Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια ακολουθώ τον Στέφανο στο Instagram. Είναι αρκετά. Όπως αρκετές είναι και οι φορές που έχω στείλει σε φίλους μου τις δημοσιεύσεις του, με σκοπό να τους πείσω να ταξιδέψουμε στους προορισμούς που ο ίδιος αναρτά. Το όνομα του είναι λογικό να μη σου λέει τίποτα, το @stef_greece όμως μάλλον σου λέει πολλά. Είναι ο άνθρωπος που μας ταξιδεύει σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, στα πιο απομακρυσμένα χωριά, στα πιο ειδυλλιακά τοπία. Κάπου θα έχει πάρει το μάτι σου τη σπουδαία δουλειά που κάνει. Είναι, επίσης, ο άνθρωπος που έγινε viral το 2022, όταν το βίντεο του από τη Φλώρινα – το παραμυθένιο χιονισμένο τοπίο- ταξίδεψε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Ο Στέφανος είναι αυτή η ευγενική φυσιογνωμία που έχει να μοιραστεί πολλές ιστορίες. Ένας αέναος ταξιδευτής που όσο τον βαστούν τα πόδια του, δεν θα σταματήσει να κάνει αυτό που αγαπά. Κι αν έχει να πει ιστορίες από τα ταξίδια του, η δική του είναι εξίσου ενδιαφέρουσα.
«Είμαι ο Στέφανος. Έχω μεγαλώσει στο Λουξεμβούργο και ήρθα στην Αθήνα στα 18 μου, για να σπουδάσω και να ζήσω, όπως είχαν κάνει τα μεγαλύτερα αδέρφια μου. Ήθελα να ζήσω στην Ελλάδα ως φοιτητής, να δω την ωραία και excitement φοιτητική ζωή της Ελλάδας, αλλά και να ταξιδέψω ώστε να την μάθω καλύτερα. Πιο πριν είχα μόνο εικόνες από καλοκαίρια και Πάσχα, που ερχόμασταν οικογενειακώς. Οπότε κάπως παντρεύτηκε όλο αυτό που κάνω. Ξεκίνησε όταν ο ένας από τους αδερφούς μου μού έδωσε μια κάμερα. Οπότε λέω ‘οκ, κάμερα, ξεκινάω να κάνω και ταξίδια’. Τότε, το 2012, ο ίδιος αδερφός μου είπε ότι υπάρχει μια εφαρμογή που λέγεται Instagram. Ανέβαζαν φαγητά με άθλια φίλτρα. Οπότε σκέφτηκα, ‘οκ, χρησιμοποιώ το ινσταγκραμ για να ανεβάζω φωτογραφίες από τα ταξίδια μου, έχω την κάμερα και ας δούμε πώς θα πάει.
«Άρχισε να μου αρέσει όλο και περισσότερο, γιατί από ένα σημείο και έπειτα χρησιμοποιούσα το Instagram σαν ένα εργαλείο ώστε να δείχνω τις ομορφιές της Ελλάδας και να μοιράζομαι τις εμπειρίες από τα ταξίδια μου. Τότε η ελληνική κοινότητα στην εφαρμογή ήταν πολύ μικρή, δηλαδή όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Μετά μεγάλωσε, και από το 2016 όλο αυτό απέκτησε μια πιο επαγγελματική και σοβαρή υπόσταση. Ξεκίνησαν οι πρώτες συνεργασίες και αποφάσισα κι εγώ να το πάω περισσότερο προς τον τουρισμό και να βάλω μέσα ξενοδοχεία, φορείς τουρισμού κτλ. Επειδή το κυνηγούσα (και το κυνηγάω με τον ίδιο ρυθμό), όλο αυτό μου έδινε νέα πράγματα. Το κίνητρο ήταν, είναι και θα είναι να βγαίνω εκεί έξω, να ταξιδεύω, να ανακαλύπτω τα πιο απομακρυσμένα χωριά».
Στην Καβάλα είχα μείνει σε ένα Airbnb και είχα κοιμηθεί σε παιδικό δωμάτιο που πάνω από το κρεβάτι είχε εικόνα του Χριστού, του ΠΑΟΚ και του Βέρτη. Αυτό κι όμως είναι αυθεντικό.
«Όσο προχωρά ο καιρός και ταξιδεύω πιο πολύ και γνωρίζω κόσμο, ο στόχος είναι να γνωρίσω την Ελλάδα όσο το έχουν κάνει λίγοι. Δηλαδή να ταξιδέψω σε κάθε γωνιά της, στα πιο απομακρυσμένα χωριά είτε μιλάμε για νησί, είτε για πεδιάδες, είτε για ορεινά, και να ενώσω ένα παζλ στο μυαλό μου του τι τελικά είναι ο Έλληνας. Γιατί εντάξει, ωραία τα τοπία, ωραία τα δάση, αλλά αυτό που πάντα τα συνδέει και δίνει μια υπόσταση σε ένα μέρος, είναι ο άνθρωπος. Οπότε, πάντα το επίκεντρο είναι ο άνθρωπος και πλέον τα ταξίδια μου είναι πιο ανθρωποκεντρικά».
«Αν πας σε ένα μέρος και δεν κάτσεις με τον ντόπιο να σου πει ιστορίες, δεν θα μάθεις πραγματικά που πήγες. Κι αυτό που βλέπω είναι ότι από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη και την Κέρκυρα μέχρι το Καστελλόριζο, οι Έλληνες έχουμε πολλά χαρακτηριστικά, πολλά καλά και πολλά άσχημα. Ένα άσχημο είναι ότι δεν θα νοιαστούμε τόσο πολύ για τον διπλανό μας ή κάτι που γίνεται 10 χιλιόμετρα πιο πέρα, νομίζουμε ότι δεν μας αφορά και ότι είναι πρόβλημα ενός άλλου, μέχρι να γίνει δικό μας. Ένα καλό χαρακτηριστικό που με κάνει να νιώθω σπίτι μου όπου και να πηγαίνω στην Ελλάδα είναι αυτό το αθάνατο ελληνικό πνεύμα, που ακόμα δεν έχω καταφέρει με λέξεις να το οριοθετήσω και να το αποσαφηνίσω, αλλά είναι το αίσθημα του να φτάνεις σε ένα μέρος και να νιώθεις ότι είναι όλοι γύρω σου είναι φίλοι. Όπου και να πας υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι και υπάρχουν φήμες για όλους».
«Η Ελλάδα είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση χώρας. Είναι μια μικρή χώρα και ταυτόχρονα τα εμπεριέχει όλα, σαν ένας μικρόκοσμος όλου του πλανήτη. Για παράδειγμα, έχουμε ορεινά χωριά και έχουμε χωριά σε νησιά. Το πώς ζει ο ένας στο μεν μέρος και ο πως ο άλλος στο δε, είναι μέρα με τη νύχτα. Πάρε έναν Ηπειρώτη που ζει ας πούμε στα Βλαχοχώρια της Πίνδου, που έχει μάθει σε σκληροτράχηλη ζωή. Τα ρούχα που φοράνε εκεί είναι βαριά και οι χοροί τους συρτοί -βήματα μικρά, τα πόδια δεν σηκώνονται ψηλά. Σε αντίθεση με τα νησιά -ήλιος, φως, γλέντια, χαρές, οι χοροί τους είναι πηδηματάκια, πιο πρόσχαροι, πιο γρήγορος ρυθμός. Είναι εντελώς άλλη ζωή. Ακόμα και οι προφορές. Στην Ήπειρο δεν ανοίγουν πολύ το στόμα λόγω κρύου, άρα τρώνε τα φωνήεντα. Στα νησιά είναι σαν φωνακλάδες. Εμένα αυτή η διαφορά με εξιτάρει πολύ».
Ωραία τα τοπία, ωραία τα δάση, αλλά αυτό που πάντα τα συνδέει και δίνει μια υπόσταση σε ένα μέρος, είναι ο άνθρωπος. Οπότε, πάντα το επίκεντρο είναι ο άνθρωπος και πλέον τα ταξίδια μου είναι πιο ανθρωποκεντρικά».
«Με τα χρόνια έχει αλλάξει το πώς βλέπω τα ταξίδια και το πώς προβάλλω έναν προορισμό. Πλέον νιώθω όλο και περισσότερη ευθύνη, γιατί ξέρω ότι μέσα από τη δουλειά μου επηρεάζω κόσμο για να ταξιδέψει κάπου. Όταν μου στέλνουν μηνύματα -που είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου- που ταξιδέψαν εκεί γιατί το είδαν από εμένα, που μπορεί να είναι από άλλη χώρα και να αφιερώσουν την άδεια τους για να πάνε κάπου που εγώ είπα, είναι μεγάλη ευθύνη. Εμπιστεύονται έναν άγνωστο μέσα από μια πλατφόρμα, απλά επειδή είδε ωραία μέρη. Είμαι ειλικρινής στον τρόπο που προβάλλω ένα μέρος».
Οι χειμερινοί προορισμοί, που είναι τόσο όμορφοι, δεν έχουν τόση ζήτηση στην Ελλάδα όσο τα νησιά. Αυτό γιατί συμβαίνει πιστεύεις;
Από τη μία είναι πολυπαραγοντικός ο λόγος, από την άλλη είναι και απλός. Η πιο απλή απάντηση που είναι κοντά στην αλήθεια, είναι ότι ως χώρα έχουμε βασίσει το μοντέλο του τουρισμού μας στον καλοκαιρινό τουρισμό. Δηλαδή, τον ήλιο την θάλασσα και τα νησιά. Προφανώς είναι ακραία ευλογημένο μέρος με τα νησιά και είναι και για όλα τα γούστα. Ο Έλληνας θα έλεγα ότι σε γενικές γραμμές δεν γνωρίζει την Ελλάδα, γιατί άμα του πεις ‘πες μου έναν χειμερινό προορισμό’ θα σου πει 5-6 γνωστά μέρη, ενώ υπάρχουν χιλιάδες ορεινά πανέμορφα χωριά με ιστορία, με λαογραφικά μουσεία, όπως στην ορεινή Ναυπακτία.
Το ίδιο και σε κάθε περιφέρεια. Ειδικά η περιφέρεια Αττικής Μακεδονίας που ανήκει η Φλώρινα, είναι η τελευταία στον τουρισμό. Εγώ βλέπω ένα τεράστιο ποτένσιαλ σε αυτό έχοντας δει την περιοχή, όχι για να δημιουργηθούν πεντάστερα ξενοδοχεία και να φτιάξουμε αεροδρόμιο και να φέρουμε τουρίστες, αλλά πιο πολύ να αναδειχθεί η περιοχή μέσω του φυσικού πλούτου και της απίστευτης ιστορίας που έχει.
Άλλος λόγος που έχουν αναπτυχθεί τα νησιά, είναι επειδή στον βόρειο Ευρωπαίο που είναι το μεγαλύτερο market μας, πουλάει η θάλασσα γιατί έχουν δικά τους βουνά. Εδώ και δύο χρόνια χαίρομαι πάντως που έχει ξεκινήσει μια συνείδηση του υπάρχει και άλλη Ελλάδα έξω που αξίζει να την εξερευνήσουμε.
Ο τουρισμός πρέπει να λειτουργεί ως ένα εργαλείο για τους ντόπιους, να το αξιοποιούν και να βελτιώνουν τη ζωή τους. Αντίθετα, έχει καταντήσει να είναι ‘βρήκαμε την ευκαιρία να πιάσουμε την καλή, να φτιάξουμε Airbnb και δεν μας νοιάζει στο τέλος αν δεν υπάρχει σπίτι για τον δάσκαλο, για τον γιατρό και τον φοιτητή’.
Είναι ωραίο να γίνεσαι φίλους με τους ντόπιους και να ξαναγυρνάς σε αυτούς.
Η καμπάνια για την Σέριφο γιατί «έπιασε» τόσο πολύ;
Δεν θα πάρω το full credit γι’αυτό. Προφανώς ήταν ένα κύμα που θα μας έπληττε έτσι κι αλλιώς. Κάναμε μία γρήγορα συντονισμένη καμπάνια στο γιατί η Σέριφος ήταν ένας ασφαλής προορισμός εν μέσω κορωνοϊού. Φυσικά έπαιξε ρόλο και η εύκολη πρόσβαση από την Αθήνα. Ήταν και ένα τεστ για τις υποδομές του νησιού, που οριακά αντέχουν η αλήθεια είναι.
Οι δυσκολίες στην επαρχία είναι προβλήματα που την κρατάνε πίσω;
Ναι, γιατί μιλάμε για βασικά θέματα υποδομών. Ας πούμε η Φλώρινα δεν έχει πρόσβαση με την Εγνατία Οδό, που για μένα είναι το κορυφαίο έργο σε αυτοκινητόδρομο στα Βαλκάνια. Έχει ενώσει ένα σωρό πόλεις και έχει μηδενίσει αποστάσεις, αλλά δεν έχει επεκταθεί μέχρι την Φλώρινα. Δεν έχει επίσης ούτε τηλεθέρμανση, όπως η Κοζάνη και η Πτολεμαϊδα. Ένα τρένο είχε κι αυτό δεν πάει πλέον. Οπότε τι τους έχει μείνει; Ένας δρόμος, ο επαρχιακός.
Που οι επαρχιακοί έχουν και τα πιο πολλά προβλήματα. Από την άλλη, σπάνια βλέπω κάπου οι ντόπιοι να οργανώνονται και να βάζουν μπροστά τα συμφέροντα τους, συλλογικά, ώστε να διεκδικήσουν πράγματα. Αυτό γενικά μας κρατάει πίσω. Γιατί δεν γίνεται να πηγαίνεις σε μέρη που έχουν μεγάλες προοπτικές αναπτύξεις και να παραπονιούνται για πράγματα λογικά, αλλά να μην έχουν κάνει τίποτα. Περιμένουν από κάποιον άλλον να βγει μπροστά, για να ακολουθήσουν.
Ισχύει όμως η νοοτροπία ότι «έχω διεκδικήσει πολύ με τον χ, ψ τρόπο, δεν τα έχω καταφέρει, οπότε το παρατάω»;
Υπάρχουν μεμονωμένα παραδείγματα. Πιστεύω πλέον κάθε περιοχή στην Ελλάδα έχει προοπτικές αναπτύξεις στον τουρισμό και σου υπογράφω ότι αυτή τη στιγμή ένας Γάλλος, ένας Γερμανός, γκουγκλάρει αγρόκτημα σε ένα ορεινό ξεχασμένο χωριό στην Ελλάδα. Παράδειγμα στην Κρήτη, ημιορεινό χωριό του νομού Λασιθίου με φοβερή αρχιτεκτονική, ντόπιος θέλει να τα ξαναφτιάξει βάζοντας κουφώματα καινούρια και έρχεται ο ξένος και λέει ‘άστο όπως είναι, θέλω να το διατηρήσω’ και το αγοράζει ο ξένος για να το σώσει.
Από την άλλη, ο Νίκος Γεωργούλης στη Χίο, έχει καταφέρει να αναβιώσει ένα ολόκληρο χωριό. Το χωριό Πιτυός έχει μεγάλο πλούτο σε πολιτισμικό επίπεδο, οπότε αναβίωσε ένα παλιό ελαιοτριβείο και το έκανε μουσειακό χώρο. Έβαλε όλους τους κατοίκους ώστε να το προωθήσουν και να το προβάλουν ο καθένας με το δικό του τρόπο. Έλεγε δηλαδή ότι κάθε τόσο κάνει έναν διαγωνισμό για την πιο ωραία πρόσοψη σπιτιού, με έπαθλο τα 500 ευρώ. Και ξαφνικά όλοι βάφουν, βάζουν γλάστρες, σκουπίζουν. Δηλαδή, αν τους βάλεις ένα κίνητρο τότε ασχολούνται όλοι.
Ο ίδιος άνθρωπος έχει αναβιώσει μια άλλη περιοχή και έχει φτιάξει ένα θεματικό πάρκο ψυχαγωγίας, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στο πιο ανεξερεύνητο σημείο της Χίου που είναι τα βορειοδυτικά. Γενικά οι Χιώτες, για να το πω λαϊκά, είναι οικονομικά άνετοι και ο τουρισμός είναι κάτι που τώρα ανακαλύπτουν, γι’αυτό και τον Μάιο ανοίγει το πρώτο πεντάστερο του νησιού. Ένα πεντάστερο καλό είναι για να δημιουργήσει μια αρχή, το αεροδρόμιο εκσυγχρονίζεται, οπότε η Χίος μπαίνει σε ένα δρόμο. Θεωρώ ότι το έχουν πιάσει σωστά, ώστε να έχουν ένα σχέδιο για να μη γίνει όπως η Ρόδος. Για μένα η Ρόδος είναι παράδειγμα κακού μαζικού τουρισμού, με μεγαθήρια ξενοδοχεία που είναι άψυχα και πουλάνε το μοντέρνο. Τύπου έλα εδώ να σε κλείσω μέσα στα όρια του ξενοδοχείου – εδώ θα τρως, εδώ θα κάνεις μπάνιο στην πισίνα-, απόλαυσε τον greek sun και μετά σπίτι σου. Ευτυχώς φθίνει σε ενδιαφέρον και ο κόσμος αρχίζει να έχει την ανάγκη να εξερευνήσει.
Έγινες viral με μία ανάρτηση από τη Φλώρινα, που την είδαμε πραγματικά παντού. Τι σκέφτηκες εκείνη την ώρα; Σηκώνω κάμερα και πατάω το κλικ ή θέλω να το αποτυπώσω στο μυαλό μου; Οκ, την σήκωσες την κάμερα, απλά η πρώτη σκέψη ποια ήταν;
Χαίρομαι που το λες έτσι γιατί υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση πως ο φωτογράφος ποτέ δεν απολαμβάνει ένα τοπίο. Πρέπει να σηκώσει την κάμερα και έτσι χάνει τη στιγμή. Αυτό δεν ισχύει, γιατί είσαι εκεί οπότε προφανώς απολαμβάνεις τη στιγμή, από την άλλη μετά που θα γυρίσεις σπίτι, ο τρόπος για να αναβιώσεις το ταξίδι είναι να ανοίξεις το άλμπουμ φωτογραφιών και να σου έρθουν πάλι οι σκέψεις, οι μυρωδιές, τα συναισθήματα.
Εννοείται ήμουν παρών όταν οδηγούσα σε αυτό το δρόμο με τις οξιές. Η οξιά που έδωσε αυτό το παραμυθένιο, κρατάει τον πάγο μέχρι. Και ήμουν με τον κολλητό μου και μόλις το είδα του λέω ‘λίγο όμορφα, ε; Κάτσε να βγάλω ένα βίντεο’. Και απλά άνοιξα παράθυρο, έβγαλα κινητό έξω και το έβαλα να τραβάει. Κοιτούσα γύρω και έλεγα ‘ουάου’.
Αλήθεια, το τράβηξες με κινητό;
Ναι, κι όμως. Στο content creation δεν χρειάζεσαι τις σούπερ απίστευτες κάμερες, αν και αναλόγως τι θέλεις να τραβήξεις. Γι’αυτό το βίντεο, όμως, χρειάστηκε απλά ένα κινητό. Ούτε καν φίλτρο. Είναι φοβερό πως ένα βίντεο 11 δευτερολέπτων, τραβηγμένο με το προηγούμενο κινητό μου, έκανε τέτοιο χαμό. Γι’αυτό σίγουρα παίζουν πολλοί παράγοντες.
Αρχικά το ότι παρουσιάζει μια εικόνα που ούτε ο Έλληνας, πόσο μάλλον ο ξένος, δεν ξέρει για την Ελλάδα. Του δείχνεις κάτι εντελώς αντιφατικό. Να, το ελληνικό μπλε και το λευκό. Ουρανός και χιόνι. Κάποιος άλλος έχει συνηθίσει να σκέφτεται ως ελληνικό μπλε και λευκό, τα νησιά. Αντιστράφηκε το μοντέλο, οπότε στον ξένο αυτό ‘χτύπησε’. Δεν το πίστευαν στην αρχή και ακόμα δεν το πιστεύουν. Λένε παιδιά αυτό είναι Ελβετία, έχω πάει. Ή Φινλανδία. Χαίρομαι που σκέφτονται έτσι, γιατί εγώ ξέρω πολύ καλά που είναι.
Έπαιξε φυσικά και το timing ρόλο, γιατι ήταν μέσα Ιανουαρίου. Είναι η εποχή που στα social media τα μεγάλα accounts ψάχνουν το content. Οπότε τους έδωσα φρέσκο ωραίο content. Αυτό που με χαροποίησε επίσης είναι ότι το βίντεο έπαιξε και εκτός Instagram. Το πρόβαλλαν στο NBC, στο ABC, στο Reuters, στο CNN. Το πόσταρε μέχρι και ο Jacquemus και έγραψε: «Θα ήθελα να κάνω ένα σόου εκεί».
Στη Φλώρινα το είδαν;
Το είδαν ναι. Πριν κάτι ημέρες που ήμουν εκεί, πάλι μου είπαν: «Είσαι ο Στεφ, είδα το βίντεο». Ακόμα παίζει πολύ και χαίρομαι πολύ γιατί το ακούς από τους απλούς ανθρώπους.
Το ταξίδι για μένα είναι ένα βιβλίο και μετά αν με ρωτήσεις πως πέρασες, θα ανοίξω το βιβλίο και θα αρχίσω να σου λέω ιστορίες. Είναι σαν να φτιάχνω σελίδες. Κάθε ταξίδι είναι ένα μικρό βιβλίο.
Έχεις μια καλή ιστορία από ντόπιο;
Πάρα πολλές. Θα σου πω μια φοβερή ιστορία, η οποία δεν είναι τόσο fun, όσο σοκαριστική και διδακτική. Έχω πάει στην Κάρπαθο δύο φορές, ένα νησί που έχει μεγάλο βάθος πολιτισμικά και γεωγραφικά, οπότε νιώθεις σαν να είσαι σε άλλη χώρα. Μάλιστα, οι ίδιοι οι Καρπάθιοι έχουν τρεις λέξεις για τους ξένους: Όταν λέει ένας Καρπάθιος ότι είσαι ξένος, εννοεί ότι είσαι από το απέναντι χωριό. Όταν λέει απόξενος, είσαι από άλλο νησί ή από μέρος της Ελλάδας και όταν λέει παντόξενος, είναι από άλλη χώρα. Οπότε έχει πλάκα στην Κάρπαθο όταν πηγαίνεις και σου πιάνουν κουβέντα και σε ρωτάνε από που είσαι και λες από Αθήνα, σου λένε «ναι, αλλά από που είσαι». Δεν δέχονται ότι δεν είσαι από ένα μέρος, ότι δεν έχεις από πίσω ένα story.
Ήταν μια σκληρή κοινωνία και η μοιχεία ήταν κάτι που δεν συγχωρούνταν. Όταν μια γυναίκα διέπραττε μοιχεία κι αυτό μαθαινόταν, η κοινωνία ολόκληρη την εξοστράκιζε σε μια περιοχή που λέγεται Ασία, στην Κάρπαθο. Ασία γιατί μάλλον το είχαν ως μια μακρινή περιοχή, απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη. Όντως είναι μια περιοχή που είναι πάνω από το βουνό και πιάνει πολύ συχνά σύννεφο. Όταν λοιπόν ήμουν Κάρπαθο την πρώτη φορά, έμαθα ότι εκεί ζούσε μια κυρία μόνη της, η οποία είναι το παιδί μιας μοιχείας. Αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν με πολύ ειδικό τρόπο, δεν γνωρίζουν τον πατέρας τους και τους μαθαίνουν ότι ο μπαμπάς τους είναι Θεός. Αυτή η κυρία ζει ακόμα και είναι 87 ετών. Λέγεται κυρά Αρχοντούλα. Είναι σαν αστικός μύθος, οι Καρπάθιοι δεν αναφέρονται σε εκείνη και πολλοί δεν ξέρουν.
Ο ντόπιος που μας μίλησε για εκείνη μας είπε ότι θα σας ακούσει, θα βγει έξω από το σπίτι της, θα σας κοιτάξει κι αν σας συμπαθήσει θα σας προσφέρει μπαγιάτικο ψωμί και τυρί. Οπότε πήγαμε εκεί με τον κολλητό μου, είδαμε ένα αυτοσχέδιο σπίτι που δεν είχε πόρτα. Ήταν ένα σκυλάκι, που το έλεγε αστραπή, απέξω που γάβγισε, οπότε εκείνη μας αντιλήφθηκε. Βγαίνει έξω, μας κοιτάζει, με τη στολή τη παραδοσιακή. Με ένα βλέμμα που έκρυβε κακουχία, πόνο, αλλά και περηφάνεια. Και αρχίζει να μας μιλάει με Καρπάθια προφορά. Μόλις έσπασε ο πάγος, μας είπε: «Μισό λεπτό να σας φέρω ψωμί και τυρί». Και όντως το έκανε. Θέλω να ελπίζω ότι ζει και είναι καλά.
Υπάρχει ένα τοπίο που το είδες και δεν το έβγαλες;
Θα σου πω ένα ενδιαφέρον fact. Από το ταξίδι που μόλις γύρισα, δεν είχα πάρει κάμερα μαζί μου. Το ότι δεν είχα κάμερα, ήταν για μένα μια ευκαιρία να μην τη σηκώσω για κάτι. Δεν σημαίνει ότι είναι βάρος εννοείται και ότι το βλέπω σαν δουλειά, απλά καλό είναι να σπας λίγο τη μονοτονία.
Είσαι solo traveller;
Όχι, δεν θα μπορούσα. Για μένα ένα τεράστιο κομμάτι ενός ταξιδιού είναι να μοιράζεσαι αυτό που κάνεις και ειδικά με άτομα που ξέρεις ότι θα το εκτιμήσουν και μετά θα συζητάτε για το ταξίδι.
Το ταξίδι τι είναι για σένα;
Θα αναφερθώ σε μία φράση που είχα διαβάσει πριν χρόνια και όσο ταξιδεύω με εκφράζει όλο και περισσότερο. Είχε πει ένας συγγραφέας, που ήταν περιηγητής, ότι «το ταξίδι σε αφήνει άφωνο και μετά εσύ το μετατρέπεις σε ένα storyteller». Οπότε το ταξίδι για μένα είναι ένα βιβλίο και μετά αν με ρωτήσεις πως πέρασες, θα ανοίξω το βιβλίο και θα αρχίσω να σου λέω ιστορίες. Είναι σαν να φτιάχνω σελίδες. Κάθε ταξίδι είναι ένα μικρό βιβλίο.
Το επόμενο ταξίδι σου που θα είναι;
Θα είναι στο Ζαγόρι, όπου θα έχει μέσα πεζοπορία και επαφή με τη φύση. Αλλά θέλω να δω νέα πράγματα αυτή τη φορά, θέλω να πάω πιο ψηλά, στα Μαστοροχώρια. Είναι το χωριό τον μαστόρων των Ηπειρωτών, που ήταν τεχνίτες της πέτρας. Για μένα είναι αχαρτογράφητα βουνά. Είναι ένα γκρουπ χωριών και θέλω να μπουν στο ραντάρ μου.
Υπάρχει ένα μέρος που το αγαπάς περισσότερο;
Θα πω τον Όλυμπο. Πάντα θα βγάζει το δέος. Είναι ωραίο κάθε φορά να σε υποβάλλει ο μύθος και να έχεις φτιάξει εσύ ένα δικό σου μύθο γύρω από αυτό. Ότι εδώ ήταν το βουνό τον Θεών και ότι βλέπεις το πρόσωπο του Δία πάνω στον βράχο και ένα σωρό μύθοι. Μ’αρέσει κάθε φορά να το ξαναζώ. Ανεβαίνοντας στην πιο ψηλή κορυφή της Ελλάδας, κοιτάζεις γύρω και ό,τι βλέπεις είναι πιο πολύ από σένα. Και η Αρκαδία είναι ένα μέρος που λατρεύω. Μου βγάζει κάτι το μυστήριο, το μαγικό, το βουκολικό. Η λέξη Αρκαδία ήταν ένας ποιητικός όρος και περιέγραφε μια ουτοπία. Και εκεί υπάρχουν ένα σωρό μύθοι με τον Μαίναλο, με τον Θεό Πάνα. Οπότε τα έχεις όλα στο μυαλό σου όταν πηγαίνω και ανθυποβάλλομαι.