Ο Μάνο Γιογκαλινγκνάμ δεν ήθελε με κανένα τρόπο να γίνει διάσημος. Επιθυμούσε απλά να ζήσει μια φυσιολογική ζωή στην Αυστραλία, με τις ευκαιρίες που του αναλογούσαν. Γι’ αυτό και στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών μπήκε σε ένα μικρό πλοίο και βίωσε μια πραγματική οδύσσεια για πάνω από 4.000 χιλιόμετρα, από τις βορειοανατολικές ακτές της Σρι Λάνκα, της πατρίδας του, ως τις βορειοδυτικές ακτές της Αυστραλίας, του τόπου όπου νόμισε ότι θα του προσφέρει μια ευκαιρία.
Όλα αυτά το 2013. Την Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024 οι εφημερίδες της Αυστραλίας κυκλοφόρησαν με πρωτοσέλιδη την τραγική είδηση της αυτοκτονίας του. Ο Μάνο Γιογκαλινγκνάμ, ο Χριστιανός Ταμίλ από τη Σρι Λάνκα, έγινε διάσημος με τον χειρότερο τρόπο, αποφασίζοντας να δώσει τέλος στη ζωή του. Αυτοπυρπολήθηκε μπροστά στο γραφείο του Τμήματος Εσωτερικών Υποθέσεων της κυβέρνησης της Αυστραλίας και υπέκυψε στα θανατηφόρα του εγκαύματα λίγες ώρες αργότερα.
Στα 23 του χρόνια, κι έχοντας βιώσει για 11 συνεχόμενα το μετέωρο καθεστώς της προσωρινής βίζας παραμονής (άρα και της απειλής να επιστρέψει στη Σρι Λάνκα, την οποία ελάχιστα θυμόταν), ο Μάνο Γιονγκαλινγκνάμ δεν άντεξε την πίεση. Μπορεί ο ίδιος να ήταν από τους κύριους διοργανωτές της διαμαρτυρίας, που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη από χιλιάδες εγκλωβισμένους όμοιούς του, αλλά αποφάσισε να εγκαταλείψει πρόωρα την προσπάθεια. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν μια επίθεση που δέχτηκαν οι (ειρηνικότατοι) διαδηλωτές την περασμένη Δευτέρα από ομάδες Αυστραλών νεοναζί. H ζωή βρισκόταν μπροστά του, αλλά ο ίδιος αποφάσισε ότι τα’ χει ζήσει όλα, δεν περίμενε τίποτε άλλο.
Η περιπέτειά του ξεκίνησε μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του. Προτίμησαν τον κίνδυνο ενός τεράστιου θαλάσσιου ταξιδιού από το να μείνουν σ’ έναν τόπο, όπου ρημαζόταν από εθνοτικές εντάσεις σε βάρος των Ταμίλ, της φυλής του. Μετά από περισσότερο από ένα χρόνο κράτησης, του χορηγήθηκε προσωρινή βίζα. Πήγε σχολείο στη Μελβούρνη, έκανε φίλους, έχτισε μια ζωή και μια θέση στην κοινότητά του. Ποτέ όμως δεν του επέτρεψαν να νιώθει τακτοποιημένος και σαν στο σπίτι του.
Αυστραλία: Βήματα μπρος πίσω για τη βίζα
Η προηγούμενη (κεντροαριστερής ιδεολογίας) κυβέρνηση της Αυστραλίας υιοθέτησε την τακτική της fast track εξέτασης βίζας για όσους μπήκαν παράτυπα στη χώρα από τη θάλασσα τη διετία 2012-13. Μια απόφαση που θεωρητικά θα βοηθούσε τους αιτούντες άσυλο, αλλά στην ουσία εγκλώβισε τον Μάνο και άλλους 7.350 αιτούντες άσυλο που εμπλέκονται στην απαξιωμένη διαδικασία ασύλου. Στην ουσία η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αποφασίσει αν οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο έδαφός της πάνω από δέκα χρόνια και είχαν δημιουργήσει τη δική τους ζωή είχαν και το δικαίωμα να παραμείνουν ή όχι.
Η σημερινή κυβέρνηση κατάργησε το σύστημα και επέτρεψε σε όσους επηρεάστηκαν από τη διαδικασία να υποβάλουν αίτηση για μόνιμη διαμονή, αλλά επικύρωσε τις απορρίψεις βάσει του προηγούμενου συστήματος. Ο Γιογκαλινγκνάμ και οι χιλιάδες όμοιοί του βρέθηκαν σε αδιέξοδο.
Οι άνθρωποι που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του 23χρονου έναν μάρτυρα. Ο οποίος πρόσφερε τη ζωή του για να ευαισθητοποιηθεί περισσότερο η κοινή γνώμη, προκειμένου να δοθεί μια λύση. Ανάμεσά τους βρίσκονται από πολλές χώρες της νότιας και νοτιοανατολικής Ασίας, ακόμα και της Μέσης Ανατολής. Όλοι αυτοί περιορίζονται σε εποχικές δουλειές, δεν μπορούν να σπουδάσουν δωρεάν όπως οι Αυστραλοί πολίτες και δεν έχουν καμία υποστήριξη, εκτός από κοινοτικές ενισχύσεις ή φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Κάποιοι, μάλιστα, τονίζουν και το παράλογο της υπόθεσης. Ο Ιμάμ Χαρντάνι από το Ιραν, επίσης για πάνω από 12 χρόνια στην Αυστραλία, τόνισε ότι με την προσωρινή βίζα που έχει μπορεί να εργαστεί και μέρος του μισθού του να κρατείται για το σύστημα υγείας της Αυστραλίας, αλλά αυτός δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε νοσοκομεία και γιατρούς αν παραστεί ανάγκη!
Η διαμαρτυρία, η οποία ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες και αναμένεται να διαρκέσει επτά εβομάδες, συνεχίζεται έξω από το γραφείο του υπουργού Μετανάστευσης Τόνι Μπερκ, στη συνοικία Πάντσμποουλ, στα δυτικά του Σίδνεϊ. Από 300 έως 700 πρόσφυγες συμμετέχουν καθημερινά. Κάποιοι κοιμούνται έξω από το κτίριο. Το χρωστάνε, εκτός των άλλων, και στον νεαρό μάρτυρα να το πάνε μέχρι τέλους. Γιατί έχει να κάνει με τη ζωή τους.