Η δήλωση του πρώην υπουργού Θάνου Πλεύρη αναφορικά με την πρόθεσή του να εισηγηθεί την ποινικοποίηση της χρήσης του όρου “μπάτσος” ως αυτόφωρο ποινικό αδίκημα εγείρει σημαντικά ζητήματα σχετικά με την ελευθερία του λόγου, τη σχέση κράτους και πολιτών, καθώς και τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας. Η σιωπή ολόκληρης της κυβέρνησης μετά από το τηλεοπτικό “παρατράγουδο” του κ. Πλεύρη, δεν μοιάζει ασυνήθιστη βέβαια, αφού δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιο στέλεχος της ξεστομίζει κάποια “απίθανη” δήλωση, την στιγμή που υπάρχει γενικευμένη κοινωνική οργή ή απογοήτευση, και η κοινή γνώμη “παρασύρεται” από αυτήν. Μόνο που αυτή την φορά, η “στόχευση” του πρώην υπουργού στην “υπεράσπιση των αστυνομικών” με την παντελώς απαράδεκτη για μια δημοκρατία, πρόταση περί ποινικοποίησης μιας λέξης, είναι εξόφθαλμα παράταιρη, και δεν μπορεί να βρει σοβαρής αντιμετώπισης ή υποστήριξης. Κάτι που αν ο κύριος Πλεύρης είχε φροντίσει να ρωτήσει εκ των προτέρων, φυσικά και θα το ήξερε. Ο κύριος Βορίδης, για παράδειγμα, εγνωσμένης αξίας δικηγόρος και υπουργός Επικρατείας, θα μπορούσε να του πει με δυο λόγια πως συνταγματικά κάτι τέτοιο είναι το λιγότερο… απαράδεκτο.
Ας δούμε αρχικά γιατί είναι μη αποδεκτό αυτό που τόσο “χαλαρά και φυσικά” πρότεινε ο κύριος Πλεύρης. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει ακόμα στην χώρα μας κάτι που λέγεαι Ελευθερία του λόγου και συνταγματική προστασία. Στο ελληνικό Σύνταγμα, όπως και στις περισσότερες σύγχρονες δημοκρατίες, η ελευθερία του λόγου κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 14 του Συντάγματος της Ελλάδας διασφαλίζει την ελευθερία έκφρασης και τον πλουραλισμό, περιορίζοντας τις δυνατότητες του κράτους να επιβάλει περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση των πολιτών. Η προτεινόμενη ποινικοποίηση της χρήσης του όρου “μπάτσος” έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την προστασία, καθώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απόπειρα λογοκρισίας και περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης.
Δεύτερον, κάτι που ίσως να μην σκέφτηκε, ή να μην ενδιαφέρει και πολύ τον κύριο Πλεύρη, είναι πως μια τέτοια νομολογία θα προκαλέσει άμεσα Διακρίσεις και ανισότητες: Η στοχοποίηση συγκεκριμένης έκφρασης όταν απευθύνεται σε αστυνομικούς μπορεί να προκαλέσει ανισότητες στην προστασία διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Αν επιτραπεί η ποινικοποίηση αυτής της λέξης, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την ποινικοποίηση άλλων εκφράσεων, κάτι που θα οδηγήσει σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης. Επιπλέον, αυτή η νομοθετική πρόταση δείχνει να παρέχει ιδιαίτερα προνόμια στους αστυνομικούς, διαφοροποιώντας τους από τους υπόλοιπους πολίτες ως προς την προστασία της αξιοπρέπειάς τους.
Τρίτον, είναι ξεκάθαρο πως δεν έλαβε υπόψιν του την Αναλογικότητα στο ποινικό δίκαιο: Στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι ποινές να είναι ανάλογες με τη σοβαρότητα του αδικήματος. Η ποινικοποίηση μιας λέξης, όσο προσβλητική κι αν είναι, φαίνεται να παραβιάζει αυτήν την αρχή, καθώς δεν αποτελεί πράξη με σημαντικό κοινωνικό κίνδυνο. Επίσης, το αυτόφωρο αδίκημα συνδέεται συνήθως με πράξεις άμεσης και σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην απλή χρήση ενός προσβλητικού χαρακτηρισμού.
Άλλος ένας παράγοντας που δεν υπολογίζεται καθόλου σε μια τέτοια πρόταση ποινικοπόιησης μιας λέξης, είναι η Δημοκρατική λογοδοσία και δικαιώματα των πολιτών: Η αστυνομία, ως όργανο του κράτους, υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο και κριτική από τους πολίτες σε μια δημοκρατία. Η προστασία των αστυνομικών από την κριτική μέσω της ποινικοποίησης συγκεκριμένων λέξεων υπονομεύει την ικανότητα των πολιτών να ασκούν τον ρόλο τους ως δημοκρατικοί ελεγκτές των αρχών. Η απόπειρα να προστατευτούν οι αστυνομικοί από “κάθε κομπλεξικό”, όπως αναφέρει η δήλωση, μπορεί να οδηγήσει σε μια γενικευμένη τάση περιορισμού της κριτικής απέναντι στις δημόσιες αρχές, πλήττοντας τη δημοκρατική λογοδοσία.
Και πάντα υπάρχει το θέμα το πόσο ενδιαφέρει τον βουλευτή και τους συναδέλφους του που καλεί να συμπαρασταθούν στην δήλωση του, η Κοινωνική συνοχή και ο διχασμός: Μια τέτοια νομοθετική πρόταση κινδυνεύει να οξύνει τον κοινωνικό διχασμό αντί να τον μετριάσει. Η αστυνομία ήδη αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στο πεδίο των σχέσεών της με την κοινωνία, και μια τέτοια νομοθεσία θα μπορούσε να επιδεινώσει την αποξένωση μεταξύ πολιτών και αστυνομίας, ενισχύοντας τις ήδη υπάρχουσες εντάσεις.
Η πρόταση του Θάνου Πλεύρη φαίνεται να συγκρούεται με θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, όπως η ελευθερία του λόγου, η αναλογικότητα των ποινών και η δημοκρατική λογοδοσία. Αντί να προωθεί την κοινωνική ειρήνη και τον σεβασμό, κινδυνεύει να επιδεινώσει τις κοινωνικές εντάσεις και να περιορίσει τα δικαιώματα των πολιτών στην ελεύθερη έκφραση και κριτική. Αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να συζητήσει κανείς μαζί του, και με όποιον βουλευτή – και μάλιστα μέλος της κυβέρνησης – ανοίγει τέτοια θέματα και προτείνει ανάλογες ποινικοποιήσεις και απαγορεύσεις.
Τι δεν ξεχνάει για την αστυνομία ο Θάνος Πλεύρης
Η ελληνική Αστυνομία, είναι ένας θεσμός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Τα τελευταία χρόνια, η εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας προς την Αστυνομία έχει φθάσει σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα. Η σχέση της ΕΛ.ΑΣ. με το κοινωνικό σύνολο βρίσκεται στο ναδίρ, με τους πολίτες να εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια και ανασφάλεια. Εξετάζοντας τα στοιχεία της τελευταίας πενταετίας (2019-2024), διαπιστώνουμε μια αυξανόμενη απόσταση μεταξύ αστυνομίας και κοινωνίας, με το ποσοστό εμπιστοσύνης να καταρρέει από το 72% το 2018 στο μόλις 43% το 2024. Αυτή η πτώση είναι αποτέλεσμα μιας σειράς αποτυχιών και σκανδάλων που αποδεικνύουν ότι η αστυνόμευση στη χώρα μας δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, ενώ παράλληλα δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες.
Η Πτώση της Εμπιστοσύνης
Η πτώση της εμπιστοσύνης προς την Αστυνομία συνδέεται άμεσα με την αύξηση των αρνητικών συναισθημάτων προς αυτήν. Στην τελευταία πανελλήνια έρευνα για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς της Public Issue τον Μάρτιο του 2024, το 48% των πολιτών εκφράζει συναισθήματα αντιπάθειας, ανησυχίας ή και οργής. Τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά, ειδικά σε σύγκριση με άλλα σώματα ασφαλείας, όπως το Λιμενικό και η Πυροσβεστική, τα οποία απολαμβάνουν σαφώς υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης και θετικής αξιολόγησης. Η Αστυνομία βρίσκεται, λοιπόν, αντιμέτωπη με μια κρίση αξιοπιστίας, την οποία δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
Οι Αποτυχίες και η Κοινωνική Ανασφάλεια
Η τελευταία πενταετία χαρακτηρίστηκε από σοβαρές αποτυχίες στην αστυνόμευση, γεγονός που ενέτεινε την κοινωνική ανασφάλεια. Οι πολίτες εκφράζουν δυσαρέσκεια για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της αστυνομικής παρέμβασης. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μόλις το 44% των πολιτών δηλώνει ικανοποιημένο από την ταχύτητα ανταπόκρισης της ΕΛ.ΑΣ., ενώ μόλις το 33% αξιολογεί θετικά την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών επεμβάσεων. Αυτά τα νούμερα επιβεβαιώνουν ότι η αστυνομική δράση συχνά αποτυγχάνει να καλύψει τις ανάγκες των πολιτών, ενισχύοντας την αίσθηση ανασφάλειας.
Αστυνομική Βία και Ανεπαρκής Αντιμετώπιση Εγκληματικότητας
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ελληνική Αστυνομία την τελευταία πενταετία είναι η αυξανόμενη αστυνομική βία και η ανεπαρκής αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Οι περιπτώσεις αυθαίρετης βίας από αστυνομικούς, η ανεξέλεγκτη οπαδική βία, καθώς και η έντονη παρουσία του οργανωμένου εγκλήματος έχουν προκαλέσει βαθύτατο κλονισμό στην εμπιστοσύνη των πολιτών. Η κοινωνία αντιλαμβάνεται ότι η Αστυνομία δεν είναι σε θέση να προστατεύσει τους πολίτες, ενώ τα περιστατικά αστυνομικής βίας, που πολλές φορές δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς, ενισχύουν την πεποίθηση ότι η ΕΛ.ΑΣ. λειτουργεί πέρα από τα όρια του νόμου.
Διαφθορά και Έλλειψη Αξιοπιστίας
Ένα επιπλέον στοιχείο που επιβαρύνει την εικόνα της Αστυνομίας είναι η διαφθορά. Οι πολίτες πιστεύουν ότι τα κρούσματα διαφθοράς στα Σώματα Ασφαλείας είναι πολλά και σοβαρά, με την ΕΛ.ΑΣ. να βρίσκεται στο επίκεντρο των καταγγελιών. Η κατάσταση αυτή υπονομεύει την αξιοπιστία της Αστυνομίας και ενισχύει την αίσθηση ότι οι αστυνομικοί δεν είναι αφοσιωμένοι στην επιβολή του νόμου, αλλά χρησιμοποιούν τη θέση τους για προσωπικό όφελος.
Η Απομάκρυνση της Κοινωνίας από την Αστυνομία
Η αίσθηση της ανασφάλειας και η κρίση εμπιστοσύνης προς την Αστυνομία δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των επιχειρησιακών αποτυχιών της τελευταίας πενταετίας. Είναι επίσης αποτέλεσμα της απομάκρυνσης της Αστυνομίας από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η ΕΛ.ΑΣ. δεν έχει καταφέρει να προσαρμοστεί στις κοινωνικές αλλαγές και στις νέες προκλήσεις, ενώ οι καινοτόμες λύσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη λειτουργία της παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτες. Το γεγονός ότι μόλις το 18% των πολιτών θεωρεί ότι η Αστυνομία εφαρμόζει καινοτομίες δείχνει την αδυναμία της να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας.
Η πελατειακή σχέση
Η ανασφάλεια των πολιτών απέναντι στην Ελληνική Αστυνομία είναι απολύτως δικαιολογημένη. Τα στοιχεία της τελευταίας πενταετίας καταδεικνύουν μια συνεχή πτώση της εμπιστοσύνης, που οφείλεται σε σοβαρές επιχειρησιακές αποτυχίες, αστυνομική βία, διαφθορά και αδυναμία προσαρμογής στις σύγχρονες ανάγκες. Η απόσταση μεταξύ Αστυνομίας και κοινωνικού συνόλου μεγαλώνει επικίνδυνα, απειλώντας την κοινωνική συνοχή και καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για ριζική μεταρρύθμιση της αστυνόμευσης στη χώρα.
Αυτά όλα οι πολιτικοί τα γνωρίζουν ακόμα πιο ξεκάθαρα. Οι βουλευτές και τα κόμματα που έχουν την μεγαλύτερη συγκέντρωση ψήφων από την Αστυνομία και τα σώματα Ασφαλείας, είναι γνωστοί εδώ και δεκαετίες. Ο Θάνος Πλεύρης, φαίνεται να λειτουργεί σαν να έχει “κληρονομικό καθήκον” την υπεράσπιση τους όταν αυτοί βρίσκονται υπό αμφισβήτηση – όπως αυτό τον καιρό. Ήταν άλλωστε συνήγορος και των κατηγορούμενων αστυνομικών στην δίκη για την δολοφονια του Ζακ Κωστόπουλου, μέχρι που αναγκάστηκε να αποχωρήσει λόγω ασυμβίβαστου όταν υπουργοποιήθηκε. Το γεγονός λοιπόν πως, μετά από μια μακριά περίοδο “σιωπής” μετά την απομάκρυνση του από το υπουργείο Υγείας, αφού δεν ανέλαβε καμία κυβερνητική θέση μετά τις εκλογές του 2023, βρήκε θέση στην επικαιρότητα αυτές τις μέρες, δεν μπορεί κανείς να το δει ως “σύμπτωση”. Ειδικά μετά από τόσες φορές και τόσους διαφορετικούς “λαγούς” που έχουμε δει να διευκολύνουν την κυβέρνηση, όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Ακόμα κι αν χρειάζεται να τσαλαπατήσουν το Σύνταγμα…