Με τον Άντι Μάρεϊ μπορούσες πάντα να ταυτιστείς. Όχι προφανώς επειδή ήταν εύκολα όσα κατάφερε, πέτυχε – πώς να τολμήσεις να ισχυριστείς κάτι τέτοιο για το top level ενός αθλήματος όπως το τένις; Απλά ήταν πάντα πιο γήινος, πιο ανθρώπινος και προσιτός από τους (σαν) εξωγήινους Ρότζερ Φέντερερ, Ραφαέλ Ναδάλ και Νόβακ Τζόκοβιτς. Στην πραγματικότητα, σε ξεγελούσε πως ήταν «ένας από μας». Μην θολώνει η οικεία του φιγούρα τη ματιά μας: Μιλάμε επίσης για έναν της αφρόκρεμας, του «μια στο τόσο». Έναν γίγαντα του αθλήματος.

Αυτή ήταν η δική του σούπερ δύναμη. Υπήρξαν καλύτεροι και πιο στιλάτοι παίκτες στον καιρό του. Όμως ο Άντι Μάρεϊ σε έπειθε πως εσύ και αυτός είστε από το ίδιο υλικό, πως αυτόν πρέπει να ξελαρυγγιαστείς για να υποστηρίξεις. Και το κυριότερο, συνέβαινε εντελώς φυσικά.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, στο Παρίσι, ήταν το τελευταίο τουρνουά στην καριέρα του 37χρονου Σκοτσέζου τενίστα. Ο τρόπος που ανακοίνωσε το τέλος είναι legendary. Ο (φοβερός αυτός) τύπος κατάφερε σε ελάχιστες λέξεις να δείξει ακριβώς πόσο ξεχωριστός είναι, πόσο διαφορετικός από τον μέσο όρο:

«Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν μου άρεσε καν το τένις» έγραψε στο Χ (Twitter). Χιούμορ, αυτοσαρκασμός. Το ίδιο και στο αλλαγμένο πλέον bio του. Από «παίζω τένις» σε «έπαιζα τένις». Δεν εκφράζεσαι έτσι, τόσο cool και άνετα, αν δεν έχεις λυμένα τα ψυχολογικά σου. Αν δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, αν δεν είσαι «ΟΚ» με το «μέσα» σου.

Για κάποιον που δεν του άρεσε το τένις, ο Άντι Μάρεϊ σαν καλά να τα κατάφερε...

Με 2 χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου (2012) και του Ρίο ντε Τζανέιρο (2016), με 3 Γκραν Σλαμ και δεκάδες ακόμα τίτλους σε ATP, ο Άντι Μάρεϊ υπήρξε πρότυπο συνέπειας και σταθερότητας. Αποτέλεσμα μιας καριέρας που εκτείνεται συνολικά σε 1.001 παιχνίδια (739 νίκες) ενώ υπήρξε Νο1 στην παγκόσμια κατάταξη για 41 εβδομάδες.

Άντι Μάρεϊ: Το ταξίδι προς την ωριμότητα

Δεν του ήταν πάντα όλα απλά στο να αποδεχτεί ποιος είναι και τι θέλει. Αλλά μπόρεσε να το μετατρέψει σε δημιουργικότητα. Δεν έκρυβε τα συναισθήματά του όταν έπαιζε. Κι αυτό ήταν μέρος του μαγνητισμού που εξέπεμπε. Κι ας δημιούργησε αυτό, αναπόδραστα, και haters. Όταν είσαι έντονος, γεννάς αντιδράσεις. Καλές ή κακές. Σίγουρα δεν περνάς αδιάφορος.

Ο Άντι Μάρεϊ ποτέ δεν φοβήθηκε να πει αυτό που πιστεύει. Με αυτό το φλεγματικό χιούμορ που έδειξε και στο «αντίο» του στα κορτ. Όλη αυτήν την παραφιλολογία που συχνά ταϊζουν τα media ποτέ δεν την πήρε και πολύ στα σοβαρά, ποτέ δεν άφησε να του δηλητηριάσει τη σκέψη.

Άλλοι στη θέση του θα είχαν κάνει, πει χειρότερα. Κουβάλησε επί μακρόν το βάρος ενός ασφυκτικά πιεστικού περιβάλλοντος όπως αυτό του βρετανικού μικρόκοσμου του τένις (κάνε την αντιστοιχία με το ποδοσφαιρικό τους εθνικό σύμπλεγμα, το ίδιο πράγμα είναι), είχε την ατυχία να πρέπει να ανταγωνιστεί τους Φέντερερ, Ναδάλ και Τζόκοβιτς. Αυτός ήταν απλώς ένας θνητός. Ένας πολύ καλός θνητός, αλλά και πάλι. Πολεμούσε με τα (ιερά) τέρατα. Πόσο δίκαιο να είναι κάτι τέτοιο;

Τα δάκρυα των αποτυχιών που αναπόφευκτα ήρθαν στην πορεία των χρόνων, κατάφερε σταδιακά να τα κάνει να στεγνώσουν. Αποδέχτηκε τον εαυτό του, τα όρια του. Περιόρισε τα ξεσπάσματά του, έγινε πιο ορθολογικός. Ωρίμασε, με μια λέξη.

Τα θαυμαστά των έργων του

Το πρώτο του χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο του έφερε την εσωτερική ειρήνη. Δεν είναι τυχαίο πως ένα μήνα μετά το θρίαμβο στο Λονδίνο, κατέκτησε το US Open και ότι αμέσως μετά ήρθε το μεγαλύτερο των θαυμαστών έργων του: Τερμάτισε την 77ετή αναμονή των Βρετανών για να κερδίσει δικός τους το Γουίμπλεντον. Ο Άντι Μάρεϊ αυτή τη στιγμή, αναμενόμενα και φυσιολογικά, ξεχωρίζει ως το προσωπικό του best of στο τένις.

Ακολούθησε ακόμα ένα Γουίμπλεντον, ακόμα ένα χρυσό σε Ολυμπιακούς (ήταν και σημαιοφόρος της Μεγάλης Βρετανίας στο Ρίο), το Davis Cup, το No1 στο world ranking, σάρωσε διαδοχικές χρονιές στις ψηφοφορίες για τις αγαπημένες αθλητικές προσωπικότητες της χρονιάς στο Νησί. Ο Σκοτσέζος τενίστας βρήκε την ευκαιρία, μέσα από αυτό ακριβώς το νέο του status, να μιλήσει για κοινωνικά ζητήματα, να τα βάλει με τις διακρίσεις κάθε είδους. Χρησιμοποίησε δηλαδή με σοφία και για να κάνει καλό τη δύναμη που είχε. Έγινε leader με το παράδειγμα.

Οι τραυματισμοί του χάλασαν τα τελευταία χρόνια ως αθλητής, πάνε κοντά 7 χρόνια που παιδεύεται με σοβαρά προβλήματα, ως και με τεχνητό ισχύο έπαιζε επί μακρόν, μένοντας κατά καιρούς και για αρκετό διάστημα εκτός. Όλοι περίμεναν πως θα σταματήσει το 2019, πως ήταν αδύνατο να επιστρέψει. Τους διέψευσε.

Το ότι κατάφερε μάλιστα πριν από λίγους μήνες και έγινε Νο36 στο ranking ήταν ένα τεράστιο come back, μια ακόμα απόδειξη του ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος αθλητής – όχι ότι χρειαζόταν βέβαια πλεόν κάποια επιβεβαίωση. Για τον εαυτό του το έκανε, γιατί ήθελε ένα καλό φινάλε. Το βρήκε στο Παρίσι. Με τους δικούς του όρους, όπως είπε. Υπήρξαν σίγουρα καλύτεροι τενίστες από τον Άντι Μάρεϊ. Αλλά λίγοι αγαπήθηκαν τόσο. Και αγάπησαν τόσο την κάθε στιγμή τους στα κορτ, το παιχνίδι, την αλληλεπίδραση. Πού να του… άρεσε κιόλας το τένις δηλαδή!