Φώτα, κάμερα, κλακέτα: “Ιστορία ‘Β Γυμνασίου, Κεφάλαιο 5, λήψη 1η”. Και… πάμε!
Μπορεί να ‘σαι τεχνοφοβικός απ’ αυτούς που δεν έχουν κινητό γιατί σκιάζονται την ακτινοβολία. Ή μπορεί να ‘σαι “γκατζετάκιας” απ’ αυτούς που στήνονται στις ουρές για ν’ αγοράσουν πρώτοι τα κινητά νέας γενιάς. Ίσως να ‘σαι συνωμοσιολόγος απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι μυστικές ελίτ σκοπεύουν να μας φορέσουνε τσιπάκια για να φέρουν τον αντίχριστο, ή μπορεί και να ‘σαι από κείνους που ελπίζουν σ’ ένα μέλλον με το χρήμα να ‘ναι μόνο πλαστικό. Μπορεί να ‘σαι ακόμα κι απ’ αυτούς που θέλουν κάμερες στους δρόμους, για “εξασφαλισμένη” ησυχία – τάξη – ασφάλεια. Ο,τι και να ‘σαι, δεν έχει σημασία…
Κάμερα σε τάξη, δεν μπορεί να θέλεις. Και δεν μπορείς να τη ζητάς, γιατί…
…χτυπάει κατάστηθα την ελευθερία, τη διδασκαλία, και πρώτ’ απ’ όλα τη λογική!
Το κακό σενάριο (μια και μιλάμε για… ταινία!), λέει: Μια κάμερα σε τρίποδο, να γράφει “γενικό πλάνο” το μάθημα. Να καταγράφει δηλαδή εφήβους, και να τους προσφέρει στο πιάτο άλλων εφήβων, των “τυχερών”, που κάθονται στο σπίτι κι απολαμβάνουν το μάθημα στην τηλεόραση, με ποπ κορν και κόκα κόλα. Κι ίσως, παρέα δίπλα δυο γονείς, δυο παππούδες, ένα αδερφάκι, κι “ελάτε παιδιά, ξεκινάει το μάθημα, μη χάσετε το επεισόδιο σήμερα έχει έκθεση! Ας φάμε πρωινό μπροστά στην τηλεόραση”.
Μεταξύ μας, καθόλου πρόβλημα δεν θα ‘ταν κάτι τέτοιο, σε μια κοινωνία κατανόησης, αγάπης, αδελφοσύνης και γυμνού τζόκιν στα λιβάδια. Όμως, καθόλου μεταξύ μας, δεν ζούμε σε τέτοια κοινωνία. Με το μπούλινγκ και το κουτσομπολιό να θερίζουν ευαίσθητους εφήβους και τσαλακωμένες οικογένειες, δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει μια συζήτηση για τούτο το κακό σενάριο. Όπως το διαβάζεις, τσαλακώνεις το χαρτί, το πετάς στο καλάθι, φωνάζεις “επόμενος!”, και υποδέχεσαι τον επόμενο σεναριογράφο.
Το “καλό” σενάριο, μοιάζει ικανό να κλέψει την καρδιά του κοινού, αφού το “καλό” σενάριο τα παιδιά τα προστατεύει. Ένας καθηγητής με το λάπτοπ του ανοιχτό στην έδρα, με το κινητό του να γράφει τον ίδιο μόνο, κάνει το μάθημα “σχεδόν όπως θα το ‘κανε κι εξ αποστάσεως”. Ξέρεις πόσο πολύ χαλάει το happy end ένα σχεδόν; Αν δεν το ξέρεις, σκέψου το:
Ξάφνου ο καθηγητής θα ‘ναι μαζί κάμερα μαν, κι ηθοποιός, και σκηνοθέτης!
Παράλογο δεν είναι; Κι ακόμα πιο παράλογο, που μέσα σ’ όλο αυτό το one man show θα πρέπει να παραμείνει και καλός καθηγητής. Θα πρέπει να διδάσκει όπως και πριν την ιστορία, τα μαθηματικά, τη φυσική του και τ’ αρχαία του, ταυτόχρονα ν’ ανησυχεί αν είναι μες στο πλάνο, και να προσέχει μη και μπει μέσα σ’ αυτό κάποιο παιδί, μιας που τότε κινδυνεύει το σενάριο ν’ αρχίσει πάλι να θυμίζει το “κακό”. Κι ακόμα, θα πρέπει να φροντίζει με μεγάλη προσοχή ν’ αρέσει πια το μάθημά του, όχι μονάχα στα παιδιά αλλά και στους γονείς, που θα μπορούν να παρακολουθούν από το σπίτι. Και τότε πια δεν θα μπορεί να κάνει αυτό (και πρέπει να μπορεί!):
Ο “τρόπος” του, βγαίνει στη φόρα να κριθεί από ανθρώπους που δεν είναι μαθητες του. Το λάθος του, αθώο, μικρό, μπορεί να τον ακολουθεί για πάντα. Εσύ που λες: “Τι ντρέπονται; Γιατί φοβούνται; Ναι, ζήτω, κάμερα στην τάξη!“, θα ‘θελες κάμερα μες στη δική σου τη δουλειά; Δεν θα ‘θελες. Δεν θα ‘θελες γιατί, κι αν ήσουν ο καλύτερος, θα ‘χε ο κόσμος όλος τρόπο να σε κρίνει, να γκρινιάξει, να γελάσει. Οι άνθρωποι δεν είναι ηθοποιοί μες στη ζωή τους! Δεν είναι και δεν πρέπει να ‘ναι, κι όμως θα γίνουν αν η τάξη τους θα περιμένει μ’ ανοιγμένη κάμερα. Και μην ακούσω πως “δεν θα μπορεί κανείς να ρίξει ένα βίντεο του μαθήματος στα social media” που διψάν να ξεφτιλίσουν. Αυτό δεν γίνεται, το ξέρω και το ξέρεις.
Αλλά κι αν γίνεται, τι σώζεται; Το “δάσκαλος – ηθοποιός χωρίς σενάριο”, μοιραία σημαίνει πως το μάθημα…
…από ένας ζωντανός διάλογος, γίνεται μια παράσταση άνευρη, με πρωταγωνιστή και κριτικούς!
Ξάφνου, το πνεύμα όλο της διδασκαλίας πάει περίπατο. Όλη η ζωντανή επικοινωνία της τάξης, όλες εκείνες οι προσωπικές στιγμές του καλού δασκάλου με τους μαθητές του (αυτές που κάνουν το κάθε μάθημα να μοιάζει λιγουλάκι με μυστικό συμβούλιο για φάρσα), χάνονται μπροστά στο φακό μιας κάμερας που βγάζει αυτό το “μέσα”, έξω. Και δημιουργεί απαιτήσεις show business, αφού η μάθηση έγινε θέαμα κι η αίθουσα πλατεία.
Ας γίνει κατανοητό: ενάντια στην κάμερα δεν είναι μόνο ένας καθηγητής “σκάρτος”, που σκιάζεται μην τον ανακαλύψεις. Ενάντια είναι κι ένας καθηγητής καλός, που θέλει να παραμείνει τέτοιος. Βλέπεις, αν έχει μες στο νου του πού θα σταθεί, πώς θα μιλήσει, τι θα πει σε τρία διαφορετικά ακροατήρια (μαθητές εντός, μαθητές εκτός, γονείς σε live παρακολούθηση), δεν μπορεί να ‘χει μες στο νου του το καλό του μάθημα. Ένας καλός καθηγητής πρέπει να ‘ναι ήρεμος, και χαλαρός, να παθιάζεται πρώτα εκείνος μ’ όσα διδάσκει, να χτίζει δεσμούς συνωμοτικούς και παρεΐστικους με την τάξη του – έτσι την κάνει να ενδιαφερθεί, έτσι κερδίζει το σεβασμό της. Αν του τα πάρεις όλ’ αυτά, δεν είναι άλλο δάσκαλος. Είναι ένας άνθρωπος που έχει γνώσεις, και τις μοιράζεται μ’ ανθρώπους που δεν έχουν. Σαν εγχειρίδιο που αντί να γράφει, λέει. Όμως αυτά που λέει, κανένας δεν ενδιαφέρεται πια να τ’ ακούσει…