Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησε, απλώς συνέβη, όπως συνέβη στους περισσότερους: να μετράμε το καλοκαίρι με παγωτά και μπάνια. Σε αντίθεση με τα μπάνια, τα οποία ήταν υπόθεση για το δεύτερο μισό του καλοκαιριού, τα παγωτά κυριαρχούσαν από τις πρώτες κιόλας ζεστές μέρες. Και πώς να μην κυριαρχούσαν, όταν στα μέρη μας είχαμε κάτι που στα μάτια μας έμοιαζε πιο πολύτιμο και από την πιο χρυσαφένια παραλία των Κυκλάδων: τη βιτρίνα στα «Παγωτά δωδώνη», η οποία δεν συγκρινόταν με όσα βρίσκαμε στα ψυγεία των περιπτέρων, διότι, πέρα από την ποιότητα των πρώτων υλών, υπήρχε και η ποικιλία και η πρωτοτυπία των γεύσεων (μέχρι σήμερα θυμάμαι τη σοκολάτα πορτοκάλι).
Προφανώς, δεν είχα προλάβει το εμβληματικό πρώτο γαλακτοπωλείο στην Κυψέλη, το οποίο άνοιξε το 1967, όμως μέχρι μέσα των ’90s η «δωδώνη» είχε ήδη διαγράψει μια άκρως επιτυχημένη πορεία στην ελληνική αγορά: η εταιρεία από το κατάστημα της Κυψέλης είχε μεταφερθεί σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στην Παλλήνη, λειτουργούσαν ήδη τα πρώτα καταστήματα σε μορφή gelateria. Η δική μου πρώτη γνωριμία έγινε σε ένα 17 franchise καταστήματα του δικτύου -και, μάντεψε, ήταν σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι. Όλη η γεύση των καλοκαιριών μας χωρούσε σ’ ένα κυπελλάκι από τη «δωδώνη» και η ανεμελιά του καλοκαιριού γινόταν τόσο τραγανή όσο ένα χωνάκι από τη «δωδώνη».
Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τα καλοκαίρια σου, όμως στη ζωή του καθενός μας υπάρχουν κάποια ορόσημα, που αξίζουν να έχουν γεύση που θα τη θυμάσαι και εκείνη για πάντα.
Καλοκαίρι του ’94. Τα 10 γκολ που δέχθηκε η Εθνική στο Μουντιάλ. Όταν περάσαμε μπροστά με 14-15 κόντρα στην Dream Team II στον ημιτελικό του Τορόντο. Η πρώτη φορά που έκανα μεγάλη βόλτα με το BMX.
Αυτή είναι η σύνοψη του καλοκαιριού ενός ευτυχισμένου 10χρονου. Όμως το καλοκαίρι του ’94 αποδείχθηκε πιο γενναιόδωρο. Στους παραπάνω αριθμούς προστέθηκε το 14 – για τις ίντσες της οθόνης της τηλεοπτικής συσκευής που εμφανίστηκε στο δωμάτιό μου. Ένας μαύρος, βαρύς όγκος με παχιά κρυστάλλινη οθόνη. Εκεί, σε αυτές τις 14 ίντσες, είδα τον Ντιέγκο να σμπαραλιάζει την άμυνα μας στο πρώτο μας παιχνίδι στο Μουντιάλ. Το ματς ήταν απόγευμα και ένα παρφέ σοκολάτα ταίριαζε απόλυτα. Μακάρι να είχα κάνει ευχή να έχω μια μπάλα παρφέ (είτε σοκολάτα είτε κρέμα, δεν χωράνε οπαδικά εδώ) για κάθε γκολ που θα δεχόταν η εθνική. Ήμουν μικρός, δεν γνώριζα.
Εκεί, στην ίδια οθόνη είδα τον σμήναρχο Κάκαλο να φωνάζει «Χλαπάτσα, σιχαμερό ερπετό», ατάκα που αντικειμενικά γράφει διαφορετικά μέσα σου όταν απολαμβάνεις ένα κυπελλάκι με σοκολάτα-βανίλια και μπισκοτάκι -όλοι το ξέρουν αυτό.
Αυτή η τηλεόραση έμελλε να μου κρατήσει συντροφιά για 8 χρόνια. Εκεί, σε αυτές τις 14 ίντσες, στήθηκα ένα ζεστό πρωινό του Αυγούστου για να δω τις βάσεις. Γιόρτασα την επιτυχία με ένα επικό ξενύχτι, αλλά και ένα κουβά chocorello, επιστρέφοντας σπίτι το πρωί. Δεν τα φτιάχνουν έτσι πια. Τα ξενύχτια (οκ, ιιιιίσως να παίζει και ένα ρόλο ότι δεν είμαι ούτε καν λίγο μετά τα 18), γιατί το παγωτό «δωδώνη» το έφτιαχναν και το φτιάχνουν με την ίδια αγάπη και το ίδιο πάθος για τελειότητα.
Καλοκαίρι του ’04. Φοιτητικά πάρτι στην Αθήνα και το Euro
Ναι οκ, υπήρχε και μια εξεταστική, αλλά, σας παρακαλώ, ποιος ασχολείται όταν αφενός έχεις να οργανώσεις πάρτι στο πατρικό σου και αφετέρου η Εθνική ποδοσφαίρου σαρώνει στο Euro. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Κάνεις πάρτι στο πατρικό σου, επομένως προσέχεις δύο πράγματα: να μείνει ανέγγιχτο το δωμάτιο των γονιών σου και να μην ξεμείνεις από ποτά. Εμείς έπρεπε να έχουμε στον νου μας κι ένα τρίτο: να μην παραδώσει πνεύμα το ψυγείο που ήταν στα τελευταία του. Δεν ήταν μόνο οι μπίρες που έπρεπε να διατηρηθούν κρύες, αλλά και τρία κιλά παγωτό (panacotta nocciola, gianduia, γιαούρτι-μέλι) που θα το κρατούσαμε για το μεγάλο φινάλε της βραδιάς, για όσους «γενναίους» και «γενναίες» είχαν αντέξει μέχρι τότε.
Κάποια στιγμή, το ψυγείο άρχισε να τρέχει νερά. Το αποσυνδέσαμε και την επόμενη κιόλας μέρα το αποχαιρετήσαμε με τιμές αρχηγού κουζίνας. Rest in Peace. Είχαμε ένα θέμα με τις μπίρες, όμως το παγωτό καταναλώθηκε σε χρόνο dt. Το πάρτι ολοκληρώθηκε όπως του άρμοζε: με τη δεύτερη σύσταση της αστυνομίας να κλείσουμε εντελώς τη μουσική.
Λίγες μέρες αργότερα, βγάλαμε τα λαρύγγια μας στο γκολ του Χαριστέα στον τελικό με την Πορτογαλία. Εννοείται ότι θυμάμαι τα πάντα από εκείνη τη βραδιά, όπως ότι στο ημίχρονο έτρωγα κυπελλάκι με τρεις μπάλες, παρφέ σοκολάτας, παρφέ καραμέλας και παρφέ κρέμας -μία για τον Μπασινά που εκτέλεσε το κόρνερ, μία για τον Χαριστέα που σκόραρε και μία για τον Ότο.
Καλοκαίρι του ’10. Ο στρατός
Υπάρχει μια κρυφή ρύθμιση στο λελεδόμετρο, σύμφωνα με την οποία αν σε κάθε έξοδο στη διάρκεια του καλοκαιριού τρως παγωτό «δωδώνη», οι μέρες μειώνονται πιο γρήγορα. 600 ώρες σκοπιά ΠΥΡΚΑ και περίπου 60 παγωτά «δωδώνη» (η «προβλεπόμενη» επιλογή ήταν μία μπάλα ρούμι-σταφίδες και μία choco-fudge). Αυτά είναι όσα χρειάζεται να θυμάμαι από τη στρατιωτική μου θητεία -και πολλά είναι.
Καλοκαίρι του ‘21. Τα ξενύχτια για το νεογέννητο
Και κάποια στιγμή γίνεται και το επόμενο βήμα. Μπορεί να λέγεται συγκατοίκηση, μπορεί να λέγεται γάμος, μπορεί να λέγεται παιδί. Σε εμάς, που τα προηγούμενα δέκα χρόνια, είχαμε τικάρει τις δύο πρώτες εναλλακτικές, ήταν η τρίτη: το παιδί γεννήθηκε μες το καλοκαίρι, χαρίζοντάς μας, ανάμεσα στα πολλά άλλα, και την εκδοχή του «Πριν» vs. «Μετά» στην απόλαυση του παγωτού «δωδώνη». Πριν ήταν το ιδανικό σβήσιμο μιας ζεστής μέρας. Τώρα ήταν μια ανάσα με ασύγκριτη γεύση μέσα σε ένα τελείως ξαρχαβαλωμένο ωράριο. Ποιος άλλωστε είπε ότι δεν «τραβιέται» η γεμάτη γεύση του παρφέ φουντουκιού με πραλίνα φουντουκιού στις 04:00 το πρωί;
Καλοκαίρι ’23. Και μόλις έγινα ο άβολος θείος που κάθεται με τη νεολαία
Νομοτελειακά θα συνέβαινε. Τα ανίψια έχουν μπει στις αρχές της εφηβείας, αυτό που πριν μερικούς μήνες μπορεί να περνούσε ως αστείο, πλέον αντιμετωπιζεται με βλέμμα αμηχανίας. Είμαι όμως θείος, και αν κάποιος «δικαιούται» να ισχυριστεί ότι πρέπει να «κάτσει με τη νεολαία» αυτός είμαι εγώ. Έχω τα όπλα μου: Το ιταλικό σορμπέ limoncello, την «πειραγμένη» με ενεργό φυτικό άνθρακα Grey Madagascar Vanilla, τη βελούδινη Pavlova και την κλασική και αγνή Crème Brulee. Οικογενειακή μάζωξη πριν μερικές μέρες, έρχεται η ώρα του γλυκού και τα τοποθετώ όλα πάνω στο τραπέζι με ύφος «αν είστε μαζί μου, δεν θα χάσετε». Και μιλώ για τη διαχρονικότητα της «δωδώνης», για τα καλοκαίρια που έχω περάσει μαζί της, για τις 47 μοναδικές γεύσεις, για το λικέρ limoncello, για τις ευεργετικές ιδιότητες του ενεργού φυτικού άνθρακα στην πέψη, για τις ντελικάτες υφές της Pavlova, για αυτόν τον συνδυασμό της Crème Brulee (κρέμα, κρόκος αβγών, ζάχαρη, σπόροι βανίλιας και καραμελωμένη ζάχαρη και σως καμένης καραμέλας), τον οποίο η «δωδώνη» έκανε παγωτό. Τους γονατίζω στη φλυαρία. Άπλωσες το κουταλάκι σου για να δοκιμάσεις; Δεν είναι τόσο απλό, θα πρέπει να με ακούσεις. Η φάση ήταν «no prisoners taken».
Με κοίταζαν με ένα βλέμμα που αν μπορούσε να φωνάξει θα έλεγε «Τι φάση τώρα;» και τελικά με διέκοψαν για να μου πουν: «Μην το κουράζεις, το παγωτά αυτά είναι θεϊκά».
Και δεν το κούρασα άλλο. Όπως δεν θα «κουράσω» και αυτό το σεντόνι περισσότερο. Να συμπληρώσω μόνο το εξής. «Αν το παγωτό δεν είναι ‘‘δωδώνη’’, τότε τι;» ακούς στην καμπάνια. Μια ρητορική ερώτηση προφανώς, καθώς 56 χρόνια μετά η απάντηση είναι προφανής: αν το παγωτό δεν είναι «δωδώνη», τότε τα καλοκαίρια μας δεν έχουν γεύση.