Η κουβέντα για τη θέση της κωμωδίας στην ελληνική τηλεόραση θα μπορούσε να ήταν αυτό το κλασικό πια gιf με τον Τζον Τραβόλτα από το Pulp Fiction που απορημένος κοιτάζει αριστερά-δεξιά σε έναν άδειο χώρο. Μα πού πήγε η τηλεοπτική κωμωδία; Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο, αλλά μετρά πάνω από δεκαετία. Κι αν η ούτως ή άλλως πενιχρή τηλεοπτική παραγωγή ελληνικής μυθοπλασίας κατά τα προηγούμενα χρόνια έδινε μια εύλογη εξήγηση (πού να βρεις την κωμωδία όταν δεν γυρίζονται σειρές;), την τελευταία τετραετία στη διάρκεια της οποίας υπήρξε αναγέννηση των ελληνικών σειρών η ποσοτική κυριαρχία των δραματικών σειρών είναι αδιαμφισβήτητη, ενώ και οι τηλεθεάσεις δείχνουν τη σαφή προτίμηση του κοινό προς το συγκεκριμένο είδος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ανάμεσα στις 7 σειρές που περιμένουμε περισσότερο την προσεχή τηλεοπτική σεζόν δεν βρίσκεται κάποια κωμική. Αυτό δεν έχει να κάνει με το περιεχόμενο ή την ποιότητα των κωμικών σειρών, αλλά με το γεγονός ότι και τα ίδια τα κανάλια προωθούν τις δραματικές σειρές ως ακρογωνιαίους λίθους του προγραμματισμού τους.
«Νομίζω πως η πτώση (σε επίπεδο τηλεθέασης άρα και παραγωγής ή πλουραλισμού) της κωμικής σειράς, με τον τρόπο που την ξέρουμε, είναι πολυσύνθετη. Είμαι από αυτούς που συνδέουν άρρηκτα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας με την καλλιτεχνική δημιουργία», σημειώνει ο Αλέξανδρος Χαντζής σκηνοθέτης του «Μαίρη Μαίρη Μαίρη» (Mega), της σειράς που σηματοδότησε την τηλεοπτική επιστροφή μετά από δύο δεκαετίες των Ρέππα-Παπαθανασίου με νέο υλικό. Για τον ίδιο, τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας «δημιουργούν ανθρώπους περισσότερο φοβισμένους, λιγότερο χαρούμενους που νιώθουν ασφαλείς μόνο σε μια καθημερινότητα που όλα πάνε άσχημα». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θεωρεί ότι «χρειάζεται θάρρος και μεγάλη ικανότητα για να κάνεις τον άλλον να γελάσει μέσω της τηλεόρασης». Για τα κανάλια αυτή η διαδικασία εμπεριέχει μεγάλο επιχειρηματικό ρίσκο πλέον. «Και τα κανάλια φοβούνται το ρίσκο», σχολιάζει.
Ένας άλλος δημιουργός, ο Θανάσης Αγγελόπουλος, σκηνοθέτης του «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» (Alpha), μιας κωμικής σειράς που αποτελεί την εξαίρεση των όσων γράφουμε παραπάνω (λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν ότι αποτελεί μεταφορά ξένου φορμά), καθώς ετοιμάζεται για την 11η σεζόν της, παραδέχεται ότι συγκεκριμένα είδη, όπως το δράμα, έχουν δημιουργήσει «μόδα» και ότι δεν ξέρουμε «πότε θα κορεστεί το ενδιαφέρον του κοινού». Ωστόσο, πιστεύει στη διαχρονική δύναμη της κωμωδίας καθώς «είναι πάντα μέσα στις κορυφαίες επιλογές ενός θεατή, παρά τις τάσεις που δημιουργούνται ανά περιόδους». Οι μετρήσεις επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά του, όπως και το γεγονός ότι ο θάνατος της της Βουλιτσας (Ελένη Κοκκίδου), μιας πολύ δημοφιλούς ηρωίδας, η οποία πρωταγωνιστούσε από τον πρώτο κύκλο της «Μουρμούρας», ήταν ένα από θέματα που συζητήθηκαν πολύ στα κοινωνικά δίκτυα.
Από την σκοπιά του σεναριογράφου, ο Θέμης Γκυρτής είναι πιο απαισιόδοξος. Θεωρεί ότι «είναι σχεδόν ανέφικτό» να δούμε, τουλάχιστον στην ελεύθερη τηλεόραση, μια σύγχρονη κωμωδία που να συνδέεται ουσιαστικά με τον σημερινό τηλεθεατή. Την περασμένη σεζόν υπέγραψε το σενάριο της κωμικής σειράς «Στα 4» (πρωταγωνιστεί η Γεωργία Καλτσή) που είναι διαθέσιμη στη streaming πλατφόρμα Ant1+. Μάλιστα για τον ίδιο η συνθήκη της πλατφόρμας ήταν ευεργετική τόσο ως προς το χρόνο που είχε στη διάθεσή του για να δουλέψει τα σενάρια όσο και ως προς την ελευθερία στο γράψιμο. «Μόνο και μόνο το γεγονός ότι είχα την ευκαιρία να προτείνω μια κωμωδία για την αναπηρία, που λέγεται «Στα 4» και είχε στο εξώφυλλο έναν ανάπηρο να κάνει κωλοδάχτυλο, λέει πολλά», σημειώνει.
Μιλήσαμε με τους τρεις δημιουργούς για το status της κωμωδίας στο τρέχον τηλεοπτικό περιβάλλον, τη συνάφειά τους με αυτά που πραγματικά απασχολούν τους νέους ανθρώπους σήμερα, αλλά και τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: μήπως οι ελληνικές κωμωδίες δεν είναι και τόσο αστείες;
Θανάσης Αγγελόπουλος: «Η ‘‘Μουρμούρα’’ σε κάθε επεισόδιο οφείλει να δικαιώνει τις προσδοκίες που η ίδια έχει δημιουργήσει εδώ και 10 χρόνια»
Πόσο εύκολο είναι να κάνεις κωμωδία σήμερα στην ελληνική δεδομένου ότι οι τηλεθεατές δείχνουν σαφή προτίμηση σε άλλα είδη μυθοπλασίας;
Οι προτιμήσεις του κοινού δεν κάνουν ευκολότερο ή δυσκολότερο το δημιουργικό μας έργο, με την έννοια ότι υπάρχει χώρος για όλα τα είδη. Η κωμωδία ανέκαθεν ήταν η βαλβίδα αποσυμπίεσης του κοινού, ειδικά σε περιόδους δύσκολες, και θα φέρω ως παράδειγμα την άνθησή της στο κλασικό Hollywood μετά το Κραχ. Είναι το είδος που πάντα θα στραφεί το κοινό για να χαλαρώσει, να αποσυμπιεστεί, να δει έναν αντικατοπτρισμό του εαυτού του μέσα από το πρίσμα του χιούμορ, της σάτυρας ή της υπερβολής. Ο κόσμος πάντα θα την αναζητά, ασχέτως αν κατά περιόδους τείνει να «καταναλώσει» άλλα είδη. Επίσης, υπάρχει μια «τάση» που δημιουργείται από τις πλατφόρμες προς κάποια είδη (πχ crime, αστυνομικό κλπ) και οδηγεί και τους καθ’ ημάς δημιουργούς να στραφούν προς τα εκεί από την στιγμή που παρατηρείται ενδιαφέρον και ζήτηση. Αυτό το ενδιαφέρον είναι πρόσφατο, δεν ξέρουμε πότε θα κορεστεί. Θεωρώ πάντως ότι η κωμωδία είναι πάντα μέσα στις κορυφαίες επιλογές ενός θεατή, παρά τις τάσεις που δημιουργούνται ανά περιόδους.
Στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής TV οι κωμικές σειρές ήταν ναυαρχίδες του προγράμματος. Πλέον δεν ισχύει αυτό. Έχεις κάποια εξήγηση;
Θα έλεγα ότι αυτό ίσως αφορά στον τρόπο που γίνονταν τα έργα παλιότερα. Υπήρξε πλούτος συγγραφικού ταλέντου, για παράδειγμα, στα 90s που σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ιδιωτικής τηλεόρασης βρέθηκε χώρος να ανθίσει σαν ένα άτυπο είδος συνέχειας των κωμωδιών του παλιού κινηματογραφικού στουντιακού μας συστήματος. Παράλληλα, υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ελευθερία από τα κανάλια στους δημιουργούς, καμία λογοκρισία, κανένα είδος politically correctness που πια τοποθετεί το δημιουργικό έργο σε ένα πλαίσιο με ένα (ας το πούμε) χαλινάρι. Ατάκες και χαρακτήρες από σειρές όπως «οι Μεν και οι Δεν» ή οι «Απαράδεκτοι», για παράδειγμα, σήμερα δεν θα «περνούσαν».
Επίσης, οι συγγραφείς σήμερα τείνουν να καταπιάνονται με θέματα πιο κοινωνικά, στρεφόμενοι σε άλλα είδη. Τέλος, από οικονομικής πλευράς, υπάρχει η ροπή στο να γυρίζονται σειρές καθημερινές. Εκ των πραγμάτων αυτό το format ανέκαθεν «ταίριαζε» σε πιο δραματικές σειρές, με continuity στην πλοκή, πολλούς χαρακτήρες και βραδύκαυστη εξέλιξη ώστε να γεμίσει η αφήγηση.
Κι αυτό για να μιλήσουμε καθαρά για την μυθοπλασία, γιατί μην ξεχνάμε πως πλέον έχουν εγκαθιδρυθεί στο τηλεοπτικό πρόγραμμα και άλλα είδη ψυχαγωγίας, όπως τα reality διαφόρων ειδών.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τη «Μουρμούρα»;
Να διατηρήσει το χιούμορ της και την συνέπεια της. Όταν πρωτοστατείς στο είδος για δέκα χρόνια, έχεις δημιουργήσει προσδοκίες, έχεις θέσει έναν πήχη που σε κάθε επεισόδιο καλείσαι να τον περάσεις. Να διατηρήσεις το χαμόγελο ή το γέλιο στα χείλη του κοινού και φυσικά να το κάνεις να ταυτιστεί με τις περιπέτειες των ηρώων, ακόμα και μετά από 700 επεισόδια. Να μπορεί δηλαδή ο άλλος να βλέπει μια διάθλαση της συντροφικής του καθημερινότητας χωρίς να χάσεις το χιούμορ σου ή το ενδιαφέρον του θεατή σου.
Ατάκες και χαρακτήρες από σειρές όπως «οι Μεν και οι Δεν» ή οι «Απαράδεκτοι», για παράδειγμα, σήμερα δεν θα «περνούσαν».
Θανάσης Αγγελόπουλος
Πώς μπορεί να ανανεώνεται και να μένει συναφής μια σειρά που ετοιμάζεται για την 11η σεζόν της;
Η συνάφεια οφείλεται στην διατήρηση των αισθητικών μοτίβων. Από το χιούμορ και το acting των ηθοποιών μέχρι το γύρισμα και το μοντάζ και φυσικά τον συγγραφικό τρόπο προσέγγισης των ιστοριών. Υπάρχει μια κοινή γραμμή, αυτό που εμείς λέμε «δεν είναι πολύ ‘‘μουρμούρα’’ αυτό» αν κάτι παρεκκλίνει της λογικής και της αισθητικής που ανέφερα.
Η ανανέωση, που πάντα παραμένει ένα στοίχημα, επιτυγχάνεται και από τις ανά περιόδους αλλαγές των ζευγαριών. Είναι ένα format που μπορείς να προσεγγίσεις νέες ιστορίες άλλων ηρώων μετά από κάποια χρόνια. Συν ότι όσο οι άνθρωποι (συ)ζούμε με το ταίρι μας, πάντα θα βρίσκουμε σημείο κοινής αναφοράς σε ένα έργο που παρουσιάζει αυτήν ακριβώς την συνθήκη στον αφηγηματικό πυρήνα του.
Ακόμα, οι πολλές σεζόν –τουλάχιστον για την κωμωδία- ίσως είναι μοτίβο άγνωστο στα καθ’ ημάς, αλλά όχι και στις κωμωδίες του εξωτερικού (βλ. «Φιλαράκια», «Big Bang Theory»).
Προσπαθώντας να αποστασιοποιηθείς όσο το δυνατόν περισσότερο από τη σειρά, σε ποιο βαθμό πιστεύεις ότι είναι συναφής με το σήμερα, με όσα νέοι άνθρωποι συζητούν και νιώθουν;
Θεωρώ ότι η ερώτηση έχει πολλές απαντήσεις, όσες και η μερίδα των θεατών που την ακολουθεί ή δεν την ακολουθεί. Η σειρά έχει 4 ιστορίες σε 4 διαφορετικές τοποθεσίες (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πύργο, Κρήτη) και ηλικιακές ομάδες. Αυτό αυτομάτως σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη γκάμα στο κοινό που ενδεχομένως θα νιώσει οικεία με την εκάστοτε ιστορία. Το ίδιο και με τις ηλικιακές ομάδες. Εννοώ ότι άλλα συζητούν και νιώθουν δυο 25άρηδες στο σπίτι τους, άλλα ένα ζευγάρι που σκέφτεται να αποκτήσει ή μόλις έχει κάνει παιδί, άλλα οι γονείς μας και οι γύρω τους και άλλα ένα ζευγάρι συνταξιούχων. Όπως, άλλα θέματα πρωτοστατούν στις συνήθειες ενός ζευγαριού στην επαρχία και άλλα πιθανώς στις συνήθειες ενός ζευγαριού της μεγαλούπολης.
Υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο διαδίκτυο, και ως προς το χιούμορ και ως προς τη γλώσσα.
Θανάσης Αγγελόπουλος
Ως προς το σκέλος των νέων ανθρώπων, πιστεύω ότι σίγουρα κάποιος που παρακολουθεί την σειρά θα έχει ταυτιστεί με διάφορες από τις «τριβές» των 2 νεαρών ηρώων, ακόμα και αν στα πλαίσια της κωμωδίας αυτές απεικονίζονται με δόσεις υπερβολής.
Η σειρά προσπαθεί να αγγίξει όλη αυτή την βεντάλια ανθρώπων, ίσως να μην τα καταφέρνει πάντα. Αλλά δεδομένης της αγάπης του κόσμου που εξακολουθεί να την τιμά και για αυτό να οδηγείται σε νέα σεζόν, θεωρώ πως ως επί το πλείστον το καταφέρνει.
Πιστεύεις ότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στο χιούμορ με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή στην καθημερινότητά μας -και κυρίως στο internet- με το χιούμορ που βλέπουμε στις ελληνικές σειρές; Και αν είναι έτσι, γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
Ναι, αυτό είναι αληθές. Σχετίζεται λίγο και με την παραπάνω ερώτηση. Θεωρώ πως σε σημαντικό βαθμό είναι άλλο το κοινό του ίντερνετ και άλλο της τηλεόρασης. Υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο διαδίκτυο, και ως προς το χιούμορ και ως προς τη γλώσσα. Και φυσικά είναι άλλο το ηλικιακό (και όχι μόνο) κοινό. Για κάθε είδος και κάθε Μέσο, οφείλεις να γνωρίζεις πού απευθύνεσαι, ποιο είναι το target group και να κινείσαι αναλόγως.
Βέβαια, από την άλλη έχω παρατηρήσει ότι στο twitter, τα hashtags με τίτλους σειρών και live σχολιασμό, έχουν μεγάλη δραστηριότητα προφανώς από νεαρό κοινό που είναι οι χρήστες του εν λόγω μέσου. Άρα σε ένα βαθμό η τηλεόραση απηχεί ακόμα σε σημαντική μερίδα του νεανικού κοινού.
Αλέξανδρος Χαντζής: «Όταν κάνεις κωμωδία στην τηλεόραση, παίζεις σαν outsider»
Πόσο εύκολο είναι να κάνεις κωμωδία σήμερα στην ελληνική τηλεόραση δεδομένου ότι οι τηλεθεατές δείχνουν σαφή προτίμηση σε άλλα είδη μυθοπλασίας;
Στην ουσία είναι το ίδιο εύκολο ή -για να πούμε την αλήθεια- το ίδιο δύσκολο. Αυτό που αλλάζει είναι η απεύθυνση. Τα τελευταία χρόνια, εκτός από εξαιρέσεις, η τηλεθέαση των κωμικών σειρών είναι σαφώς χαμηλότερη έναντι των δραματικών. Αν αυτό το έχεις στο νου σου, τότε είναι όλα πιο εύκολα και σε επηρεάζουν λιγότερο. Ξέρεις, παίζεις λίγο και σαν outsider. Έτσι συνέβη και με την περσινή σεζόν. Το δύσκολο πάντως για μένα, είτε κάνεις κωμωδία είτε όχι, είναι να μην είσαι κάλπης. Ο θεατής, όπως κι εγώ, συνήθως αλλάζει κανάλι όταν αυτό που βλέπει τον κοροϊδεύει ή τον προσβάλει αισθητικά. Δεν εννοώ φυσικά την κοροϊδία με την έννοια του σαρκασμού ή της σάτυρας αλλά με την έννοια της έλλειψη της πρωτότυπης ιδέας, των μη πιστευτών υποθέσεων, του «υπεράνω» σκηνοθέτη/σεναριογράφου, του εύκολου δράματος ή του φτηνού αστείου. Και κάτι τελευταίο. Εν έτει 2023, που οι πλατφόρμες και το streaming ανθούν, ο τηλεθεατής έχει διαθέσιμες έχει πολλές περισσότερες τηλεοπτικές εμπειρίες κατά μέσο όρο. Αυτό από μόνο του μας δυσκολεύει ως σκηνοθέτες σε όλα τα είδη. Κι ευτυχώς που συμβαίνει αυτό γιατί οι απαιτήσεις του κοινού μας κάνουν καλύτερους σκηνοθέτες.
Στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής TV οι κωμικές σειρές ήταν ναυαρχίδες του προγράμματος. Πλέον δεν ισχύει αυτό. Έχεις κάποια εξήγηση;
Πέρα από αυτό που λες, θα συμπληρώσω πως ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως οι δραματικές καθημερινές σειρές έχουν μετακινηθεί στο primetime. Παλιά θα μας φαινόταν τουλάχιστον περίεργο να παίζεται το «Καλημέρα ζωή» ή το «Για μια θέση στον ήλιο» στις 21:00 το βράδυ ή αργότερα. Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν. Νομίζω πως η πτώση (σε επίπεδο τηλεθέασης άρα και παραγωγής ή πλουραλισμού) της κωμικής σειράς, με τον τρόπο που την ξέρουμε, είναι πολυσύνθετη. Είμαι από αυτούς που συνδέουν άρρηκτα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας με την καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν είναι αβάσιμο να πούμε πως τα χρόνια προβλήματά μας -δηλαδή οι απανωτές κρίσεις, οι άνθρωποι που καταρρέουν δίπλα μας, το αίσθημα έλλειψης δικαιοσύνης, η σταδιακή υποβάθμιση της παιδείας, η φτώχια, ο οπαδικός φανατισμός κ.ά.- δημιουργούν ανθρώπους περισσότερο φοβισμένους, λιγότερο χαρούμενους που νιώθουν ασφαλείς μόνο σε μια καθημερινότητα που όλα πάνε άσχημα. Αυτό σε συνδυασμό με το τηλεοπτικό τοπίο που σπέρνει κακής ποιότητας realities, την «εσχατολογία» των περισσότερων δελτίων ειδήσεων, τους καυγάδες και την προβολή της βίας δημιουργούν ένα τόσο ασφυκτικά κλειστό σύστημα που το χαμόγελο είναι μια πραγματική επανάσταση.
Ο θεατής συνήθως αλλάζει κανάλι όταν αυτό που βλέπει τον κοροϊδεύει ή τον προσβάλει αισθητικά.
Αλέξανδρος Χαντζής
Χρειάζεται θάρρος και μεγάλη ικανότητα για να κάνεις τον άλλον να γελάσει μέσω της τηλεόρασης. Περισσότερο από παλιά τουλάχιστον. Είναι ρίσκο. Και τα κανάλια φοβούνται το ρίσκο. Έτσι επενδύουν στην κωμωδία όλο και λιγότερο και αφήνουν το «σπορ» για τις θεατρικές και τις stand-up παραστάσεις, εκεί που η αμεσότητα κερδίζει και επιβραβεύεται.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για το «Μαίρη-Μαίρη-Μαίρη»;
Ο τίτλος. Ξεκάθαρα ο τίτλος. Η αφήγηση μιας ιστορίας με τρεις πρωταγωνίστριες στο τώρα. Δηλαδή να καταφέρουμε να μιλήσουμε για τρεις γυναίκες της Αθήνας το 2023 μέσα από το πρίσμα της κωμωδίας. Αλλά να μιλήσουμε με τη γλώσσα του 2023 κι όχι με τη γλώσσα του 1980. Κι όπου λέω «γλώσσα» δεν εννοώ μόνο το αυστηρό γλωσσικό πλαίσιο αλλά και την εικόνα, την πλανοθεσία, την ερμηνευτική προσέγγιση, την πλαισίωση των πρωταγωνιστριών με άλλους χαρακτήρες κι άλλα. Κι αυτό νομίζω ότι το κατάφεραν πλήρως και το υπηρέτησαν με το εγώ τους οι υπέροχες Νίκη Λάμη, Βάσω Λασκαράκη, Κατερίνα Ζαρίφη κι οι ηθοποιοί γύρω τους. Ελεύθερες, με σωστή θέση, δυναμισμό και πάνω απ’ όλα χιούμορ και αυτοσαρκασμό νομίζω ότι κατάφεραν -κι εμείς μαζί τους- να μιλήσουν για τις ίδιες, διαχρονικές θεματικές με ένα νέο, αυτοσαρκαστικό, κριτικό χιούμορ. Αυτό λοιπόν το πανηγύρι της ζωής αυτών των τριών γυναικών που ερωτεύονται, φλερτάρουν, αντέχουν, υπομένουν, γελάνε, κλαίνε, νευριάζουν, αγαπάνε και ζούνε στον πυρήνα της ζωής κι η αποτύπωσή του ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για όλους νομίζω.
Ήσουν ένας πολύ βασικός κρίκος στην τηλεοπτική επιστροφή των Ρέππα-Παπαθανασίου με νέα κείμενα. Ποιες ισορροπίες κλήθηκες να διατηρήσεις;
Είμαι γεννημένος το 1985, πράγμα που σημαίνει πως μεγάλωσα με τις «Τρεις Χάριτες» και το «Δις Εξαμαρτείν». Παράλληλα έζησα από πολύ κοντά την κινηματογραφική γλωσσική επανάσταση του «Safe Sex» αλλά και τη γενικότερη απενοχοποίηση στην κινηματογραφική αφήγηση που έφερε ο Μιχάλης Ρέππας κι ο Θανάσης Παπαθανασίου με το σινεμά τους (για το κρυφό αριστούργημα που λέγεται «Οξυγόνο» θα μιλήσουμε άλλη φορά). Συνεπώς η γνωριμία μου με αυτό το δίδυμο και η σκηνοθετική δουλειά πάνω στα σενάριά τους είναι όχι μόνο τιμή αλλά και τύχη. Ερχόμενος κυρίως από τον κινηματογραφικό χώρο (με μικρότερη εμπειρία στον τηλεοπτικό) και με μια διαφορετική ματιά για την πραγματικότητα (λόγω ηλικίας) θα πω ότι αυτό που με απασχόλησε από την αρχή ήταν να μην προδώσω την αισθητική των Μιχάλη-Θανάση αλλά παράλληλα να δώσω και δικά μου στοιχεία. Σκηνοθετικά υπάρχει ένα τεράστιο ανεξερεύνητο κομμάτι στην τηλεοπτική κωμωδία στην Ελλάδα. Ειδικά σε αυτό που λέμε visual comedy δηλαδή αστεία που δεν βασίζονται στο κείμενο αλλά στο στήσιμο, στη γλώσσα του σώματος, στο έξυπνο κάδρο, στην αλληλουχία των cuts. Ο λόγος είναι κατά κύριο λόγο ο περιορισμένος χρόνος. Νομίζω ότι κομμάτια αυτής της λογικής, της οποίας είμαι λάτρης, κατάφεραν να τρυπώσουν στο θεατρικό στήσιμο που έχει η τηλεόραση των Μιχάλη-Θανάση. Θέλω να πιστεύω πως η ισορροπία αυτή κρατήθηκε στο απόλυτο.
Προσπαθώντας να αποστασιοποιηθείς όσο το δυνατόν περισσότερο από τη σειρά, σε ποιο βαθμό πιστεύεις ότι είναι συναφής με το σήμερα, με όσα νέοι άνθρωποι συζητούν και νιώθουν;
Έχοντας την άποψη πως ο Θανάσης κι ο Μιχάλης είναι δύο εξαιρετικοί ακούραστοι γραφιάδες που ζουν μέσα στην κοινωνία κι όχι αποστασιοποιημένοι από αυτήν, θα πω σε μεγάλο βαθμό. Θα θέλαμε πολύ, ως θεατές, οι νέοι άνθρωποι να συζητάνε άλλα πράγματα από αυτά που τελικά συζητάνε. Αλλά αυτό δε συμβαίνει. Και συχνά αυτό μας μπερδεύει ή μας θυμώνει. Θέλω να πω πως δυστυχώς το κλισέ πια τηλεοπτικό θέμα «αλλάζω συντρόφους και πέφτω συνεχώς σε λάθος ανθρώπους» ή «δεν έχω χρόνο να δω τον σύντροφό μου» δεν έχει ξεπεραστεί. Είναι ακόμα πληγές ανοιχτές που μας πικραίνουν. Και για ό,τι μας πικραίνει πάντα θα υπάρχει ευτυχώς αυτό το μαγικό φάρμακο που λέγεται κωμωδία να μας παίρνει για κάποια λεπτά αυτό τον πόνο μακριά. Είτε αυτός ο πόνος έχει να κάνει με τον διαχρονικό φόβο της αρρώστιας/θανάτου, είτε με τις σχέσεις μας με τους γονείς και τους γονείς των συντρόφων μας, είτε με τη φράση «τι θα πει ο κόσμος», είτε με την ελευθερία του σεξουαλικού προσανατολισμού, είτε με τα οικονομικά και πάει λέγοντας. Όλα αυτά είναι θέματα που δεν τα έχουμε ξεπεράσει ως κοινωνία. Απλά έχουμε κάνει κάποια βήματα μπρος. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάς πως μια κωμική σειρά συνήθως μιλάει στον μέσο τηλεθεατή. Στην προσωπική μας ζωή, όλοι μα όλοι, εύκολα καταφέρνουμε και κάνουμε μια φούσκα με ανθρώπους που ταιριάζουμε και όλα όσα μας ενοχλούν ή όλα αυτά με τα οποία διαφωνούμε ίσως να ξεχνάμε τελικά πως υπάρχουν. Αυτό είναι μεγάλο κατόρθωμα σε προσωπικό επίπεδο αλλά κρύβει έναν κίνδυνο: να χάσεις τον κόσμο γύρω σου. Κι αν χάσεις τον κόσμο γύρω σου, δεν μπορείς να κάνεις χιούμορ που θα αγγίζει τον μέσο τηλεθεατή.
Πιστεύεις ότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στο χιούμορ με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή στην καθημερινότητά μας -και κυρίως στο internet- με το χιούμορ που βλέπουμε στις ελληνικές σειρές; Και αν είναι έτσι, γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
Μέχρι ένα βαθμό, ναι, υπάρχει απόσταση. Αλλά είναι απόλυτα λογικό. Ζούμε σε μια μεταιχμιακή κατάσταση που ακόμα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν είναι εξοικειωμένο με το internet. Άρα όταν γράφεις μια κωμική σειρά (και φυσικά με την προϋπόθεση πως θες να συμπεριλάβεις ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στη θέασή της) θα πρέπει να κάνεις ένα άνοιγμα και σε αυτούς τους ανθρώπους και να βάλεις ένα χιούμορ κάπως πιο διαχρονικό. Επίσης, η ταχύτητα της καθημερινής διαδικτυακής αστείας ατάκας και ο καπιταλισμός που ενεργεί όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στην ιλιγγιώδη επανάληψη αστείων είναι τρομακτικός κι η τηλεόραση δεν μπορεί καν να τον συλλάβει. Είναι μια μάχη εξ’ ορισμού χαμένη. Ας δούμε τα πράγματα πρακτικά: η συνήθης διαδικασία είναι πως εγώ, ως δημιουργός, θα γράψω φέτος μια σειρά για να παιχτεί του χρόνου. Ήδη θα είμαι ελαφρώς «πίσω». Θα απέχω σχεδόν μια ολόκληρη χρονιά από το χιούμορ της εποχής μου. Κι αυτό, το 2023, φαίνεται πολύ. Όλα αυτά βέβαια εξηγούν ως ένα βαθμό αυτή την απόσταση που λες αλλά δεν τη δικαιολογούν απόλυτα και πάντα.
Αν χάσεις τον κόσμο γύρω σου, δεν μπορείς να κάνεις χιούμορ που θα αγγίζει τον μέσο τηλεθεατή.
Αλέξανδρος Χαντζής
Είναι η πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά σε μεγάλη σειρά μυθοπλασίας στην τηλεόραση. Τι κρατάς;
Η γνωριμία μου με αυτό το θρυλικό συγγραφικό/σκηνοθετικό δίδυμο και η συνεργασία μας είναι φυσικά πάνω απ’ όλα. Είναι αστείο και κάπως συγκινητικό στην πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά να δουλεύεις με δύο ανθρώπους που έχουν επιδράσει όσο λίγοι στο τηλεοπτικό τοπίο. Αν το σκεφτείς, έχουν επηρεάσει το χιούμορ γενιών ολόκληρων. Κι οφείλω να εξομολογηθώ πως η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν, χωρίς να γνωριζόμαστε πριν, ήταν ειλικρινά απεριόριστη. Γενικά οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πάντα αυτές που σε σώζουν και σου δίνουν κουράγιο σε αυτές τις πολύωρες δουλειές. Ένα αστείο πάνω από την καφετιέρα, ένα βλέμμα πριν τη λήψη, ένα σοκολατάκι αφημένο στην καρέκλα σου, ένα επαναλαμβανόμενο σαρδάμ. Όλα βοηθάνε. Η γνωριμία μου με κάποια μέλη του συνεργείου και με ηθοποιούς καθώς κι οι σχέσεις εμπιστοσύνης που χτίσαμε είναι σίγουρα αυτά που κρατάω. Τέλος, οι χρόνοι! Φόρεσα ρολόι χειρός για πρώτη φορά μετά το Δημοτικό, που είχα ένα ρολόι με πολλά κουμπιά και τα πατούσα για να καλέσω τον Kit. Στην τηλεόραση (ειδικά σε μια σειρά 48 επεισοδίων όπως το «Μαίρη Μαίρη Μαίρη») μαθαίνεις να σκέφτεσαι αστραπιαία, να παίρνεις αποφάσεις πιο γρήγορα κι από τη σκιά σου, να είσαι πάντα ψύχραιμος με ό,τι κι αν συμβεί. Η σχέση με τον χρόνο είναι μια σχέση που κρατάς. Έτσι δεν είναι;
Θέμης Γκυρτής: «Η ελληνική τηλεόραση πρέπει να δώσει ευκαιρίες σε νέες, πιο σύγχρονες μορφές κωμωδίας»
Πόσο εύκολο είναι να κάνεις κωμωδία σήμερα στην ελληνική δεδομένου ότι οι τηλεθεατές δείχνουν σαφή προτίμηση σε άλλα είδη μυθοπλασίας;
Νομίζω ότι το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο εύκολο είναι να κάνεις μια σύγχρονη κωμωδία που να συνδέεται ουσιαστικά με τον σημερινό τηλεθεατή. Και για μένα, η απάντηση είναι σχεδόν ανέφικτο, τουλάχιστον στην ελεύθερη τηλεόραση. Κωμωδίες γίνονται -αν και φανερά λιγότερες- αλλά όλες σχεδόν έχουν κάποια κοινά στερεοτυπικά χαρακτηριστικά -μεγάλη διάρκεια, αργό ρυθμό, κυρίως οικογενειακή θεματολογία… Ταυτόχρονα, τα κανάλια ως επιχειρήσεις επενδύουν στο προϊόν που τους αποδίδει καλύτερα (δράματα εποχής, καθημερινά κ.α.) και στην κωμωδία ακολουθούν μια πεπατημένη οδό με τη λογική ότι θα τους βγάλει το περισσότερο δυνατό κέρδος. Όλος αυτός ο συνδυασμός στερεί από τους περισσότερους δημιουργούς την ευκαιρία να παράγουν πραγματικά την κωμωδία που θέλουν και που αντιπροσωπεύει το σήμερα.
Οι περισσότεροι αγάπησαν τις ελληνικές 90s κωμωδίες κυρίως λόγω της δημιουργικής ελευθερίας.
Θέμης Γκυρτής
Στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής TV οι κωμικές σειρές ήταν ναυαρχίδες του προγράμματος. Πλέον δεν ισχύει αυτό. Έχεις κάποια εξήγηση;
Οι περισσότεροι -κι είμαι κι εγώ ένας από αυτούς- αγάπησαν τις ελληνικές 90s κωμωδίες κυρίως λόγω της δημιουργικής ελευθερίας αυτών των σειρών. Οι δημιουργοί τους έγραφαν χωρίς φίλτρο και κατά συνέπεια εξέφραζαν (ακόμα και στις πιο σουρεαλιστικές περιπτώσεις, όπως τα Εγκλήματα) μια αλήθεια και μια φωνή της εποχής τους.
Από την άλλη, θεωρώ ότι τώρα υπάρχει μια αποσύνδεση ελληνικής κωμωδίας και πραγματικότητας. Παγκόσμια η έννοια της κωμωδίας έχει μετατοπιστεί. Ακόμα και τα πιο κλασικά feel-good sitcoms, όπως το Abbott Elementary, έχουν έναν τόνο πλέον πιο ανθρώπινο (και συχνά μέχρι και δραματικό). Παρολ’ αυτά, η ελληνική τηλεόραση επιμένει ακόμα στην κλασική συνταγή ενός ανάλαφρου, αμπαλαρισμένου sitcom για να «περάσει καλά ο κόσμος». Για μένα αυτό είναι προβληματικό, καθώς ο θεατής βλέπει μια επιτηδευμένη «χαρούμενη» κατάσταση που δεν έχει σχέση συχνά με την αλήθεια του. Και γι’ αυτό θεωρώ ότι δεν μπορεί να αγγίξει μαζικά το κοινό.
Η πλατφόρμα streaming προσφέρει δημιουργικά μεγαλύτερες ελευθερίες σε σχέση με την συμβατική TV;
Ξεκάθαρα. Καταρχάς, μόνο και μόνο το γεγονός ότι είχα την ευκαιρία να προτείνω μια κωμωδία για την αναπηρία, που λέγεται «Στα 4» και είχε στο εξώφυλλο έναν ανάπηρο να κάνει κωλοδάχτυλο, λέει πολλά. Έχοντας δουλέψει προηγουμένως σε μια πιο συμβατική τηλεοπτική κωμωδία («Μην αρχίζεις τη μουρμούρα») οι συνθήκες ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Στο «Στα 4» οι ήρωες μπορούσαν να είναι ό,τι θέλουν, να εκφραστούν όπως θέλουν, να μιλήσουν ανοιχτά για το σεξ… Και δεν είναι ότι απλά μπορούσαμε να δείξουμε πχ έναν δονητή, είναι ότι οι ήρωες μπορούσαν να είναι επιτέλους ολοκληρωμένοι άνθρωποι.
Επιπλέον, επειδή οι σειρές στις πλατφόρμες δεν έχουν τόσο αυστηρό πλαίσιο όσο ένα τηλεοπτικό προϊόν (έχουν πολύ λιγότερα επεισόδια, μικρότερες διάρκειες κτλ), όλη αυτή η συνθήκη ανακουφίζει τον δημιουργό από ένα τεχνικό βάρος και του δίνει τη δυνατότητα να γράψει ακόμα πιο ελεύθερα.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισες δραματουργικά «Στα 4»;
Το «Στα 4» είναι στον πυρήνα του η ιστορία μιας ανάπηρης γυναίκας που προσπαθεί να αντιμετωπίσει και να έρθει σε επαφή με το «τραύμα» της. Όταν, λοιπόν, αποφάσισα ως ένας μη ανάπηρος άνδρας να γράψω αυτή τη σειρά, ήξερα εξαρχής ότι αυτή ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση. Να γράψω μια αληθινή ιστορία που εκπροσωπεί όσο το δυνατόν καλύτερα τα βιώματα ενός ανάπηρου ατόμου και όχι το μελοδραματικό στερεότυπο που αναπαράγει συνήθως η μυθοπλασία για την αναπηρία.
Και πάλι, η συνθήκη της πλατφόρμας με βοήθησε πολύ σε αυτό, γιατί είχα περίπου δυο χρόνια να δουλέψω τη σειρά. Έκανα έρευνα, μίλησα με ανθρώπους της ελληνικής αναπηρικής κοινότητας, όταν μπήκαν οι ανάπηροι ηθοποιοί στη σειρά είχαμε χρόνο για πρόβες και για να συζητήσω μαζί τους τα σενάρια… Σε μια συμβατική τηλεοπτική σειρά θα είχα απλά 7-10 μέρες για να γράψω το επεισόδιο.
Γιατί πολλές φορές τα αστεία δεν ακούγονται τόσο αστεία στην τηλεόραση; Είναι θέμα κειμένου; Είναι το μέσο;
Αυτό είναι κάτι που το έχω σκεφτεί -και το έχω βιώσει πολύ συχνά- κι εγώ ο ίδιος. Δεν θεωρώ ότι έχει να κάνει κυρίως με την ποιότητα του αστείου. Φυσικά, ένα αστείο μπορεί να είναι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά έτσι κι αλλιώς συχνά γελάμε και με «κακά» καμένα αστεία. Νομίζω ότι έγκειται πιο πολύ στη διαδικασία που χρησιμοποιεί το μέσο.
Παραδείγματος χάρη, εγώ ως σεναριογράφος, είμαι ο πρώτος που «λέει» το αστείο. Όμως μετά το παίρνει αυτό το αστείο ο σκηνοθέτης, μετά ο ηθοποιός… Συμμετέχουν σε αυτό το αστείο και όλοι οι δημιουργικοί παράγοντες που πλαισιώνουν την κάθε δουλειά. Οπότε για να λειτουργήσει 100%, πρέπει να υπάρχει μια συλλογική κοινή αντίληψη για το τι θέλει να πει ένα αστείο. Κι αυτό σε μια βιομηχανία, σαν την ελληνική τηλεόραση, που τρέχει με πολύ γρήγορους ρυθμούς, δεν υπάρχει χρόνος για να γίνει. Επομένως, για μένα, τα αστεία που λειτουργούν δεν είναι αναγκαστικά τα καλύτερα, αλλά αυτά που έχουν «υπηρετηθεί» σωστότερα από το σύνολο της δουλειάς.
Προσπαθώντας να αποστασιοποιηθείς όσο το δυνατόν περισσότερο από τη σειρά, σε ποιο βαθμό πιστεύεις ότι είναι συναφής με το σήμερα, με όσα νέοι άνθρωποι συζητούν και νιώθουν;
Αν και η θεματική του «Στα 4» είναι θεωρητικά κάπως συγκεκριμένη καθώς αφορά κυρίως την αναπηρία, θεωρώ ότι η γλώσσα και οι αναφορές της σειράς στο σύνολό τους είναι αρκετά σύγχρονες. Ένα μεγάλο κομμάτι του θετικού feedback που έχω πάρει από θεατές -και είναι όλοι νέοι άνθρωποι- έχει να κάνει με το πως οι ίδιοι ακούν επιτέλους ήρωες να μιλούν τη γλώσσα τους και να εκφράζονται για διάφορα θέματα από τα γκομενικά και τα σεξουαλικά ως πιο βαθιά ψυχολογικά ζητήματα. Επίσης, έχοντας πλέον λάβει και τα σχόλια θεατών από την αναπηρική κοινότητα, μπορώ να πω ότι η σειρά είναι σίγουρα αντιπροσωπευτική των βιωμάτων ενός νέου ανάπηρου ανθρώπου στην Ελλάδα.
Πιστεύεις ότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στο χιούμορ με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή στην καθημερινότητά μας -και κυρίως στο internet- με το χιούμορ που βλέπουμε στις ελληνικές σειρές;
Η διαφορά είναι προφανής. Από τη μία έχουμε ένα χιούμορ πιο γρήγορο, πιο ελεύθερο στην έκφραση και στις θεματικές και από την άλλη ένα παραδοσιακό, πιο συντηρητικό χιούμορ με αργό ρυθμό (οι ελληνικές τηλεοπτικές κωμωδίες κρατούν τουλάχιστον 40-45 λεπτά) που εστιάζει συνήθως σε ιστορίες «οικογενειακής τρέλας». Παραδόξως, βέβαια, το ελληνικό ιντερνετικό χιούμορ αντλεί μεγάλο κομμάτι του υλικού του από την ελληνική τηλεόραση των 90s και early 00s κι αυτό δείχνει πόσο και η ίδια η τηλεόραση έχει αλλάξει.
Για μένα, τα αστεία που λειτουργούν δεν είναι αναγκαστικά τα καλύτερα, αλλά αυτά που έχουν «υπηρετηθεί» σωστότερα από το σύνολο της δουλειάς.
Θέμης Γκυρτής
Και αν είναι έτσι, γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
Όπως είπα και πριν, θεωρώ ότι η ελληνική ελεύθερη τηλεόραση εμμένει στο να παράγει κωμωδίες με μια συγκεκριμένη φόρμουλα, που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Με τον περισσότερο κόσμο να «καταναλώνει» κωμωδίες πλέον στο ίντερνετ (από τους Απαράδεκτους στο youtube μέχρι ξένα sitcoms στις πλατφόρμες), η τηλεόραση προσπαθεί να κρατήσει το κοινό που της έχει απομείνει με δοκιμασμένες συνταγές, που καταλήγουν να τις περισσότερες φορές να μην είναι καν σύγχρονες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες κωμωδίες των τελευταίων χρόνων είναι προσαρμογές ξένων formats. Παρολ’ αυτά, πιστεύω ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινού θα επέστρεφε στην τηλεοπτική κωμωδία αν υπήρχε μια πιο φρέσκια προσέγγιση και ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες δημιουργοί με τέτοιες ιδέες. Οπότε, για μένα, αυτό που θα μπορούσε να γεφυρώσει αυτή την απόσταση είναι απλά να δώσει η ελληνική τηλεοπτική βιομηχανία την ευκαιρία σε νέες, πιο σύγχρονες μορφές κωμωδίας.