Θυμάται τη μάνα του, να τον τραβάει από το χέρι στην κουζίνα. “Ο παππούς, δεν είναι καλά. Αρχίζει και ξεχνάει“. Ήταν περίπου 15 χρονών και είχε παρατηρήσει τον κυρ Βασίλη, να δυσκολεύεται να ακολουθήσει συζητήσεις. Επαναλάμβανε τα ίδια πράγματα, μπέρδευε γεγονότα και ονόματα, δεν θυμόταν που είναι η τουαλέτα στο σπίτι τους. Με το ζόρι σχεδόν, τον πήρε και τον πήγε στον νευρολόγο. Ο παππούς δεν ήθελε. Καταλάβαινε και ο ίδιος, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Διαγνώσθηκε με Αλτσχάιμερ. Πέρασε λίγος καιρός και ο παππούς είχε τάσεις φυγής. Ένα βράδυ τους πήρε τηλέφωνο η γιαγιά, γιατί δεν είχε επιστρέψει απ’ το καφενείο. Είχε πάει η ώρα 22:00 και εκείνος άφαντος, παρότι κάθε βράδυ στις 21:00, ήταν σπίτι. Άρχισε να περπατάει όλους τους δρόμους της γειτονιάς, πέρασε από τα στέκια του και τα μέρη, που επισκεπτόταν.
Αναρωτιόταν διαρκώς που μπορεί να πάει ένας άνθρωπος με Αλτσχάιμερ. Μπήκε στο αμάξι με τους γονείς του και έφτασαν, μέχρι τη διπλανή πόλη. Ακολούθησαν τη νοητή ευθεία, του σπιτιού του παππού. Τον βρήκαν να περιπλανιέται, με το πιο φοβισμένο βλέμμα που είχε δει σε άνθρωπο. Δεν πρόκειται να το ξεχάσει, ποτέ στη ζωή του. “Εδώ είστε ρε παιδάκια μου, μπερδεύτηκα και έστριψα λάθος, το διάολο τους για ταμπέλες στους δρόμους”, τους είπε.
Με την αγωγή πήγαινε καλύτερα, μα ξέχναγε συχνά, πρόσφατα γεγονότα. Συνέχιζε να τους λέει ιστορίες, για τότε που ήταν ακόμη παιδί, έφηβος, για όταν πήγε φαντάρος να υπηρετήσει στα σύνορα. Την τελευταία φορά που τον είδε, ήρθε να τον συγχαρεί, γιατί πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Με λεφτά κρυμμένα στην παλάμη και ένα κουτί γλυκά. Τον πήρε μια θεόρατη αγκαλιά και του είπε: “Μπράβο αγόρι μου! Τώρα που θα γίνεις γραμματιζούμενος, να μην ξεχάσεις τα παππούδια σου”. Θυμήθηκε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια, πολλές από τις ιστορίες που είχαν μοιραστεί. Λίγες μέρες μετά, πέθανε, λόγω ενός βαρύτατου εγκεφαλικού.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες, παρόμοιες. Χιλιάδες, για του λόγου το αληθές. O Σεπτέμβριος, είναι παγκοσμίως μήνας αφιερωμένος στην άνοια και τη νόσο Αλτσχάιμερ. Σύμφωνα µε στατιστικά στοιχεία, ένας στους πέντε ανθρώπους πάνω από τα 65 χρόνια, θα νοσήσει κάποια στιγμή από άνοια. Στη χώρα µας, περίπου 200.000 άνθρωποι πάσχουν σήμερα από άνοια και ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί δραματικά στο μέλλον.
Κάθε ασθένεια έχει το ζόρι της, τους πόνους, τα σωματικά και ψυχολογικά εμπόδια, που θα σε βάλει, να αντιμετωπίσεις. Έτσι και η άνοια. Η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, είναι δαιδαλώδης και δύσκολη. Οι βιολογικές τρικλοποδιές της ασθένειας, σε συνδυασμό και την κοινωνική προκατάληψη και το στίγμα απέναντι τους, δημιουργούν προβλήματα, στα άτομα που πάσχουν από άνοια. Στα ημέτερα χωράφια, υπάρχει έλλειμμα στο κομμάτι της ενημέρωσης και εκπαίδευσης των δημόσιων λειτουργών, αλλά και όσων συνυπάρχουν με τους πάσχοντες, με αποτέλεσμα εκείνοι να περιθωριοποιούνται κάποιες φορές και να αντιμετωπίζονται σχεδόν ρατσιστικά, ως ανίκανα να επικοινωνήσουν. Βλέπεις, όταν βρεθούν με κάποιον ηλικιωμένο που ξεχνάει, ή κάνει επανειλημμένα λάθη σε ονόματα και ημερομηνίες, αβίαστα αρκετοί θα πουν πως: “Πάει, χάζεψε ο παππούς”. Σε αυτό το απλό ανάθεμα του χαζέματος, κρύβονται ωστόσο, τα περισσότερα από τα προβλήματα, που βιώνουν οι συνάνθρωποι μας.
Είναι χρέος όλων λοιπόν, να παρέχουν την απαιτούμενη φροντίδα, σε όσους παλεύουν με την άνοια. Οφείλουμε, να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα τους και να διευκολύνουμε την καθημερινότητα αυτών και των φροντιστών τους. Καλό είναι λοιπόν, αν παρατηρήσουμε κάποιες ανησυχητικές αλλαγές στους ανθρώπους που αγαπάμε και βρίσκονται στο κοντινό μας περιβάλλον, να συμβουλευτούμε το κατάλληλο ιατρικό προσωπικό.
Είναι σημαντικό, να ενθαρρύνουμε με την στάση μας (σωματική και λεκτική), την επικοινωνία μαζί τους, δίχως να προδηλώνουμε ανησυχία, άγχος, αναστεναγμούς και στεναχώρια, καθότι γίνονται αντιληπτά από τον συνομιλητή μας. Με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για 340.000 Έλληνες, που θα νοσούν το 2030 από Αλτσχάιμερ και τον αριθμό τους, να υπέρ-τριπλασιάζεται το 2050, απαιτείται συλλογική προσπάθεια διαχείρισης των περιστατικών.
Ας ξεκινήσουμε, με ένα απλό βήμα. Να μη θυμώνουμε δηλαδή, με τα παππούδια που ξεχνάνε. Ας τους ανταποδώσουμε, την υπομονή που έδειξαν, όταν μας μεγάλωναν και ας τους πούμε, όσες φορές χρειαστεί, ότι τους αγαπάμε!