Ως “τοξικές”, ορίζονται οι σχέσεις που κάνουν τα μέλη τους να αισθάνονται πως δεν βρίσκουν υποστήριξη, πως τα παρεξηγούν, τα ταπεινώνουν ή τους επιτίθενται. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, μια σχέση είναι τοξική όταν η ευημερία της απειλείται με κάποιο τρόπο—συναισθηματικά, ψυχολογικά, ακόμη και σωματικά. Μήπως ήρθε η ώρα να μιλήσουμε συνολικά για το πως λειτουργούμε με την εθνική ομάδα μπάσκετ σ’ αυτή την χώρα;
Ας είμαστε ειλικρινείς. Η Εθνική ομάδα μπάσκετ δεν είναι ούτε η “αγάπη που μετράμε πάνω απ’ όλες”, ούτε η “καψούρα που θυμόμαστε στα δύσκολα”, ούτε η “καβάτζα που έχουμε για τα καλοκαίρια”. Είναι η πιο “σκληροπυρηνική”, αβάσταχτη κι όμως ακλόνητη από την θέση της, τοξική σχέση που δεν θα αφήσουμε ποτέ. Και δυστυχώς για εκείνη κι όσους την απαρτίζουν, δεν θα σταματάμε να την κακομεταχειριζόμαστε και να την πιέζουμε ποτέ. Δικαιολογώντας ό,τι κι αν λέμε, ό,τι κι αν κάνουμε, “επειδή την αγαπάμε”.
Σε βασικό επίπεδο, κάθε σχέση που σε κάνει να νιώθεις χειρότερα παρά καλύτερα μπορεί να γίνει τοξική με την πάροδο του χρόνου. Τοξικές σχέσεις μπορούν να υπάρχουν σχεδόν σε οποιοδήποτε πλαίσιο, από την παιδική χαρά μέχρι την αίθουσα συνεδριάσεων και την κρεβατοκάμαρα. Μπορεί ακόμη και να αντιμετωπίσετε τοξικές σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειάς σας.
Στην περίπτωση της σχέσης των ελλήνων μπασκετόκαβλων/φίλων της “σπυριάρας” ή όπως αλλιώς αυτοπροσδιορίζονται οι “κάποτε κακομαθημένοι” από τις επιτυχίες μιας ομάδας με παγκόσμιου επιπέδου αστέρια, αλλά στην πραγματικότητα “αναπολούντες περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα, αρνούνται να κλάψουν” οπαδών των νικών της ψηλότερης από όλες τις γαλανόλευκες ομάδες, η πραγματικότητα είναι πως τα πολλά χρόνια χωρίς επιτυχίες και με συνεχείς φουσκωμένες ελπίδες που μετατρέπονταν εν μια – τραυματική συνήθως – νυκτί σε πλήρεις απογοητεύσεις, έχει λειτουργήσει τόσο τοξικά και δραματικά, που μια ομάδα κοινωνικών ψυχολόγων θα έβγαζε μια συναρπαστική, όσο και τεράστια μελέτη.
Αυτά τα παιδιά δεν είχαν συγχώρεση. Ούτε δικαιολογίες.
Τι κι αν οι υπεύθυνοι της Ολυμπιακής Ομάδας στο Παρίσι το επικοινωνούσαν δυο μέρες τώρα – από την ήττα με την Ισπανία και μετά δηλαδή – τι κι αν οι ίδιοι οι συναθλητές τους των άλλων αθλημάτων το φώναζαν και δημοσίως και ιδιωτικά: “Αφήστε τα παιδιά της εθνικής του μπάσκετ χωρίς γκρίνια και κριτική, είμαστε όλοι εδώ για μια μεγάλη γιορτή, κι είναι οι μόνοι που οι ‘απ’ έξω’ δεν τους αφήνουν να το χαρούν”. Δεν έχει σημασία για τους “επιστήμονες” που έλεγε ο αλλήστου μνήμης Σαλιαρέλης. Όχι της εξέδρας, αλλά της οθόνης και των πληκτρολογίων.
Ο Γιάννης φοράει την κάπα του Σούπερμαν (του την είχε δώσει με “δόξα και τιμή” κάποτε ο ίδιος ο Σακίλ), αλλά θα βρούμε να γκρίνιάξουμε γιατί δεν έβαλε ένα τρίποντο, δεν έκανε ακόμα ένα κάρφωμα, δεν έριξε άλλες δυο τάπες, δεν, δεν, δεν… Για όλους τους υπόλοιπους, δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό, καμία συμπόνοια για τον κόπο και καμία αναγνώριση καμίας ποιότητας και αξίας. Ήττα γαρ.
Έλληνες, βαλκάνιοι, “χρόνια στα καλάθια” σου λέει, έχει δει ο άλλος τον Ντράζεν, τον Σαμπόνις, τον Οσκάρ Σμιτ, τον Σαν Επιφάνιο, τον Κούκοτς, τον Ράτζα, τον Νοβίτσκι, τον Τόνι Πάρκερ, τον Λεμπρόν, να “υποκλίνονται στην ομαδάρα μας”, δεν μπορεί να… ανεχτεί να βλέπει να χάνει ο MVP από τους Σάι και τους Ντορτ και τον – παγκοσμίως κι απόλυτως δικαιολογημένα – αντιπαθέστατο Ντίλον Μπρουκς.
Προφανώς και τα επί εικοσαετίας τραύματα από τις αμέτρητες, αλησμόνητες, αξεπέραστες ήττες από τους Ισπανούς, δεν είναι κάτι που μπορεί να αντέξει οποιοσδήποτε κατεθλιμμένος και καταπιεσμένος από χίλιες και μια κοινωνικές, οικονομικές, ηθικές και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, “σφαλιάρες”, Έλληνας που επιβίωσε από μια δεκαπενταετία κρίσεων, πιέσεων, και σμύκρινσης οικονομίας και αυτοπεποίθησης. Ειδικά βλέποντας τα “ζόμπι” Ρούντι και Γιουιγ (ένας άνθρωπος να το πει σωστά τόσα χρόνια δεν βρέθηκε;) να πατάνε και πάλι πάνω στα πτώματα των ελληνικών ελπίδων για μια “εκδίκηση”.
Τοξική, παντοτινή μου αγάπη
Οι σχέσεις που περιλαμβάνουν σωματική ή λεκτική κακοποίηση ταξινομούνται σίγουρα ως τοξικές. Υπάρχουν όμως και άλλα, πιο διακριτικά, σημάδια μιας τοξικής σχέσης, όπως:
Δίνεις περισσότερα από όσα παίρνεις, κάτι που σε κάνει να νιώθεις απαξιωμένος και εξαντλημένος.
Νιώθεις διαρκώς ότι δεν σε σέβονται ή ότι οι ανάγκες σου δεν ικανοποιούνται.
Νιώθεις ένα αντίκτυπο στην αυτοεκτίμησή σας με την πάροδο του χρόνου.
Αισθάνεσαι ότι δεν υποστηρίζεσαι, σε παρεξηγούν, σε ταπεινώνουν ή σου επιτίθενται.
Αισθάνεσαι κατάθλιψη, θυμό ή κούραση αφού μιλήσεις ή είσαι με το άλλο άτομο.
Βγάζεις τον χειρότερο σου εαυτό στον άλλον.
Δεν είσαι ο καλύτερος εαυτός σου γύρω από αυτό το άτομο. Μπορεί να ξεφεύγεις από τα όρια σου, να βρίζεις, να μιλάς άσχημα, να καταριέσαι, να απορρίπτεις, να επιτίθεσαι, είτε βρίσκεις λόγο, είτε χωρίς καν να προσπαθείς να βρεις έναν.
Νιώθεις ότι πρέπει να περπατήσεις πάνω σε τσόφλια αυγών γύρω από αυτό το άτομο για να μην γίνεις στόχος του δηλητηρίου του.
Ξοδεύεις πολύ χρόνο και συναισθηματική δύναμη προσπαθώντας να του φτιάξεις τη διάθεση.
Εσύ φταις πάντα. Κι οι απέναντι, αντιστρέφουν τα πράγματα, κι έτσι για πράγματα που νόμιζες ότι είχαν κάνει λάθος, είναι ξαφνικά δικό σου λάθος.
Βάλτε τώρα σε όποιον από τους δύο ρόλους θέλετε τον “μέσο έλληνα οπαδό της εθνικής ομάδας” (κατά την διάρκεια και μετά από μία ή αλλεπάλληλες ήττες) και τους παίκτες και τους ανθρώπους της ομάδας.
Put the blame on… Φατμέ
Το “κακό” ξεκίνησε από το ’87. Οι “μπασκετικοί” δεν υπήρχαν πριν τις βολές του “τίμιου γίγαντα” Καμπούρη. Τους δημιούργησε ο συγχωρεμένος ο Συρίγος, κι οι… Φατμέ. Εκείνος ο στίχος του Πορτοκάλογλου τα φταίει – ας πούμε – όλα. “Ήμασταν πάντοτε ψυχάρες, μα δεν αλλάζαμε μπαλιές”. Μια… “στιχουριά” καμαρωτή, αν μου επιτρέπετε.
Πρώτον δεν “είμασταν πάντοτε ψυχάρες”. Ούτε στο μπάσκετ, ούτε στο ποδόσφαιρο, ούτε πουθενά. Όχι γιατί δεν έχουν ψυχή οι έλληνες, κι ειδικά οι αθλητές μας, αλλά γιατί, ξέρετε τι, έχουν και οι άλλοι! Κι επίσης, δεν έχουν, ή τέλος πάντων, δεν την βγάζουν ΠΑΝΤΑ.
Μην αρχίσουμε να θυμόμαστε αγώνες, διοργανώσεις ολόκληρες που είχαμε καυγάδες, αδιαφορία, βαρεμάρα, εσωτερικές διαμάχες, αποχωρήσεις, τα πάντα όλα, αλλά για το “καλό της αποστολής” και στο “όνομα του ελληνικού αθλητισμού”, επίσημοι, αθλητές, προπονητές και -κυρίως αυτοί- δημοσιογράφοι, αποσιωπούσαν τα όσα συνέβαιναν, για να μην ξεφτιλιστούν δημοσίως και παγκοσμίως.
Πρώτα και πάνω απ’ όλα όμως, το ’87, που έφερε την μεγαλύτερη, μη οικονομική, συλλογική αλλαγή της δεκαετίας του ’80 για την ελληνική κοινωνία, δεν κερδίσαμε γιατί “αλλάζαμε μπαλιές”. Αν μη τι άλλο, το “Γιαννάκης κατεβάζει, Γκάλης παίρνει την μπάλα στην κορυφή κι οι άλλοι πιάνουν τέσσερις γωνίες” δεν το λες και “επιτομή του μπασκετικού πλουραλισμού”.
Επειδή τα τσιτάτα και τα κλισέ δουλεύουν υπογείως όμως στο κοινωνικό ασυνείδητο, μπήκε στο μυαλό των ελλήνων που άρχισαν να βλέπουν μανιωδώς μπάσκετ, πως η “ελληνική σχολή” που μάθαμε να λέμε το αμυντικό μπάσκετ που αναγκαστικά, παίζαμε τις περισσότερες φορές λόγω έλλειψης ταλέντου, είναι “ψυχή, άμυνα” και αντίστοιχα “φουστανελάτα”. Το γεγονός βέβαια πως το Ευρωμπάσκετ του ’87, τον ημιτελικό του ’89, το παγκόσμιο Εφήβων του ’98, και η ομάδα του 2005/6 ήταν γεμάτες ταλέντο, έπαιζαν σπουδαία επίθεση και έκαναν επιτυχίες -και- με την επίθεση τους, δεν άλλαξε ποτέ το “πως πρέπει να παίζουμε” σε “ειδικούς” και οπαδούς.
Τρεις δεκαετίες τώρα, οι, κακομαθημένοι από τους συλλόγους, οπαδοί του μπάσκετ, παριστάνουν πως καταλαβαίνουν τι βλέπουν όταν γίνεται ένα σκριν “στον αγκώνα”, πως αναγνωρίζουν ένα “spanish pick n’ roll”, και άλλα “βαθιά μπασκετικά”, άρα, θεωρούν πως ξέρουν και τι συμβαίνει μέσα στο γήπεδο πέρα από το “ο Γιάννης τους παίρνει παραμάζωμα κι οι άλλοι δεν τα βάζουν ρε γαμώτο”.
Αλλά κατά βάση, ακριβώς επειδή έχουν “κακομάθει” από τις ομάδες τους – κάποτε Άρης και ΠΑΟΚ, μετά Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί, κι οι υπόλοιποι να διαλέγουν “πλευρά” στις αντίστοιχες μάχες – συνήθισαν να φέρονται και στην εθνική ομάδα, όπως και στα κλαμπ τους.
Μόνο που τα συναισθήματα που προκύπτουν σε ένα τουρνουά λίγων ημερών με συνεχόμενα ματς, όπως αυτά των εθνικών ομάδων, και κυρίως η ταύτιση με την γαλανόλευκη και τα σύμβολα της, είναι γεωμετρικά πολλαπλάσια από την όποια αγάπη σε οπαδικά αντίστοιχα. Εξ’ ου και οι ακραίες συμπεριφορές. Τα είδαμε, τα ζήσαμε, τα βιώνουμε και πάλι, αυτές τις μέρες. Οι “θεοί” του προολυμπιακού, οι “λατρεμένοι” και “ταλαντούχοι παιχταράδες ευρωλιγκάτοι” έγιναν σε ένα ημίχρονο “άμπαλοι, άσουτοι, μέτριοι, ανάξιοι για μεγάλες επιτυχίες, δεν κάνουν για μεγάλες διοργανώσεις” και άλλα συναφή.
Μαζί με τις εκρήξεις σε κακά τρίλεπτα ή σε όποια φάση τα πράγματα πάνε ανάποδα, έρχονταν κι οι αφορισμοί, τα “καντήλια”, οι κατάρες από τους πιο “μαυρισμένους” μέχρι να ξαναγυρίσει ο τροχός, κι η ομάδα να βρει ένα ημίχρονο καλό και όπως το σχεδίαζε, και να πάει στο +17 από την Αυστραλία. Κι η κυκλοθυμία κι η διπολικότητα του έλληνα οπαδού έφτασε σε νέα ιστορικά υψηλά, αφού πριν το ματς ήταν “οι Αυστραλοί είναι καλύτεροι από εμάς, δεν έχουμε ελπίδες”, μετά από 15-20 λεπτά είχε μετατραπεί σε “θεοί του Ολύμπου είσαστε ρε παιχταράδες, πατήστε τους, μπραβο ρε Σπανούλη στρατηγέ” και πριν καν κλείσει μια ώρα, είχε γίνει “βάλτε ένα τρίποντο ρε γαμώτο, τι σας ζητάμε, πάλι θα χάσουμε τσάμπα και βερεσέ, πάρε ένα τάιμ ρε Μπιλ, μα δεν βλέπεις”.
Μια εξέδρα στον καναπέ
Μιας και το να βγαίνει ένας ψυχαναλυτής ή ένας γέρος σαμάνος στο ημίχρονο ή στα τάιμ άουτ και να μας καθοδηγεί σε εξέδρες και οθόνες δεν μοιάζει πολύ πιθανό, τουλάχιστον σύντομα, η μόνη “λύση” είναι τα κρύα ντους. Σοβαρολογώ. Οι επιστήμονες τα έχουν εξηγήσει. Τα κύματα καύσωνα που μας ταλαιπωρούν τόσους μήνες, λειτουργούν πολύ πιο επιβαρυντικά στο κορμί και τα ένστικτα μας από όσο μπορούμε να εκτιμήσουμε.
Οπότε, πριν δείτε το επόμενο ματς – με την Γερμανία που την έχουμε “άχτι” από το ’19 – της Εθνικής (in Jokic we trust), μπείτε για ένα δροσερό ντουζάκι, κι αν τα σουτ χτυπάνε σίδερο, τα σφυρίγματα δεν είναι όπως μας αρέσουν, κι ο Κιλ Μπιλ δεν έχει πάρει τάιμ άουτ στην δεύτερη χαμένη επίθεση, ξαναμπείτε κάτω απ’ το νερό στην πρώτη ευκαιρία. Ααα, και φάτε κάτι.
Γεμάτο στομάχι και κρύο κεφάλι περιορίζουν την ένταση, την γκρίνια και προστατεύουν κι από έξτρα νεύρα. Τώρα, αν έχετε και κάνα ραντεβού κοντά, με κάναν Ψ και βρεθείτε σε καναπέ ή πολυθρόνα εκείνες τις μέρες, πείτε και κανά δυο κουβέντες για το πως και τι γίνεστε όταν ο Λαρεντζάκης, ο Μήτογλου, ο Καλάθης ή ο Παπαγιάννης δεν τα βάζουν ή δεν τα κατεβάζουν, για να αρχίσετε να δουλεύετε λίγο με το τι φταίει και σας βγαίνει τόσο κακός εαυτός. Και θυμηθείτε ξανά, πως αυτούς που αγαπάμε, δεν τους φερόμαστε τόσο άσχημα και για κανέναν λόγο. Και την εθνική ομάδα, όπως και όλη την ολυμπιακή αποστολή, τους αγαπάμε. Αληθινά. Λίγο ή περισσότερο κάποιοι άλλοι, όλοι σ’ αυτή τη χώρα.