Αρχές Σεπτέμβρη στην Αθήνα με τα μπαρ να κλείνουν στις 12, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν σου δώσουν χαρά. Η επόμενη αργία αργεί, ενώ ο καύσωνας ταυτόχρονα σε ισοπεδώνει. Μέσα σε όλα αυτά, προσπαθείς μάταια να αποδεχτείς ότι το καλοκαίρι τελείωσε. Μόνο κάτι τέτοιες συναυλίες μας βγάζουν από τη ρουτίνα και μας δίνουν κουράγιο να συνεχίσουμε.
Να τονίσω ότι δεν έτυχε ποτέ ξανά στη ζωή μου να βρεθώ σε συναυλία που έπρεπε να είμαι καθιστός. Με είχε καλέσει ο Ρόμπι Γουίλιαμς το 2001, στο Royal Albert Hall στο Λονδίνο, αλλά λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων δεν είχα καταφέρει να πάω.
Μπήκαμε στον χώρο της Τεχνόπολης και από την είσοδο ακόμα καταλάβαινες ότι κάτι δεν πάει καλά. “Όλοι μάσκες παιδιά“, φώναζε ένας τύπος ικανών διαστάσεων που δεν σου άφηνε κάποιο περιθώριο να διαφωνήσεις. Περάσαμε τον “έλεγχο” και προχωρήσαμε προς τον συναυλιακό χώρο. Μια κοπέλα ήρθε, μας ζήτησε τα εισιτήρια και μας είπε, “Ελάτε μαζί μου να σας πάω στο τραπεζάκι σας”. Από συνήθεια βγάζω 50 ευρώ, της τα δίνω συνωμοτικά και της ψιθυρίζω “μπροστά αν μπορείς“, (χρόνια πολλά ΠΑΣΟΚ). Όχι εντάξει δεν το έκανα, αλλά μην σου κρυφτώ μου πέρασε από το μυαλό.
Φτάνουμε στο τραπέζι μας, καθόμαστε, έρχεται ο σερβιτόρος, παίρνουμε τις μπίρες μας και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα. Κάπως σαστισμένοι στην αρχή, αρχίζουμε να συζητάμε μεταξύ μας και να παρατηρούμε το περιβάλλον γύρω μας. Όλοι πάνω κάτω στο ίδιο mood. Κάπως μουδιασμένοι, να σιγοτραγουδούν.
Λίγες μπίρες και αρκετό Σωκράτη μετά, περάσαμε στο στάδιο της συνειδητοποίησης. Τι να κάνουμε τώρα μαν μου, έτσι είναι κάτσε και απόλαυσε το. Αλλά ο Σωκράτης γέλασε, γιατί ο Σωκράτης ξέρει. Ακούς ξαφνικά ένα “πουλάκια μου“, καταλαβαίνεις από τις πρώτες νότες που πάει η φάση και έρχεται. ‘’ααα, τα ρούχα μου μυρίζουνε φωτιά’’, Τι θα γίνει τώρα; Να σηκωθώ και να φωνάξω; Nα πετάξω τη μπίρα στον αέρα και να τρέξω; Όχι, θα δω τι θα κάνουν και θα πράξω αναλόγως. “Ε Ε Ε, άσε τα ψέματα και βγες απ’ τον τεκέ“. Τίποτα. Δεν σηκώθηκε κανείς. Μωρέ μπράβο μας..”ωωω, δεκάρα τσακιστή για τον γαμπρό“, ε όχι τώρα δεν μπορεί, θα γίνει χαμός ρε, θα σηκώσουμε όλοι το χέρι να το πούμε, ακόμα και οι υπεύθυνοι. “Tον ….“. Καθιστοί….. Όλοι….. Ίσως σηκώθηκαν 2-3, ως εκεί όμως. Το πρώτο τεστ το περάσαμε, αλλά η σπίθα είχε ήδη ανάψει. Και αντί κάποιος άνθρωπος να το καταλάβει αυτό και να πει, ε, μάγκες 5 λεπτά διάλλειμα να ηρεμήσουν τα πνεύματα, μπουμ, Πεχλιβάνης.
Ένα τεράστιο “τι έγινε ρε παιδιά” πλανιέται πάνω από την Τεχνόπολη και σηκώνονται όλοι. “Μια νύχτα θα ‘ρθει από μακριά, αμάν, αμάν”.
Όμως οι “κέρβεροι” ήταν προετοιμασμένοι. Έτρεχαν γύρω-γύρω από τα τραπέζια και σε ανάγκαζαν να καθίσεις κάτω. Ασφαλώς υπακούσαμε όλοι στις οδηγίες και καθίσαμε.
Και κάπως έτσι κύλησε όλη η συναυλία. Ένα κοινό με τεράστια ανάγκη να φωνάξει, να ξεσπάσει με τα τραγούδια και τη φωνή του Σωκράτη και οι υπεύθυνοι της συναυλίας γύρω γύρω σαν επιτηρητές στις Πανελλήνιες εξετάσεις. Όσες “προκλήσεις” κι αν έκανε από τη σκηνή ο Σωκράτης (έπιασε βροχή, τον χρόνο να λαβώσω, πριγκιπέσσα), ο κόσμος έσφιγγε τα δόντια αλλά έμενε στις καρέκλες.
Η ώρα πέρασε, είχε φτάσει 12 πάρα πέντε και άρχισε να παίζει “Στην Αμερική”.
“Και σαν το κουρελόβαρκο αδειάσει στο λιμάνι θα τους στοιβάξουν στη σειρά οι ξένοι πολισμάνοι’’ |ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ|. Που αν έδινες όλη σου την προσοχή άκουγες από πίσω ένα ΣΩΚΡΑΤΗ Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΚΟΡΩΝΟΪΟ.
Εκεί ίσως κάποιοι να σηκώθηκαν.. Δεν έβλεπα και καλά.. Δεν είχε καλό φως.
Θα μου πείτε τώρα, “ρε συ περίεργη εμπειρία“. Ε, είναι περίεργη εμπειρία αλλά πρέπει να γίνει τι να κάνουμε. Αν με ρωτάς, τα πρώτα δέκα λεπτά είναι δύσκολα. Μετά συνειδητοποιείς, ζορίζεσαι, το αποδέχεσαι, απολαμβάνεις. Δεν πιστεύω ότι θα γίνει ποτέ λατρεία αυτή η συνήθεια, αλλά σίγουρα πρέπει να την ανεχτούμε. Ελπίζω για λίγο ακόμα.
Ευχαριστούμε Σωκράταρε!