Ιούνιος 2002. Σε λίγες μέρες τελείωνα την Τετάρτη δημοτικού, οι σκέψεις μου ήταν περιορισμένες σε πρακτικά ζητήματα, χρωματιστούς μαρκαδόρους και ζητήματα ορθογραφίας, παγωτά και καλοκαιρινά μπάνια. Η τηλεόραση ανοιχτή. Η είδηση για τον θάνατο μιας γυναίκας κάνει τη μητέρα μου να τρέξει προς το τηλεκοντρόλ για να δυναμώσει την ένταση. Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει και μου λέει χαμηλόφωνα πως «πέθανε η Μαλβίνα», ξέροντας πολύ καλά πως επρόκειτο για ένα πρόσωπο του οποίου την ύπαρξη αγνοούσα. Προσπαθώντας να μου εξηγήσει, έκανε χρήση λέξεων όπως «ευφυέστατη», «ανθρώπινη», «σπάνια» και τη βαρύγδουπη δήλωση «δε θα γεννηθεί άλλη σαν κι εκείνη». Μιλούσε σε ένα μικρό παιδί με όρους και ιδιότητες που δε μπορούσε καν να αντιληφθεί. Στην οθόνη περνούσαν οι εικόνες μιας γυναίκας με κοντά μαύρα μαλλιά, έντονο βλέμμα, ένταση και γλώσσα που έμοιαζε ακαταλαβίστικη. Ποιος αποκαλεί «πολεμόχαρη φυλή» τους τηλεθεατές τέλος πάντων;
Το υποσυνείδητο γενικώς είναι ένας μηχανισμός που κρατάει εικόνες και πληροφορίες με έναν τρόπο ανεξήγητο. Βέβαια, το δικό μου, στην προκειμένη περίπτωση το δικαιολογώ. Μάλλον ήταν μοναδική στιγμή, αν σκεφτείς πως μιλάμε για την πρώτη φορά που άκουγα τη μητέρα μου να μιλάει με απόλυτο θαυμασμό για έναν άνθρωπο. Χρειάστηκε να φτάσω στα 19 μου χρόνια για να αναμοχλεύσω αυτό το όνομα από το υποσυνείδητο, τις παιδικές μου μνήμες και τα «πένθη» που ξέφευγαν από τα στενά οικογενειακά και φιλικά όρια και να διαβάσω για τη Μαλβίνα. Και μετά κατάλαβα. Τα κατάλαβα όλα. Και τα τηλεκοντρόλ και το σκοτείνιασμα και τον θαυμασμό.
Χρειάστηκε να ενηλικιωθώ σε πραγματικό επίπεδο και όχι μόνο στα χαρτιά, να φτάσω αρκετά μακριά από τα 19, για να καταλάβω τι σήμαινε αυτό το «δε θα γεννηθεί άλλη που να της μοιάζει». Έπρεπε να τριφτώ με τη ζωή, να κρεμαστώ από εφημερίδες και μέσα για να ενημερωθώ, να ακούσω πολιτικούς λόγους και να ερωτευτώ, να φάω τα μούτρα μου, να σηκωθώ και να προσποιηθώ πως είμαι «μια χαρά» (αυτό δεν κάνουμε όλοι στο τέλος της μέρας;) για να καταλάβω τι εννοούσε η Μαλβίνα όταν έγραφε πως δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο είδος από τους μικροαστούς.
“Ο Μικροαστός δε θέλει μπλεξίματα. Γι’ αυτό δε μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι. Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς, στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του. Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς”.
Έπρεπε να πιστεύω πως και καλά ερωτεύτηκα για να καταλάβω πως ένα κείμενο της Μαλβίνας ισούται με δυο τρία βιβλία ινδουιστών φιλοσόφων που μεταφράζουν τον έρωτα όπως τον ξέρουμε σήμερα σε απόλυτο, επικίνδυνο εγωισμό που αναιρεί την αγάπη ως έννοια. Η Μαλβίνα το είπε κάπως έτσι: «Η αγάπη και εκπίπτει και ασχημονεί και παροξύνεται, καταθλίβει και συνθλίβει. Τις περισσότερες φορές είναι, απλώς, η νοθεία του μίσους μας». Αυτό που τη διαφοροποιούσε από το πώς θα το έθετε ο Όσσο ή ο Κρισναμούρτι ήταν αυτή η τριβή με την ίδια την εμπειρία. Το βίωμα ατόφιο.
Έπρεπε να με παρατηρήσω μετά από δυο τρεις ακραίες μετωπικές συγκρούσεις με εγωισμούς και σαδιστικά συναισθήματα, για να φτάσω να μην ξυπνήσω «ούτε σήμερα έξυπνη» σαν τη Μαλβίνα. Γιατί όταν γινόμαστε έξυπνοι, τα καταστρέφουμε όλα, κι αυτή την πληροφορία μας την είχε σερβίρει πρώτη.
«ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΩΙ. ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ, ΛΕΝΕ, ΚΑΙ ΟΜΩΣ. Ξυπνάνε έξυπνοι. Επιτίθενται για να αποτρέψουν επιθέσεις. Τρομοκρατούν για να μη γίνει διάφανος ο φόβος τους. Χωρίζουν για να μην τους χωρίσουν. Διαλύονται για να μην τους πιάσουν κορόιδο»
Έπρεπε να γνωρίσω τη Μαλβίνα των συνεντεύξεων, για να καταλάβω πώς μιλάει κάποιος που είναι έτοιμος να ισοπεδώσει έτοιμες δικαιολογίες που ανυψώνουν «εγώ» και κατηγοριοποιούν ανθρώπους. Έπρεπε να δω τη Μαλβίνα της τηλεόρασης για να καταλάβω πως γίνεται η σάτιρα όταν αποζητά νόημα, που κάνει πραγματικό σχολιασμό, όταν θέλει να οδηγήσει κάπου. Έπρεπε να διαβάσω Μαλβίνα για να δω πώς δέχεται κανείς τον εαυτό του με τρόπο που πολλές φορές δείχνει ακριβώς το αντίθετο: πλήρη άρνηση της βαθιά συναισθηματικής φύσης του.
Έπρεπε να διαβάσω για τη Μαλβίνα που άλλοι γνώρισαν. Εκείνη που άφηνε τη σκληρότητα στο πατάκι της εξώπορτας και εν οίκω αντιμετώπιζε το σπίτι ως ασφαλές μέρος. Δε χρειαζόταν πια τα όπλα της. Έπρεπε να διαβάσω για τη Μαλβίνα που τσαλακωνόταν, ήθελε σουξέ, το πέταγε στα σκουπίδια, ζούσε για την επιτυχία, μετά τη βαριόταν, και πάλι από την αρχή. Τη Μαλβίνα που μόνο τον έρωτα δε βαρέθηκε ποτέ. Εκείνη που έδειξε σε μια ολόκληρη γενιά πώς είναι να είσαι άνθρωπος, όχι κεκαλυμμένα, αλλά ανοιχτά. Στη γενιά που δάκρυσε μπροστά στην τηλεόραση στο άκουσμα του θανάτου της, συστήνοντας τα παιδιά της με μια απαισιόδοξη παραδοχή (δε θα γεννηθεί άλλη σαν κι αυτή) που μεταφράζεται σε ένα σκληρό «εσείς χάσατε που δεν την προλάβατε όταν τα αυτιά σας ήταν ανοιχτά και τα μυαλά σας εκπαιδευμένα».
Σαν σήμερα, 3 Φεβρουαρίου γεννήθηκε. Τυχαία με τη μητέρα μου έχουμε πιάσει γκομενική συζήτηση. «Άκου αυτό της λέω» και της διαβάζω: «Ο βλάκας άνθρωπος κάθε φορά που θέλει να γαμήσει, πείθει τον εαυτό του πως ερωτεύτηκε». «Μεγάλη αλήθεια. Μαλβίνα δεν είναι;», με ρωτάει, ξέροντας ήδη την απάντηση. Της λέω πως θυμάμαι τη μέρα που πέθανε, της περιγράφω τις αντιδράσεις της. Επαναλαμβάνει την κλασική πια ατάκα «δε θα γεννηθεί άλλη σαν κι αυτή». Της λέω πως πλέον το πιστεύω. «Πού να την προλάβαινες κιόλας», μου τρίβει το προνόμιό της στα μούτρα. Κι αυτό το πιστεύω.