Γράφει η Χριστίνα Θεοδωροπούλου
Ήμουν 14 χρονών και ήταν Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα, τις 15 αυτές μέρες είμασταν σπίτι με τη μαμά και τον μικρό αδερφό μου. Η μαμά μου είναι καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας και είχαμε κοινά breaks. Εκείνα τα Χριστούγεννα λοιπόν, παίζαμε με τη μαμά στον καναπέ και μία άτσαλη κίνηση του αδερφού την βρήκε στο στήθος.
Πόνεσε εκείνη την ώρα και ανακάλυψε τον μικρό όγκο που είχε. Μέχρι τότε δεν θυμάμαι να το είχαμε συζητήσει ποτέ σαν ενδεχόμενο τον καρκίνο του μαστού. Εκείνη όμως έδρασε άμεσα, αστραπιαία. Πήγε στον γιατρό, αντιλήφθηκε το πόσο σημαντικό ήταν και δεν περίμενε ούτε λεπτό. Έκανε αφαίρεση του όγκου και μαστεκτομή κατά το ήμισυ, χωρίς να έχει ως δεδομένο ότι είναι κακοήθης.
Την ίδια στιγμή που συνέβαινε όλο αυτό, ο μπαμπάς ήταν κλινήρης λόγω της μέσης του και μέχρι που η μαμά τελικά βγήκε από το χειρουργείο και έμαθε ότι τελικά καλώς έπραξε και προχώρησε σε αυτό, καθώς ήταν κακοήθης, εκείνος δεν ήξερε τίποτα. Εμείς πήγαμε βόλτα στη θεία και μείναμε εκεί για ένα βράδυ. Αυτό ήξερε ο μπαμπάς (βόλεψε και ο καιρός, αφού εκείνη τη μέρα χιόνισε και το σπίτι της θείας ήταν αποκλεισμένο στα Β.Π.), ως την ώρα που τελικά η μαμά μου βγήκε από το νοσοκομείο.
Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να σου πω το χρονικό από την επέμβαση και έπειτα. Εδώ θέλω να μιλήσω για το πώς εγώ, ως έφηβη, αντιλήφθηκα τότε τον καρκίνο του μαστού. Μου μίλησε ήρεμα η μαμά μου, χωρίς να ταραχτεί, χωρίς συναισθηματισμούς και δράματα, τα οποία θα περίμενε κανείς. Ήταν αποφασισμένη να ζήσει και όπως εγώ, νομίζω και εκείνη πιο πολύ φοβήθηκε εκ των υστέρων. Εκείνες τις μέρες τις θυμάμαι γλυκόπικρα. Δεν θυμάμαι πανικό και κλάματα. Θυμάμαι την μαμά μου να λούζεται και να χάνει τα μαλλιά της με μένα δίπλα της. «Χριστίνα, θα σε πείραζε να χάσω τα μαλλιά μου και να φορέσω περούκα;» Τη ρώτησα γιατί, μου εξήγησε λέγοντάς μου ότι μειώνει τις πιθανότητες να ξαναρρωστήσει και έτσι είπα ότι δεν είχα πρόβλημα. Για την ακρίβεια, νομίζω ότι μου φαινόταν απόλυτα φυσικό. Είναι σαν απόρροια φαρμάκου που δεν μπορείς να αποφύγεις και μπροστά στην υγεία τι σημασία έχουν τα μαλλιά;
Ήταν αποφασισμένη να ζήσει και όπως εγώ, νομίζω και εκείνη πιο πολύ φοβήθηκε εκ των υστέρων. Εκείνες τις μέρες τις θυμάμαι γλυκόπικρα. Δεν θυμάμαι πανικό και κλάματα. Θυμάμαι την μαμά μου να λούζεται και να χάνει τα μαλλιά της με μένα δίπλα της.
Βέβαια, τώρα αν με ρωτάς δεν ξέρω αν θα αντιδρούσα το ίδιο τώρα. Τότε καμία ενσυναίσθηση δεν έδειξα. Το αντιμετώπισα ωμά, ενστικτωδώς θα έλεγα. Τώρα, που υποτίθεται ξέρω θα είχε ένα σωρό ερωτήσεις, θα στενοχωριόμουν, όχι όμως αντιρρήσεις. Έτσι, ο καρκίνος μπήκε στο σπίτι μας από την πίσω πόρτα και χάρη στη μαμά μου έφυγε ήσυχος από εκεί που ήρθε.
Για λίγους μήνες απλά άλλαξε ελαφρώς η καθημερινότητά μας σαν οικογένεια κάποιες μέρες. Οι περούκες της μαμάς σχεδόν με ενθουσίασαν. Είχε πάρει και μία επιπλέον για τις Απόκριες -τις λατρεύεις τις μεταμφιέσεις. Δεν φοβήθηκα καθόλου, είχα τη μαμά μου, όπως την ήθελα. Μετά τις χημείες μόνο κοιμόταν για μερικές ώρες με ένα μαντήλι στο κεφάλι και έτρωγε πορτοκάλια μετά. Την επόμενη μέρα ήταν όλα στη θέση τους και η μαμά μου με τα κουράγια της όλα, χαμογελαστή.
Θα μπορούσα να πω, ότι εκείνη το αντιμετώπισε σαν μία σοβαρή γρίπη. Τίποτα περισσότερα, τίποτα λιγότερο. Έτσι το έζησα και εγώ. Για να είμαι ειλικρινής, έχω στο νου μου από την περίοδο εκείνη στιγμές όμορφες. Όταν τα μαλλιά της άρχιζαν να ξαναβγαίνουν, πήγαμε μαζί κομμωτήριο. Την είδα πιο όμορφη. Ήταν πιο μοντέρνα και ήταν εκεί για μένα, όπως πάντα.
Δεν την είδα να κλαίει, δεν την είδα να παραπονιέται ούτε να αναρωτιέται το κλασσικό «γιατί σε μένα;». Και έτσι πέρασαν τα χρόνια και οι εξετάσεις έβγαιναν καλές και ο κίνδυνος ξεπεράστηκε και το μόνο που έμεινε είναι η μνήμη και η κούραση στο δίχως αδένες δεξί χέρι της. Στήθος δεν έβαλε ποτέ. Η τομή είναι εκεί ακόμα και παρ’όλα αυτά, όλα τα χρόνια που πέρασαν και την έβλεπα δεν ένιωσα λύπη ή θυμό ή φόβο.
Η μέρα που ξέσπασα και κατάλαβα τι σήμαινε όλο αυτό για τη μαμά μου δεν έχει να κάνει καθόλου με την ιστορία αυτή καθ’ εαυτή. Ήταν μία μέρα, περίπου στα 25 μου, έβλεπα το “The Fault in Our Stars”, η οποία πραγματεύεται μία εφηβική σχέση που ανθίσει σε ένα support group καρκινοπαθών. ΄Έκλαψα πάρα πολύ με την ταινία, αλλά αυτό δεν είναι περίεργο για μένα που πλαντάζω με το παραμικρό. Κατάλαβα αμέσως όμως, ότι αυτή τη φορά κλαίω ετεροχρονισμένα από φόβο υποβόσκοντα, από τύψεις που δεν προσπάθησα να συναισθανθώ τη μαμά μου, από θυμό, από φόβο μήπως μου συμβεί, μήπως της ξανασυμβεί.
Ο ψυχισμός είναι ένα κύκλωμα πολύπλοκο σίγουρα αλλά με μνήμη που σε αιφνιδιάζει. Στο τέλος, πάντα βρίσκει τρόπο ο οργανισμός να θρηνήσει, να βιώσει τον κεκαλυμμένο πόνο, να ξεσπάσει. Ο δικός μου, υπομονετικός οργανισμός, το έκανε 10 σχεδόν χρόνια μετά. Όταν ήταν έτοιμος να διαχειριστεί συναισθήματα, όταν είχε όλες τις πληροφορίες για να το διαχειριστεί σωστά. Και το οφείλω στη μαμά μου. Γιατί πότε δεν με τρόμαξε, πότε δεν με άφησε να πονέσω ή να ανησυχήσω για εκείνη, αλλά μου έμαθε να εκφράζω τα συναισθήματά μου, μου επέτρεψε να στενοχωριέμαι και μου έδωσε τα εφόδια για να το διαχειρίζομαι. Και είναι αξιοθαύμαστη η δύναμή της για μία τέτοια αντιμετώπιση, αλλά και η επιλογή της να δουλέψει με αυτό τον τρόπο τη σχέση μαμάς με κόρη στη εφηβεία και τον καρκίνο να παραμονεύει.
Γιατί πότε δεν με τρόμαξε, πότε δεν με άφησε να πονέσω ή να ανησυχήσω για εκείνη, αλλά μου έμαθε να εκφράζω τα συναισθήματά μου, μου επέτρεψε να στενοχωριέμαι και μου έδωσε τα εφόδια για να το διαχειρίζομαι
Τελικά, ο πόνος δεν είναι κάτι που μπορείς να αποφύγεις. Οι διεργασίες τους οργανισμού, αργά ή γρήγορα θα λειτουργήσουν και το ζητούμενο είναι όλο αυτό να σου αφήσει κάτι καλό. Μία έγνοια παραπάνω για την υγεία σου, τυπικότητα στις προληπτικές εξετάσεις σου, κατανόηση στο μεγαλείο και την ψυχή της γυναίκας που καταφέρνει να πάει έναν περίπατο με τον καρκίνο και ευγενικά να τον ξεφορτωθεί.
Γιατί όλα αυτά; Γιατί να τα πω; Γιατί όχι; Η δική μου εμπειρία μπορεί να είναι αφορμή για κάποιον άλλον, να δει θετικά μια αντίστοιχη δική του εμπειρία. Ίσως και μία βοήθεια για κάποιον να ξεσπάσει, να απαλλαχτεί από ένα αόρατο φορτίο συναισθηματικό ή να πει ένα ευχαριστώ στη μαμά του, στη γυναίκα, τη φίλη ή την κόρη του που είναι δυνατές για εκείνες και για όλους.