Το πιθανότερο είναι πως θα το πήρε το μάτι σου στα social media. Ξεκίνησε μια θυελλώδης συζήτηση για το αν ο Μ. Καραγάτσης υπήρξε σεξιστής και μισογύνης. Debate που γέννησε άρθρο της Ρένας Λούνα στην Lifo, μια κριτική επικεντρωμένη κυρίως στο μυθιστόρημα «Μεγάλη Χίμαιρα». Ή «πατριαρχικό textbook» όπως το χαρακτηρίζει η συντάκτρια του κειμένου.
Εν αρχή να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν ωφελεί σε τίποτα ο φανατισμός. Προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Είναι ακριβώς αυτό, άποψη. Όσο είναι διατυπωμένη με επιχειρήματα και χωρίς σκοταδισμό (πρέπει να) τη σεβόμαστε. Μας αρέσει δεν μας αρέσει. Οι επί προσωπικού επιθέσεις στην κυρία Λούνα είναι ένα τεράστιο σφάλμα, λειτουργίας και νοοτροπίας.
Αφού το κάναμε αυτό σαφές, πάμε παρακάτω. Εδώ το πρόβλημα δεν έχει τόσο να κάνει με το «τι». Έχει να κάνει με το «γιατί». Η συντάκτρια του άρθρου της Lifo, νεαρή πεζογράφος και η ίδια, κάνει αναγωγή σε μια εποχή βλέποντας τα πράγματα όπως εκείνη θα ήθελε να είναι. Όχι όπως πραγματικά ήταν.
Όμως, νόημα προκύπτει μόνο όταν προσεγγίζεις ένα έργο με βάση τους όρους και τα δεδομένα των καιρών που γράφτηκε. Σαφώς και μπορεί να μην σου κάνει, να μην σου ταιριάζει. Αλλά είναι διαφορετικό αυτό και διαφορετικό το πώς επιλέγεις να το κρίνεις.
Να πούμε δηλαδή πως το αρχαίο ελληνικό θέατρο είναι μισογύνικο επειδή τους γυναικείους ρόλους τους έπαιζαν άνδρες;
Να πούμε δηλαδή πως απορρίπτεται συλλήβδην και ανυπερθέτως ως ρατσίστρια η Αγκάθα Κρίστι επειδή έγραψε κάποτε ένα βιβλίο με τίτλο «10 Μικροί Νέγροι»;
Κι αυτά είναι απλώς μερικά από τα άπειρα παραδείγματα που μπορούμε να βρούμε. Κι ύστερα, το ότι κάποιος συγγραφέας μεταφέρει μια εικόνα ή ένα πλαίσιο δεν σημαίνει απαραίτητα πως το ενστερνίζεται. Βγάζουμε δηλαδή συμπεράσματα για έναν επαγγελματία για το πώς ήταν ως άνθρωπος μέσα από τη δουλειά του.
Τι έλεγε ο ίδιος ο Καραγάτσης για τον εαυτό του
Στην τέχνη, τέτοια είναι προφανώς και η γραφή, δεν συνάπτεις κάποιου είδους συμβόλαιο πως πρέπει να είσαι μόνο αρεστός, ίσα ίσα. Μπορεί να έχεις σκοπό και να προκαλέσεις θυμό στον δέκτη, να είναι και αυτό μέρος της διαδικασίας.
«Ο καλός λογοτέχνης μας παρουσιάζει όπως θέλουμε να είμαστε. Εκείνος που τολμάει να μας παρουσιάζει όπως είμαστε είναι κακός λογοτέχνης. Ιδού λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί είμαι ένας κακός λογοτέχνης», είχε πει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Μ. Καραγάτσης σε ένα ηχογραφημένο ραδιοφωνικό απόσπασμα.
Πόσο μπροστά ήταν η σκέψη του; Πόσο καινοτόμα έβλεπε τα πράγματα σε ένα συντηρητικό κατά βάση περιβάλλον; Στην πράξη, και κατάλαβε και περιέγραψε την ελληνική κοινωνία όπως ήταν τότε. Δίχως ωραιοποιήσεις, δίχως φτιασιδώματα. Αυτό, γνώμη μας, είναι λογοτεχνικός θησαυρός. Ντοκουμέντο μιας ολόκληρης εποχής, μάθημα ιστορίας.
Το προσεγγίζεις σαφώς με κριτική σκέψη το (όποιο) έργο, δεν υιοθετείς τα πάντα. Ακόμα και το αντιπαράδειγμα άλλωστε είναι… παράδειγμα. Όμως έχει σημασία να ξοδεύουμε την ενέργεια μας εκεί που πρέπει. Να μη «σπαταλιόμαστε». Είναι κατανοητό το point πως αρκετά σημεία στη Μεγάλη Χίμαιρα είναι τουλάχιστον προβληματικά. Αλλά, και αυτό είναι τελικά το κρίσιμο, σύμφωνα με τη σημερινή διαμορφωθείσα πραγματικότητα.
Όποιος ή όποια διαβάσει τη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση αποκλείεται να γίνει σεξιστής ή μισογύνης λόγω των όσων είδε γραμμένα εκεί μέσα. Και μόνο που θα κάνει τον κόπο να ανοίξει ένα βιβλίο, πιθανότατα είναι άνθρωπος που τα έχει λυμένα αυτά τα ζητήματα μέσα του. Τους ορίζοντες του διευρύνει μέσα από την ασύγκριτη δύναμη της λογοτεχνίας.
Διαλέγοντας τις σωστές μάχες
Τι ωφελεί πραγματικά να κάνουμε cancel τον Καραγάτση; Τίποτα. Μπορείς εννοείται να πετάξεις αυτά που δεν σου αρέσουν, μπορείς ακόμα και να εκνευριστείς με το πώς σκεφτόντουσαν οι άνθρωποι τότε. Μπορείς και να υποστηρίξεις πως γενικώς ο κατά κόσμον Δημήτρης Ροδόπουλος (έγραφε με ψευδώνυμο) ήταν ένας κακός συγγραφέας που μόνο και μόνο χάρη στο μάρκετινγκ ενός ολόκληρου συστήματος έγινε «μούρη». Μπορεί, μπορεί, μπορεί.
Μόνο που κάνε το μίνιμουμ, ντύσε την κριτική σου με το μανδύα της δικαιοσύνης. Σίγουρα όχι κάνοντας προβολή του δικού σου κόσμου σε έναν άλλον, μακρινό και εν πολλοίς πια ξεχασμένο. Προοδεύσαμε ακριβώς επειδή αποκτήσαμε τη δύναμη να απορρίπτουμε τα κακώς κείμενα όχι συλλήβδην τα κείμενα.
Μέσα από ζυμώσεις, μέσα και από την αμφισβήτηση των νεότερων προς τους παλιότερους, είναι κομμάτι της εξελικτικής διαδικασίας. Υπό αυτήν την έννοια συνεπώς και αυτό το πιστώνουμε σε απόψεις όπως της Ρένα Λούνα, ακόμα και να διαφωνούμε, υπάρχει μια κάποια δύναμη στο να λέμε πως ο Καραγάτσης ήταν σεξιστής και μισογύνης. Γιατί γεννά τέτοιες κουβέντες που μας επιτρέπουν να κρατήσουμε τα σημαντικά, τα ουσιώδη, να γίνουμε καλύτεροι.
Και κάτι ακόμα, τελευταίο αλλά, νομίζουμε, σημαντικό. Εντοπίσαμε μια συνέντευξη της Ρένας Λούνα στην Καθημερινή, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός της, Οι αλεπούδες του Περ-Λασαίζ (εκδόσεις Μωβ Σκιούρος).
Εκεί και σε μια ερώτηση για τα αγαπημένα της βιβλία, συμπεριέλαβε σε αυτά τη Λολίτα του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ. Δηλαδή δεν έχει πρόβλημα με ένα έργο στο οποίο ένας μεσήλικας καθηγητής λογοτεχνίας παθαίνει ψύχωση με ένα 12χρονο κορίτσι και εν τέλει συνάπτει μαζί της και ερωτική σχέση, αλλά έχει (πρόβλημα) με τη γραφή του Καραγάτση;
Μάλλον τελικά το θέμα μπαίνει έτσι, ειρωνικό ίσως αφού προκύπτει από την ίδια που προκάλεσε τη συζήτηση, στο πραγματικό του πλαίσιο. Όλα έχουν να κάνουν με τι ορίζει κανείς ως όριο στην τέχνη, το πόσο μπορεί να ξεχωρίσει το «θέλω» από το υπαρκτό ιστορικό πλαίσιο. Είναι, κοντολογίς, θέμα οπτικής.