Κάθομαι τώρα εγώ και παρατηρώ μια ανταγωνιστική ιστοσελίδα (ναι κύριε διευθυντά, παρατηρώ και ανταγωνιστικές ιστοσελίδες!) κι όπως σκρολάρω, φτάνω στο τέλος της. Και αντικρίζω μια φωτογραφία από παραλία γερμανική, όπου είναι αραδιασμένες οι δικές τους τύπου ξαπλώστρες πάνω στην άμμο και κόσμος, ντουνιάς αραγμένος πάνω τους. Ειδυλλιακή εικόνα! Χαρά Θεού, ομορφιά, να το πιεις το ενσταντανέ στο ποτήρι.
Κι ύστερα σκέπομαι τι λείπει από το πλάνο. Και ξανακοιτάω και καταλαβαίνω ότι έχει άμμο, έχει ανθρώπους, έχει ξαπλώστρες (αυτά τα κουβούκλια τέλος πάντων που είναι οι ξαπλώστρες οι γερμανικές, για να μπορείς να αλλάζεις κιόλας επί τόπου χωρίς να σε μπανίζουνε), αλλά δεν έχει το κυριότερο. Δεν έχει θάλασσα!
Ξέρω γιατί δεν έχει. Το γνωρίζω πολύ καλά, διότι ήμουν εκεί, καλοκαίρι καιρό, πριν από κάτι χρονάκια. Τότε που λεφτά υπήρχαν και το κορίτσι που κοιμάται πλάι μου επέμενε ότι μια εβδομάδα των θερινών μας διακοπών έπρεπε σώνει και καλά να την αφιερώνουμε σε αυτοκινητάδα στην Κεντρική Ευρώπη. Βλέπε Αυστρία, βλέπε, Ουγγαρία, βλέπε Ελβετία, βλέπε και Γερμανία φυσικά, πιο κεντρική και πιο Ευρώπη δεν γίνεται.
Οπότε μια χρονιά πήγαμε βόρεια. Σας το έχω πει το στόρι, πώς με έψησε να ταξιδέψουμε ως το Λούμπεκ, την πατρίδα του μαρτσιπάν, μην επαναλαμβάνομαι τώρα. Επειδή όμως δεν μπορούσαμε να περάσουμε όλο το οκταήμερο καρφωμένοι σε ένα ζαχαροπλαστείο, μπήκαμε στο αμάξι για βόλτες. Ανατολικά, Νότια και Δυτικά του Λούμπεκ, σε μια σχετικώς χαλαρή και αβασάνιστη περιήγηση.
Και κάπως έτσι βρεθήκαμε στη Βαλτική.
Καλοκαίρι καιρό επιμένω, φουλ ήλιο, αλλά να μη σε καίει, να μη σε τσουρουφλάει. Κανά εικοσιοκτάρι βαθμούς, με ελάχιστο αεράκι, το καλύτερό μου σαν να λέμε. Βρουμ, βρουμ, το αμαξάκι, να σου τον τον Ελληνα με την κυρία του στο Χαϊλίνγκενταμ. Στο πιο εξκλουσίφ θέρετρο της Γερμανίας, όπου πήγαιναν παλαιότερα ο Κάιζερ με την αυλή του να δροσιστούν και από κοντά πλάκωναν οι μισοί εστεμμένοι της γηραιάς ηπείρου.
Με μια πρώτη ματιά, είδα αυτά που έδειχνε η φωτογραφία της ανταγωνιστικής ιστοσελίδας. Άμμο δηλαδή, ανθρώπους, ξαπλώστρες. Και αμέσως ψήθηκα να βάλω το μαγιώ που είχα φέρει μαζί μου και να μπουκάρω στο νερό. Επειδή όμως είμαι εκ γεννετής καχύποπτος, είπα να το διπλοτσεκάρω το ζήτημα. Περπάτησα λοιπόν σε έναν ξύλινο διάδρομο που είχε επί τόπου κι έφτασα πολύ κοντά στο κυματάκι.
Και είδα μια μαυρίλα. Ένα πράγμα σκοτεινό, ζοφερό, σαν στίχο σκυλάδικου άσματος. Βαθύ καφέ σχεδόν μαύρο, σαν σούπα από την Άπω Ανατολή, που δεν θέλεις να ξέρεις τι έχει ρίξει ο μάγειρας μέσα. Και με φύκι σωρό στην επιφάνεια, να σε προσμένει για χειροφίλημα. Στη Βαλτική όλα αυτά, στο εξκλουσίφ το θέρετρο, στους πρίγκιπες κλπ. κλπ. Με τους Γερμανούς πενταχαρούμενους να μπαινοβγαίνουν στη σουπιέρα.
Ούτε το δαχτυλάκι μου το μικρό δεν βούτηξα. Μάζεψα το κορίτσι απ’ τ’ αυτί, οδηγήσαμε ως το πλησιέστερο ξενοδοχείο (ένα Kemprinski μούρλια) και ζήτησα αμέσως μια παστούλα για να συνέλθω από το σοκ. Κι όπως τη μασούλαγα, σκέφτηκα ότι δεν θα ξαναγκρινιάξω ποτέ αν περάσει από δίπλα μου κανά φύκι στη Βουλιαγμένη, αν δω από μακριά καμιά σακούλα στη Ραφήνα, αν πάω στη Μυτιλήνη και μου φανεί κρύο το νερό.
Ζητώ συγγνώμη αν ακούγομαι μπανάλ, αλλά σαν το ελληνικό καλοκαίρι και τις ελληνικές θάλασσες πουθενά δεν έχει. Κι άσε τις φωτογραφίες να λένε το δικό τους παραμύθι…