Τι έγινε; Μπήκε;
Ο Αργύρης μιλούσε πάλι στον ύπνο του. Η γυναίκα του τον πλησίασε και του μίλησε απαλά. Ήξερε ότι ήταν εκείνος ο ίδιος καταραμένος εφιάλτης.

Έλα Αργυράκο, ξύπνα, μας περιμένουν…

Ε;

Έλα, ποιος ακούει το φίλο σου το Δράκο έτσι κι αργήσουμε…

Έβλεπα…

Ναι, ναι , ξέρω… Πάντα αυτό βλέπεις όταν είναι να συναντηθούμε με τα παιδιά.

Τα παιδιά ήταν μια παρέα από εξήντα φεύγα τύπους. Αθλητικούς τύπους όμως. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή το είχαν παράδοση να συναντιούνται από Βορρά και Νότο και να πηγαίνουν στην Αιδηψό . Οι πρωτευουσιάνοι πήγαιναν με εκδρομικό πούλμαν από ένα πρακτορείο της Νίκαιας για πιο φτηνά. Ο Δράκος και ο Μπέμπης είχαν ήδη μπει στο πούλμαν. Στην Αιδηψό θα έβρισκαν τον Γκάνγκστερ. Άλλοι δυο βόρειοι από την παρέα την κοπάνησαν φέτος
Στη διαδρομή επικράτησε σιωπή. Ο Δράκος δεν είχε πολλά κέφια και ο Μπέμπης είχε ξενυχτήσει και κοιμόταν σ’ όλη σχεδόν τη διαδρομή. Πρέπει να είχε πάρει κάνα δυο κιλά από πέρυσι. Ο Αργύρης έκατσε πίσω τους μαζί με τη σύζυγο και έγειρε το κεφάλι στο πλάι κοιτώντας αφηρημένα τη διαδρομή. Δεν της είπε τίποτα για τον εφιάλτη. Τι να της πει; Χρόνια τώρα αυτή η ιστορία. Το παιχνίδι, οι φωνές, οι Ρώσοι, οι βολές… Οι κερατένιες οι βολές… Πόσα εκατομμύρια φορές είχε δει με τη φαντασία του σε αργή κίνηση όλο το σκηνικό. Η μπάλα χτυπάει στεφάνι κάνει δυο αναπηδήσεις, πατ πατ, μοιάζει σαν να πέφτει μέσα στο καλάθι ύστερα σα να αλλάζει γνώμη πέφτει στο πλάι.
Χαμός. Κι ύστερα η δεύτερη βολή. Κι έπειτα το καλάθι του αλήτη του Γιοβάισα, τα κλάματα, η απογοήτευση, ο μαρασμός μιας ολόκληρης γενιάς. Η χώρα βυθίστηκε στο πένθος. Έλληνες. Δυο βολές μέσα, πανηγύρια, δυο βολές έξω, πανικός. «Είμαστε σκέτες λουζεριές έρχονται μαύρες εποχές» που θα τραγουδούσε αργότερα εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Πορτοκάλογλου.
Ο Μπέμπης μισοξύπνησε, γύρισε προς τα πίσω, σήκωσε το μαύρο γυαλί και είπε την ίδια γελοία ατάκα που έλεγε κάθε χρόνο, χρόνια τώρα στον Αργύρη.

Μα να τη χάσεις και τη δεύτερη;

Η γυναίκα του Αργύρη τον αγριοκοίταξε αλλά ο Αργύρης δεν έδινε σημασία. Είχε συνηθίσει πια. Η δεύτερη βολή πήγε ψηλά πάνω στο ταμπλό χτύπησε εκεί, έμεινε ένα αιώνα και ύστερα πήρε κατεύθυνση πάλι προς τα μέσα. Αλλά στα μισά της διαδρομής πάλι σαν κάτι να την βάρεσε την κακούργα και άλλαξε γνώμη βρήκε ξανά στεφάνι, ταπ ταπ δυο αναπηδήσεις κι έξω. Η εθνική κατήφεια κράτησε μέρες. Ύστερα έγινε θλίψη και ύστερα όπως ξέρουν όλοι οι ψυχολόγοι, θυμός ασυγκράτητος. Τα πάντα έφταιγαν στους Έλληνες εκείνο το καλοκαίρι. Πρώτο θύμα ο άμοιρος ο πρόεδρος της δημοκρατίας που μάλλον επειδή δεν ήταν και ειδήμονας συνέχισε να κουνάει περήφανα τα δυο σημαιάκια που του είχαν δώσει, χαμογελαστός κιόλας, μετά τις χαμένες βολές! Το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο, συζητήθηκε στη Βουλή, ακούστηκαν άσχημα πράγματα, ο πρόεδρος θιγμένος δήλωσε παραίτηση, ο θεσμός πέρασε κρίση και ευτυχώς προσφέρθηκε την τελευταία στιγμή ο Στέφανος Τζουμάκας να θυσιάσει το πολιτικό του μέλλον και να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο αναλαμβάνοντας με επιτυχία το ανώτατο διακοσμητικό αξίωμα για τα επόμενα οκτώ (τρία συν πέντε) χρόνια.

Αυτό όμως ήταν το λιγότερο. Ο Τούρκος πρωθυπουργός με αφορμή την ήττα είχε εκμεταλλευτεί την περίσταση για να δηλώσει πόσο κότες είναι οι Έλληνες έγιναν οι γνωστές παραβιάσεις από αέρος και απειλήθηκε ένοπλη σύρραξη στα νησιά που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Η αριστεροδέξια αντιπολίτευση σε μια πρωτοφανή για τα πολιτικά χρονικά κίνηση ενώθηκε καταγγέλλοντας τον Ανδρέα για το «Μαύρο 87». Κέρδισε τις εκλογές με μια πανούργα εκλογική καμπάνια -όπου λίγο ως πολύ έριχνε το φταίξιμο για τις χαμένες βολές στο ΠΑΣΟΚ. Δεν κράτησε για πολύ βέβαια, σε δυο χρόνια πλακώθηκαν και ο συνασπισμός τους διαλύθηκε. Ακολούθησε μια βραχύβια κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον ανεξάρτητο νεαρό πολιτικό Βασίλη Λεβέντη και τελικά το ΠΑΣΟΚ ξανάρθε στα πράγματα.

Στην αντίπερα όχθη, οι Σοβιετικοί επέστρεψαν στη χώρα τους θριαμβευτές, ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ πήγε στο αεροδρόμιο να τους υποδεχτεί και σε έναν σύντομο λόγο που έμεινε αξέχαστος αναγνώρισε για πρώτη φορά ότι υπήρχαν και κάποια καλά στο σοβιετικό καθεστώς ειδικά στα σπορ. Η πορεία για την περεστρόικα θα μπορούσε να πάει λίγο πιο αργά. Δεν υπήρχε καμιά βιάση.

Θορυβημένος ο Ρόναλντ Ρήγκαν έφυγε άρον άρον για επίσκεψη στη Μόσχα όπου (μέσα στο γενικότερο ενθουσιασμό που επικρατούσε) έγινε δεκτός με επευφημίες από χιλιάδες μεθυσμένους Ρώσους γεγονός που καταγράφηκε ιστορικά ως το ανεπίσημο τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Στην Ελλάδα η πολιτική κρίση που ξεκίνησε από κείνο τον καταραμένο αγώνα σημάδεψε τα επόμενα χρόνια και έπρεπε να φτάσουμε στις πρωτοχρονιάτικες εκδηλώσεις του Αβραμόπουλου για το μιλένιουμ ώστε να σηκώσουμε επιτέλους κεφάλι.

Το βλέμμα του Αργύρη σκοτείνιασε καθώς περνούσαν από εκείνο το ξεφτιλισμένο το γήπεδο του Κρίκετ έξω από την Αρκίτσα.

Ήταν μια ιδέα του Κίμωνα Κουλούρη. Όταν όλοι έψαχναν ιδέες για την αναγέννηση της χώρας από τις στάχτες της πορτοκαλιάς μπάλας ο παμπόνηρος Κερκυραίος πολιτικός θυμήθηκε το αγαπημένο παιχνίδι της παιδικής του ηλικίας και στη διάρκεια της τρίτης κυβέρνησης του Αντρέα (που μετά την αγρανάπαυση του 87-90 είχε γυρίσει πολύ πιο ακμαίος καταπνίγοντας και μια εσωτερική ανταρσία του Σημίτη που είχε βαρεθεί να περιμένει τη διαδοχή) έπεισε τον πρόεδρο να γεμίσει με γήπεδα κρίκετ τη χώρα. Όσα γήπεδα του μπάσκετ είχαν απομείνει διαλύθηκαν νύχτα, τους φύτεψαν χόρτο (ακόμη και στα κλειστά) και κανείς δεν μίλησε πια γι’ αυτά. Έβλεπες παντού τα αυγουλωτά πράσινα γήπεδα του κρίκετ, που έγινε υποχρεωτικό άθλημα στα σχολεία.
Ύστερα από μια σύντομη κυβερνητική κρίση, με κάτι αγορές δισεκατομμυρίων για ινδικά μπαστούνια που αποδείχτηκε ότι έγερναν (και στοίχισε την απομάκρυνση του αρμόδιου υφυπουργού των σπορ Τσοχατζόπουλου – ο Κουλούρης είχε αναλάβει το ΥΠΕΞ φυσικά) η χώρα μπήκε με φόρα στον 21 ο αιώνα και η ζωή τράβηξε για καλά την ανηφόρα. Η ανάδειξη της Ελλάδας σε παγκόσμιο παράδεισο του κρίκετ έφερε στη χώρα την ελίτ των βαθύπλουτων μεγιστάνων του πλανήτη (κυρίως Ινδών στην αρχή) που παρακολουθούσαν τα περίφημα τουρνουά κρίκετ που κάθε καλοκαίρι διεξάγονται σε όλα τα κοσμοπολίτικα νησιά μας. Οι μεγιστάνες είναι σαν τους γέρους στον ΕΦΚΑ, τη μια στιγμή βλέπεις έναν, την άλλη έχουν μαζευτεί πεντακόσιοι. Κατά γενική ομολογία, αν υπήρχε ένας λόγος που η Ελλάδα δεν επηρεάστηκε από την παγκόσμια κρίση που ακολούθησε ήταν αυτή η χρυσοφόρα πηγή του Κρικετοτουρισμού. Ευτυχώς ξεχάστηκε το όνειρο των Ολυμπιακών. Η Ελλάδα παραιτήθηκε από την διεκδίκηση. Όταν δεν μπορείς ως χώρα να βάλεις δυο βολές δεν μπορείς να ζητάς Ολυμπιακούς.

Όλα αυτά τα είχε γραμμένα ο Αργύρης. Εκείνος είχε αναγκαστεί να γυρίσει στην οικοδομή και να δουλέψει σκληρά για να επιβιώσει. Πάντα μαχητής ήταν βέβαια, απλά τώρα έπρεπε να αντέχει και τα ηλίθια αστεία για «τα τούβλα που έριχνε» που άκουγε σε κάθε καινούργια δουλειά.

Τι κοιτάς; ρώτησε χαμογελαστός ο Μπέμπης.

Το σιχαίνομαι το αυγουλογήπεδο!

Εντάξει φίλε, η Ελλάδα ζει από το κρίκετ τι να κάνουμε, είπε συγκαταβατικά ο Μπέμπης.

Το ίδιο μου κάνει.

Καλά, μπήκε στην κουβέντα ο Δράκος, εσένα ο γιος σου δεν παίζει Εθνική στο
κρίκετ;

Ε, ναι, μουρμούρισε ο Αργύρης.

Ναι, ναι, είπε η σύζυγος με καμάρι. Είναι πολύ καλός ο Νικόλας.

Τι να κάνει δηλαδή; Να παίξει από το … άλλο; Να ακούει να λένε «αυτός είναι ο
γιος του Άστοχου Γίγαντα»;

Το παράπονο στη φωνή του Αργύρη σφράγισε ερμητικά την κουβέντα. Ο Δράκος έμεινε με το όνειρο να γίνει προπονητής μπάσκετ. Δεν είχε καμιά τύχη φυσικά. Άλλωστε πρακτικά δεν υπήρχε μπάσκετ στην Ελλάδα. Ήταν το άθλημα των χαμένων, πάει. Έμεινε στη Νίκαια και άνοιξε μια μικρή καφετέρια όπου η τηλεόραση δεν έπαιζε ποτέ αθλητικά. Καμιά φορά τις Κυριακές το βράδυ λίγο ποδόσφαιρο, τον Ιωνικό. Μέχρι εκεί.

Ο Μπέμπης που ήταν και πιο μποέμ φάνηκε να επηρεάστηκε λιγότερο απ’ όλους. Ήταν ο μόνος που έπιανε που και που συζήτηση για τα παλιά αλλά οι άλλοι δεν τσιμπούσαν. Ο Γκάνγκστερ φαίνεται ότι είχε προλάβει να φτιάξει ένα κομπόδεμα. Απόδειξη ότι και τώρα στην Αιδηψό ερχόταν με ταξί, αδιανόητη πολυτέλεια για τους υπόλοιπους που με πολύ κόπο είχαν αποκτήσει δικό τους αυτοκίνητο.

Ο Γκάνγκστερ έδειχνε μια χαρά πάντως. Όταν έδωσαν τα χέρια ο Αργύρης, οικοδόμος άνθρωπος, ένιωσε το μούδιασμα από το σαν δαγκάνα σφίξιμο του χεριού του.

Έχεις δίκιο Νικ, είπε ο Αργύρης.
Αλλά στα σκοτάδια του μυαλού του η θολή εικόνα της σκατόμπαλας που μπαίνει επιτέλους μέσα, δεν έλεγε να σβήσει…

Λοιπόν τι λέτε μάγκες, είπε εύθυμα ο Μπέμπης, πάμε κατευθείαν λουτρά ή μένουμε ξενοδοχείο να τσιμπήσουμε κάτι;

Πάμε λουτρά όπως είμαστε, είπε ο Γκάνγκστερ.

Να τσιμπήσουμε, μωρέ καλύτερα, είπε ο Δράκος.

Ο Αργύρης είδε τον Γκάνγκστερ να συνοφρυώνεται και έσπευσε να μπει στη μέση. Δεν ήθελαν πολύ ν’ αρχίσουν πάλι καμιά μανούρα. Καλά παιδιά κι οι δύο αλλά κάθε φορά κάτι θα έβρισκαν να τσακωθούνε.

Λοιπόν ακούστε, μείνετε εσείς εδώ να τσιμπήσετε και αν θέλετε έρχεστε να μας βρείτε μετά, το δρόμο τον ξέρετε. Πάμε Γκάνγκστερ.

Ο Γκάνγκστερ και η σύζυγος του Αργύρη τον ακολούθησαν. Στην είσοδο των λουτρών όμως έγινε μια στραβή. Ο Γκάνγκστερ προχώρησε λίγο πιο μπροστά για να βγάλει τα εισιτήρια και ένας εύσωμος σαραντάρης με ψάθινο καπέλο του την είπε: «Μπάρμπα ποιος είσαι συ που θα μας φας την ουρά δηλαδή;» Σε δέκατα ο Γκάνγκστερ τον είχε πιάσει από το λαιμό και είχε κολλήσει το πρόσωπο του στου αλλουνού έτοιμος για κουτουλιά. «Ποιος είμαι εγώ; Ποιος είμαι εγώ; Θες να σου πω ρε ποιος είμαι εγώ;» Η φωνή του εκτός από οργή έκρυβε και κάτι σαν λυγμό. Ο Αργύρης είδε κι έπαθε να τον ξεκολλήσει. Ο Γκάνγκστερ, χρυσή καρδιά κατά βάθος, είχε γίνει πολύ οξύθυμος έπειτα από κείνη την μαύρη μέρα.
Τον τράβηξε μακριά, η σύζυγος έβγαλε εισιτήρια κι ύστερα μπήκαν όλοι στο υδροθεραπευτήριο. Καθώς χαλάρωναν επιτέλους, ο Αργύρης ένιωσε την ανάγκη να εκμυστηρευτεί κάτι.

Ξέρεις, άρχισε… Καμιά φορά βλέπω…

Ναι Αργυράκο, ξέρω… Ξέρω τον εφιάλτη σου ρε φίλε. Πόσες φορές θα το πούμε; έτσι είναι το γκέιμ. Βάζεις είσαι ο πρώτος, χάνεις είσαι ο τελευταίος.

Ο Γκάνγκστερ δεν ήταν ο πιο ομιλητικός άνθρωπος του κόσμου αλλά πάντα είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στον Αργύρη. Ήταν ο μοναδικός ίσως που δεν έπαψε ποτέ να του μιλάει ακόμα κι εκείνα τα πρώτα δύσκολα χρόνια που όλοι του είχαν γυρίσει την πλάτη για κείνες τις γαμημένες βολές.

Όχι, άλλο θέλω να σου πω… Ο Αργύρης πήρε βαθιά ανάσα. Καμιά φορά φίλε βλέπω… σα να είναι ζωντανό σα να το έχω ζήσει πώς να στο πω…. Βλέπω πάλι τον αγώνα.

Αχα. Στο τιβί;

‘Όχι. Στο μυαλό. Ολοζώντανο όμως. Εκεί που φτάνουμε στις βολές. Και τις βάζω ρε Γκάνγκστερ. Τις βάζω άνετα έ; Ούτε που σαλεύει το διχτάκι. Αν αγαπάς δηλαδή. Και γίνεται λέει ο χαμός. Ακούω τον κόσμο. Αλήθεια τώρα. Τους ακούω. Γινόμαστε ήρωες, ρε συ. Μας σηκώνουν στα χέρια, μας δίνουν τα πάντα, μας γράφει η ιστορία είμαστε λέει, τι να σου πω… Άρχοντες… Βασιλιάδες… αθάνατοι ρε φίλε… Και ζούμε ζωή χαρισάμενη μετά.

Ξέχνα το φιλαράκο.

Ναι, απλά…

Άστο σου λέω… όσο λιγότερο το σκέφτεσαι τόσο το καλύτερο. Και να σου πω… Μην τα λες αυτά στη γυναίκα σου θα νομίσει ότι τα ‘χεις παίξει… Αρκετά έχει τραβήξει η έρμη.

Μα είναι σαν να το ζω…

Αργύρη τελείωνε γαμώτο. Δεν μπήκαν οι φάκινγκ οι βολές τι να κάνουμε. Έχουμε την υγειά μας. Αυτό αρκεί. Πάμε τώρα να βρούμε τους άλλους… Κοίταξέ με! Δεν μπήκανε. Εντάξει; Δεν! Πάει! Δατς λάιφ!

Εντάξει. Πάμε.
Οι δυο ηλικιωμένοι αθλητικοί τύποι μαζί με τη σύζυγο πήραν το δρόμο για το μικρό
γραφικό ξενοδοχείο.

Αργύρη, είπε κάποια στιγμή η σύζυγος. Να περάσουμε να πάρουμε ένα κρασί από το σούπερ μάρκετ, να κεράσουμε τα παιδιά.

Ναι καλή μου, θα σταματήσουμε τώρα. Τι λες Νίκο;

Ούτε να το συζητάς. Στο ξενοδοχείο είναι όλα πανάκριβα. Τσέκαρα τις τιμές. Άμα θέλει ο Μπέμπης να παραγγείλει ας το πληρώσει μόνος του.

Ωραία. Να παίξουμε και ταβλάκι πριν το φαγητό όμως ε;

Αμέ. Είδες; Δεν είναι ωραία η ζωή; Τι άλλο θέλουμε…;