Μια χρονιά η οποία χαρακτηρίστηκε από μία πανδημία, καραντίνες, αναστολή σχεδόν κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, μάλλον θα τη θυμόμαστε ως τη χρονιά της ανεξέλεγκτης αστυνομικής βίας σε όλο τον πλανήτη -και αυτό πραγματικά απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Εκτός από προσπάθεια απαιτεί και απανθρωπιά, εξουσιομανία και μίσος.
Αυτές οι τρεις λέξεις είναι οι ιδανικές για να περιγράψουν τη δολοφονία του 25χρονου Κλόντιαν Ράσα από τις αστυνομικές αρχές, όταν στις 8 Δεκεμβρίου, τον σταμάτησαν επειδή είχε παραβιάσει την απαγόρευση κυκλοφορίας που έχει επιβληθεί στη χώρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊου. Ο Ράσα επιχείρησε να διαφύγει και ο αστυνομικός θεώρησε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να πυροβολήσει εν ψυχρώ τον άοπλο και εντελώς ακίνδυνο πολίτη και να τον σκοτώσει.
Σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, η αστυνομία αρχικά δήλωσε ότι ο Ράσα κρατούσε όπλο, όμως λίγο αργότερα αυτοναιρέθηκε λέγοντας ότι ο 25χρονος ήταν άοπλος και ότι κρατούσε κάτι, ένα αντικείμενο που ο αστυνομικός το θεώρησε επικίνδυνο.
Η αδελφή του θύματος σε δηλώσεις είπε ότι ο αδελφός της βγήκε έξω, παρά την απαγόρευση, για να πάρει τσιγάρα και δεν θα ήταν δυνατό να κουβαλάει όπλο μαζί του, ενώ ο πατέρας του ζήτησε το αυτονόητο: δικαιοσύνη για τους δολοφόνους του παιδιού του.
Ο Κλόντιαν δολοφονήθηκε λίγα μέτρα έξω από το σπίτι του.
Είναι φρικιαστικό να σκέφτεσαι πόσο εύκολα πατιέται η σκανδάλη, είτε είσαι 25 και ζεις στα Τίρανα είτε είσαι 15 και κυκλοφορείς στα Εξάρχεια είτε είσαι 47 και και δεν μπορείς να αναπνεύσεις από το γόνατο του αστυνομικού σε ένα πεζοδρόμιο στη Μινεάπολη. Είτε σε λένε Κλόντιαν ειτε σε λένε Αλέξη είτε σε λένε Τζόρτζ. Είναι εξοργιστικό να νιώθεις ότι η ζωή είναι εντελώς έκθετη και απροστάτευτη απέναντι στο «μονοπώλιο της βίας» και στην αστυνομική αυθαιρεσία είτε μιλάμε για την Αλβανία είτε για τις ΗΠΑ.
Η δολοφονία του Ράσα έχει ήδη προκαλέσει μαζικές διαδηλώσεις στην γειτονική χώρα με εξεγερσιακά χαρακτηριστικά. Επίκεντρο είναι η κεντρική πλατεία των Τιράνων, η πλατεία Σκεντέρμπεη, όμως οι διαδηλωτές που απαιτούν την άμεση παραίτηση του Υπουργού Εσωτερικών της χώρας, Σάντερ Λεσάι, έχουν ήδη συγκρουστεί από χθες με τις αστυνομικές δυνάμεις μπροστά από το Υπουργείο Εσωτερικών, το Κυβερνητικό μέγαρο και το δημαρχείο της αλβανικής πρωτεύουσας.
Στο πιο χαρακτηριστικό περιστατικό των χθεσινών κινητοποιήσεων, είναι δεκάδες οι φωτογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει με τους διαδηλωτές να καίνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας και καταστρέφουν τον εορταστικό διάκοσμο. Διότι τίποτα κανονικό δεν μπορεί να υπάρξει όταν δολοφονούνται αθώοι πολίτες. Καμία «ευημερία» δεν μπορεί να χωρέσει σε έναν κόσμο άνισα φτιαγμένο.
Ο Πρόεδρος της χώρα, Ίλιρ Μέτα, δεν δίστασε να τοποθετηθεί εναντίον της αστυνομίας και του Υπουργού Εσωτερικών, λέγοντας ότι «τελευταία δύο χρόνια τα φαινόμενα αστυνομικής βίας έχουν κλιμακωθεί επικίνδυνα» και αυτό οφείλεται στην έλλειψη ανοχής και την ατιμωρησία που επέδειξαν οι αρμόδιοι”.
Η Αστυνομία της χώρας εξέδωσε ανακοίνωση κάνοντας λόγο για μεμονωμένο περιστατικό. Ακόμα και η γραφειοκρατική γλώσσα των αρχών είναι κοινή σε όλο τον πλανήτη. Όπως είναι κοινές αυτές οι στολές που δολοφονούν, αυτές οι στολές που επιβάλλουν δια της βίας την πυγμή τους σε όποιον διαφέρει, αποκλίνει, αντιστέκεται, σε όποιον δεν ταιριάζει στα στενά όρια του σκοτεινού τους κόσμου.
Αν όμως η μορφή του δολοφόνου είναι ίδια στην Αλβανία, στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα και σε κάθε γωνιά του κόσμου όπου οι άνθρωποι θα διεκδικούν και θα διαμαρτύρονται, υπάρχει και η κοινή οργή, ο κοινός πόνος και ο κοινός θυμός. Ένα κόκκινο νήμα που ενώνει την Μινεάπολη, την Αθήνα, τα Τίρανα, τα προάστια του Παρισιού και που δεν μας κάνει ποτέ να ξεχνάμε με ποια πλευρά είμαστε.
Ένα κόκκινο νήμα που κάνει την πολιτική να γίνεται βίωμα, μνήμη και αγώνας.