Το όνομά του είναι Lucky. Δεν του το έδωσα εγώ. Σιχαίνεται το ελληνικό καλοκαίρι.
Δεν του αρέσει η ζέστη. Στις καλοκαιρινές του βόλτες, θα μπει ακάλεστος σε κάθε μαγαζί που έχει air condition και θα ξαπλώσει, αρνούμενος να περπατήσει. Δεν του αρέσει η θάλασσα. Μπήκε μια φορά -εκούσια- και κρατούσε μούτρα σε όλη την ανθρωπότητα για ώρες. Και τον έχω πάει διακοπές στα πιο όμορφα Κυκλαδονήσια, στην Άνδρο, στη Σέριφο, στη Σίφνο. Του αρέσει να σκάβει στην άμμο. Κάτι είναι κι αυτό.
Αγαπά τους ηλικιωμένους. Υπερβολικά. Απεναντίας, στα μικρά παιδάκια δεν κάθεται εύκολα για χάδια. Αν σε συμπαθεί, όταν σε βλέπει πηδάει και τρέχει στην αγκαλιά σου. Η αγαπημένη του λέξη είναι “βόλτα” και αν του πεις “τιμωρία” θα σε κοιτάξει με το βλέμμα του Μπάμπι. Στις βόλτες θέλει να προπορεύεται, να μυρίζει τα πάντα, να συναντά σκυλίτσες και να γρυλλίζει στα αρσενικά. Τρελαίνεται για τις βόλτες σε δάση και πάρκα.
Τον υιοθέτησα πριν τρία σχεδόν χρόνια. Απορώ πως ζούσα χωρίς τον Lucky τόσα χρόνια. Ο μπαμπάς μου, όποτε μιλάμε στο τηλέφωνο, θα ρωτήσει “τι κάνει ο Λάκης”. Εννοείται είναι μέλος της οικογένειας. Είναι ο Lucky Δημητρίου. Του αγοράζουν παιχνίδια, λιχουδιές, κουβερτούλες και ρουχαλάκια. Πίστευα ότι είμαστε γραφικοί. Έμαθα, μετέπειτα, ότι μπορείς να βγάλεις πολλά συμπεράσματα για κάποιον αν παρατηρήσεις πως φέρεται στο κατοικίδιο του.
Ο σκύλος μου έχει ενσυναίσθηση. Περισσότερο ανεπτυγμένη από τη δική μου. Καταλαβαίνει πότε είμαι λυπημένη κι έρχεται με τη γλώσσα του να με γλείψει, παρηγορητικά. Ξέρει πότε είμαι θυμωμένη και κρύβεται κάτω από καναπέδες και κρεβάτια. Δεν αντέχει τις φωνές. Πιθανότατα είχε κακοποιηθεί όταν κυκλοφορούσε ως αδεσποτάκι στους δρόμους. Φοβάται τους μεγαλόσωμους άνδρες.
Είναι άρρωστος με το πρόγραμμά του. Αν περάσει η ώρα της πρωινής του βόλτας και κοιμάσαι, θα σε ξυπνήσει. Είτε κάνοντας θορύβους είτε τραβώντας το σεντόνι με τα δόντια του είτε πατώντας με το πατουσάκι του στο μάτι σου. Αν το βράδυ δεν βγει στην ώρα του, θα αρχίσει να γαβγίζει απαιτώντας το. Έχω ενοχές οπότε δεν μπορώ να ανταποκριθώ στο ρόλο που μου έχει αναθέσει ο Lucky. Με έμαθε να ζω λιγότερο εγωιστικά. Εξαιτίας του Lucky έβαλα την έννοια του προγράμματος στη ζωή μου. Στο παρελθόν, μετά το γραφείο μπορούσα να βγω στα καπάκια για ένα ποτό. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συμβεί αυτό όταν έχεις σκύλο.
Μικρότερος είχε τριφτεί στο χέρι μιας φίλης μου όταν τον χάιδευε. Άβολη στιγμή. Πλέον, έχει μια τεράστια λούτρινη αρκούδα (στο μέγεθος του) και έχουν μόνιμη σχέση. Αγαπά τη Θεσσαλονίκη, παβλοφικά. Όποτε επιστρέφω στον τόπο μου, τον περιμένει μαγειρεμένο φαγητό και παιχνίδια. Είναι ΠΑΟΚ. Γιατί η μούρη του είναι μισή άσπρη και μισή μαύρη. Και γιατί έχει σπίτι στο Κορδελιό Θεσσαλονίκης. Έπρεπε.
Στα τρία αυτά χρόνια που ζούμε μαζί άλλαξαν πολλά. Εγώ κυρίως. Μπορώ να με φανταστώ πλέον να ζω σε άλλο σπίτι, σε άλλη πόλη, να αλλάζω εργασιακό περιβάλλον, να επιλέγω άλλη καθημερινότητα με άλλα πρόσωπα. Δεν μπορώ ποτέ να μην με φανταστώ με ένα μικρό ημίαιμο παιχνιδιάρικο μαλτεζάκι δίπλα μου. Η σκέψη μιας ζωής χωρίς το Lucky μπορεί να με παραλύσει.
Έχει σύνδρομο αποχωρισμού. Το υπέροχο ζευγάρι που τον βρήκε να περιφέρεται στο κρύο, παραμονή Χριστουγέννων, σε ένα χωριό των Ιωαννίνων ήθελε να τον κρατήσει. Η σκυλίτσα τους όμως ζήλευε την προσοχή που ήθελε ένα φοβισμένο κουτάβι που ζύγισε ούτε δύο κιλά. Κι έτσι βρέθηκε στην αγκαλιά μου (τα παιδιά απευθύνθηκαν στο φιλοζωικό σύλλογο του Δήμου Παπάγου-Χολαργού και με μια ανάρτηση του συλλόγου στο Facebook για υιοθεσία έγινε κομμάτι της ζωής μου).
Όταν τον είδα στην ανάρτηση έπαθα “βλέπω καρδούλες”. Πραγματικά, πήρα τηλέφωνο τις φίλες μου και τις απείλησα να γράψουν συστατική επιστολή για να μου τον δώσουν. Στην πρώτη συνέντευξη με την υπεύθυνη των υιοθεσιών, είχα καθαρίσει το σπίτι, είχα αγοράσει κεράσματα, είχα διαβάσει βιβλιογραφία, πήγα έτοιμη. Τη πρώτη φορά που τον είδα εκείνος έτρεμε. Φυσικά έκανε εμετό (ζαλίζεται στα αυτοκίνητα) και δεν έβγαλε κιχ.
Μετά από ένα σεισμό πριν ένα καλοκαίρι δεν καθόταν μόνος του στο σπίτι. ‘Εκλαιγε ακατάπαυστα. Επί ένα μήνα τον κουβαλούσα στο γραφείο μαζί μου. Παραλίγο θα του έκοβαν μισθό. Δεν αγαπά το Πάσχα. Οι κροτίδες και τα βεγγαλικά τον τρομάζουν και φοβάμαι μήπως σταματήσει να χτυπά η καρδιά του.
Η σκέψη του, η όψη του, η ύπαρξη του με καθησυχάζουν. Αυτό κάνουν τα ζώα. Υπάρχουν για να κάνουν τη ζωή μας πιο υποφερτή, πιο αθώα, πιο όμορφη, νοηματοδοτούν μια βαρετή βόλτα, αποφορτίζουν την ψυχή μας. Από τότε που με αγάπησε ο Lucky σκέφτομαι ότι αν συναντήσω κάποιον που βασανίζει αδέσποτα και τα δηλητηριάζει θα γίνω βίαιη. Δεν υπάρχει πλέον καμία περίπτωση να επισκεφθώ ζωολογικό, τσίρκο ή πάρκο με ζώα. Όταν λείπει από το σπίτι, η σιωπή απλώνεται εκκωφαντικά. Κατανόησα γιατί κάθε άστεγος που βλέπω στους δρόμους της Αθήνας έχει μαζί του ένα σκυλάκι. Και φροντίζει να έχει εκείνο φαγητό, παρά ο ίδιος.
Έχουν γραφτεί τόσα κλισέ: για τα ζώα που δεν μας αξίζουν, για το γεγονός ότι μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους και ότι η αγάπη τους είναι ανιδιοτελής. Επιβεβαιώνω. Γινόμαστε cheesy οι “γονείς”. Αλήθεια είναι. Αλλά μακάρι να μπορούσαμε να φροντίσουμε όλα τα αδέσποτα εκεί έξω, όλα τα βασανισμένα γαϊδουράκια, όλες τις αλεπούδες που σφαγιάζονται για γούνες, όλες αυτές τις ψυχές που βασανίζουμε ως ανθρωπότητα για το κέρδος. Δεν μπορούμε. Οπότε, κάνει ο καθένας μας τη προσπάθεια του με το ζωάκι που τον επέλεξε κι ας ζητήσουμε από την Πολιτεία νόμους για αδέσποτα ζώα και αυστηρές ποινές για την κακοποίηση τους.
Ο Lucky όταν τον μαλώνω ή αργώ στα ραντεβού μας, με κατουράει. Κυριολεκτικά.