η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ να αναδείξει μια ηγεσία που θα μπορούσε να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τη δεξιά κυριαρχία στην ελληνική πολιτική σκηνή αποτελεί μια χαμένη ευκαιρία για την ελληνική κοινωνία. Χωρίς μια ισχυρή και ενωμένη κεντροαριστερή δύναμη, η δεξιά συνεχίζει να κυριαρχεί, και οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα.
Το αποτέλεσμα των εκλογών υποδηλώνει ότι το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να είναι εγκλωβισμένο σε μικροκομματικές σκέψεις και στρατηγικές που δεν του επιτρέπουν να δει το ευρύτερο πολιτικό τοπίο. Η εστίαση σε εσωτερικές ισορροπίες και η έλλειψη προσανατολισμού προς τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας εμποδίζουν το κόμμα από το να αναδειχθεί ως μια εναλλακτική λύση με ουσιαστικό αντίκτυπο.
Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους του αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στον δεύτερο γύρο των προηγούμενων εσωκομματικών εκλογών υπήρξε σημαντική μείωση της συμμετοχής. Αυτό υποδηλώνει μια απομάκρυνση από τη βάση και μια έλλειψη εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων προς το κόμμα.
Η εκλογική διαδικασία που πραγματοποιήθηκε δείχνει ότι το ΠΑΣΟΚ έχασε μια σημαντική ευκαιρία να ανανεωθεί και να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η έλλειψη ενιαίου οράματος, η εσωτερική διαίρεση και η αδυναμία να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις το καταδικάζουν σε έναν περιθωριακό ρόλο. Αυτό δεν αποτελεί μόνο μια χαμένη ευκαιρία για το ίδιο το κόμμα αλλά και για την ελληνική κοινωνία, που αναζητά εναλλακτικές λύσεις και μια διέξοδο από την κυριαρχία της δεξιάς.
Χωρίς μια ισχυρή, ενωμένη και προοδευτική δύναμη, η πολιτική σκηνή παραμένει στάσιμη, και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Το ΠΑΣΟΚ, με την παρούσα πορεία του, φαίνεται ανίκανο να παίξει τον ρόλο που απαιτείται για να φέρει την αλλαγή που επιθυμεί η κοινωνία. Κι αυτό, με την αριστερά του Σύριζα σπασμένη σε χίλια κομμάτια, την κεντροαριστερά χωρίς εκφραστή, και το υπόλοιπο “πολιτικό τόξο” εκτός άκρας δεξιάς, χωρίς σοβαρούς “μπροστάρηδες”, χωρίς όραμα, και καμία καθοδήγηση κι ελπίδα, οδηγεί στους δρόμους που έχουμε δει να βαδίζουν οι νικητές στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Είτε ακροδεξιούς φωνακλάδες και κλόουν δηλαδή (έχουμε ήδη αρκετούς τέτοιους), είτε περσόνες που απλά κεφαλαιοποιούν την δημοφιλία τους και παίρνουν θέσεις χωρίς λόγο, όραμα και πολιτική, απλά επειδή βρέθηκαν χρηματοδότες και συμφέροντα που τους έσπρωξαν “γλυκά” προς τον αγαπημένο τους προβολέα, κι εκείνοι έκατσαν στις θέσεις εξουσίας που τους υπέδειξαν απλά χαμογελώντας λαμπερά.
Illustration: Πέγκυ Δαδάκη