Μας άφησε μια τεράστια προίκα, κι όμως ο χαμός της Τζένης Μαστοράκη μας κάνει φτωχότερους. Η ποιήτρια και μεταφράστρια πέθανε στα 75 της, στις 30 Ιουλίου του 2024. Το έργο της, όμως, σημαντικό και ουσιώδες παραμένει μαζί μας, πολύτιμο και λυτρωτικό. Έκανε την παρθενική της εμφάνιση στην «Ποιητική Aντι-Aνθολογία» του Δημήτρη Iατρόπουλου (1971), με την πρωτόλεια συλλογή «Το συναξάρι της Αγίας Νιότης»Θα πρέπει να ευχαριστούμε για αυτό τον Γιάννη Ρίτσο και τη Νανά Καλιανέση που την πρόσεξαν, τον Κέδρο που έγινε το «σπίτι» της. Ήταν μόλις 23 τότε, απόφοιτος της Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Έναν χρόνο αργότερα, το 1972, θα συστηνόταν στο κοινό με τα Διόδια.

Ο Δούρειος Ίππος τότε είπε
Όχι, δεν θα δεχτώ δημοσιογράφους,
Κι είπαν γιατί, κι είπε
Πώς δεν ήξερε τίποτε για το φονικό.
Κι ύστερα, εκείνος
έτρωγε πάντα ελαφρά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα παρκ.
Διόδια, 1972

Παράλληλα με την ποίηση ξεκινά τις μεταφράσεις, ένα ακόμη πεδίο στο οποίο θα διαπρέψει. Η μετάφρασή της του Φύλακα στη Σίκαλη, του εμβληματικού έργου του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ.

«Ήμουν είκοσι οκτώ χρόνων το 1977 που τον μετέφρασα, ορμητικά, μέσα σε 3-4 μήνες, με μετρημένα λεξικά, με απελπισμένο ψάξιμο, με ανεπαρκείς πληροφορίες, με μια γραφομηχανή που χάλαγε τον κόσμο. Και τότε είχα φοβηθεί πολύ: τον Χόλντεν και τον Σάλιντζερ και την επιτυχία που ακολούθησε» περιγράφει χρόνια αργότερα στον δημοσιογράφο Γρηγόρη Μπέκο, για το Βήμα.

Ταυτόχρονα με τον Φύλακα τυπώνεται και η δεύτερη ποιητική της συλλογή, Το Σόι. Ο όγκος της δουλειάς αυξάνεται γεωμετρικά καθώς μεταφράζει μεταξύ άλλων Θερβάντες, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλερ, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Χάρολντ Πίντερ, Άγκνες Χέλερ.

Στα μεσοδιαστήματα βρίσκει έμπνευση και χρόνο για να εκδώσει άλλες δύο συλλογές: Ιστορίες για τα βαθιά (1983), Μ’ ένα στεφάνι φως (1989).

Κάτι όμως τη βασανίζει και όταν θα νιώσει έτοιμη θα αναμετρηθεί και πάλι μαζί του: Είναι η μετάφραση του Φύλακα. Θα πιάσει το έργο και πάλι από την αρχή, 37 χρόνια μετά την πρώτη αναμέτρηση, για μια δεύτερη μετάφραση, της οποίας ο νέος τίτλος είναι Στη Σίκαλη, στα Στάχια, ο Πιάστης.

«Είχα την ευτυχία να μεταφράσω ένα πολυαγαπημένο μου βιβλίο. Αυτό και η δύναμή του έκαναν τη μετάφραση (σχεδόν ερήμην μου) “σουξέ”. Η δεύτερη απόπειρα ήταν ένας πολύ δικός μου λογαριασμός. Τον άνοιξα με δισταγμούς και δεν το είπα ούτε στην κόρη μου- μόνο, αργότερα, στον Γιώργο Βαμβαλή (σ.σ.: ο εκδότης). Και, ναι, φοβάμαι πάλι. Τον Σάλιντζερ, τον Χόλντεν, όλους σας» εκμυστηρεύεται στον Μπέκο.

Ταυτόχρονα γινόταν σύζυγος, μητέρα, γιαγιά. «Η μητρότητα είναι ό, τι πιο σπουδαίο μού δόθηκε στη ζωή» παραδέχεται σε συνέντευξή της στην Ιωάννα Μπλάτσου το 2014, για την Καθημερινή. Ζει στην Κυψέλη, καλός της φίλος είναι ο Λευτέρης Βογιατζής με τον οποίον συνεργάζονται σε θεατρικές παραστάσεις. Εκείνος ήθελε να γράψουν μια επιθεώρηση, εκείνη του έλεγε πως δεν ξέρει να γράφει επιθεώρηση.


Ακολουθούν τέσσερα ποιήματά της.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ    

Oι μεγάλοι

κουβαλούν πάντα μέσα τους

το παιδί που υπήρξαν

στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο

το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν

έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.

Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους

τους Βαρβάρους του Καβάφη

και μια παλιά φυματίωση.

Τις μέρες τους

καταχωρισμένες σε δελτία τροφίμων.

Ένα καρφί στον τοίχο

μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή

– τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν

με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.

Όνειρα συνοικιακά

σα μια μοτοσυκλέτα με καρότσα

για πολυμελείς οικογένειες.

Εμείς

κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας

τους μεγάλους.

Τζένη Μαστοράκη, Διόδια, Κέδρος, 1972

Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ

Τα βράδια κάνω επικίνδυνες δουλειές.

Δένω μεγάλους σπάγκους

από παράθυρο σε παράθυρο

και κρεμάω παράνομες εφημερίδες.

Τί τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει.

Μας τα ’παν κι άλλοι, σου λένε.

Κι έπειτα, έχει κάμποσες να τραγουδήσουν

τη χαρά της μητρότητας.

Η κόρη μου γεννήθηκε

σαν όλα τα παιδιά.

Καταπώς φαίνεται,

θα κάνει και γερά ποδάρια,

να τρέχει γρήγορα στις διαδηλώσεις.

Τζένη Μαστοράκη, Το σόι, Κέδρος, 1978

ΟΙ ΒΟΥΤΗΧΤΕΣ

Τα «πάρεξ να σε ιδώ, καλέ μου», τα κρυφομιλήματα, μέσ’ από

δύσκολους καιρούς σωσμένα λόγια των εξορκισμών, τις σιγανές

πατημασιές, τα ποιήματα, απόπειρες αγνοουμένων προ πολλού,

να τ’ ανασύρεις όλα απ’ τα βαθιά, από μεγάλα σκότη, ανέπαφα, απ’

τις σιωπές ερειπωμένων μητροπόλεων, την άλωση, τη θεομηνία, τη

ρομφαία: όπως τροπαιοφόρος βουτηχτής βαραίνει στ’ άπατα, ή

ευπατρίδες πελεκάν την ώρια κόρη, κι ο πιο καλύτερος τής παίρνει

το κεφάλι.Για να γυρνάς, και να ’ρχεσαι, και να μιλάς, λόγια σπουδαίων

ειδυλλίων που ήταν μια φορά, ίχνη λαμπρών καρατομήσεων, τα «σε

φιλώ», αχ πόσο σε φιλώ, το δήγμα επίχρυσο, επιτέλους, απ’ το χρόνο.

Τζένη Μαστοράκη, Ιστορίες για τα βαθιά, Κέδρος, 1983

ΔΕ ΛΕΙΠΕΙ ΤΩΡΑ, ΠΑΡΕΞ ΝΑ ΧΑΛΑΣΕΙ

Εδώ, στον τόπο της σφαγής ξανά, στα ίχνη των πυκνών

ερώτων πάλι, κι ας λαχταρούσαν να χαθούν, ταξιδευτές,

σε πόλεις και τερπνές υπαίθρους.

Οι καταβάσεις ψέμα, οι διαδρομές, πώς λιγοστέψαν

οι διαδρομές, ο αέρας τόσο σπάνιος, η ακινησία,

δρόμος κανείς, στα όρη στα βουνά, ούτε φυγή,

μονάχα θεία πνιγμονή—

κολυμπητές στης άμμου τα βαθιά, όπως τυφλό,

σε αρτηρία τυφλή

ουρλιάζει το αίμα

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος, 1989