Θυμάμαι ήμουν 16 χρονών. Ένα βράδυ καθημερινής περπατούσα με 2 φίλους την οδό Μενάνδρου κοντά στην αφετηρία του συγχωρεμένου του 839 (δεν υπάρχει πια η συγκεκριμένη γραμμή). Το λεωφορείο ήταν αραγμένο και όπως μας είπε ο οδηγός θα ξεκινούσε το δρομολόγιο του σε 10 λεπτά. Τρυπώσαμε μέσα και οι τρεις, αφού ακυρώσαμε τα εισιτήρια μας. Εγώ έπιασα το αγαπημένο μου παράθυρο και άραξα στο κάθισμα μου. Απέξω είχε βραδιάσει για τα καλά, και έβλεπες μόνο στόρια κατεβασμένα και πόρτες κλειδωμένες. Σαν από το πουθενά εμφανίστηκε ένας αποστεωμένος 40αρης κουβαλώντας 2 δεμάτια πράγματα και ένα σκισμένο σάκο στην πλάτη. Ήταν κάθιδρος και φαινόταν πως βίωνε μεγάλο πόνο. Σκέφτηκα να πάω να τον βοηθήσω, μα φοβήθηκα για κάποιο λόγο. Ενεργοποιήθηκαν όλα εκείνα τα: να προσέχεις, μην μιλάς σε αγνώστους, μην κοιτάς, επιτάχυνε το βήμα σου, που μας ταΐζουν από μικρούς. Έβγαλε λοιπόν από το σακίδιο μια σύριγγα και ένα λάστιχο. Στην τσέπη του παντελονιού έψαξε και βρήκε ένα αλουμινόχαρτο. Λίγα λεπτά μετά, σούταρε ηρωίνη στις φλέβες του.
Δεν είχα ξαναδεί κάποιον να το κάνει. Το λεωφορείο ξεκίνησε και έμεινα να αναρωτιέμαι πού θα κοιμηθεί αυτός ο άνθρωπος. Αν έχει σπίτι, φίλους, κοπέλα. Κυρίως αναρωτιόμουν και δεν ξέρω ακόμη και σήμερα το λόγο, πώς ήταν αυτός ο άνθρωπος πριν. Προτού ξεκινήσει να κάνει χρήση και του φορέσουν την ταμπέλα του ναρκομανή ή τοξικομανούς στο κούτελο. Προτού γεμίσει πληγές από τις βελόνες και πριν ξεκινήσει να πονάει, όταν δεν έβρισκε την δόση του. Πριν εθιστεί λοιπόν. Ανώνυμος εθισμένος, έτσι έμεινε στο μυαλό μου. Τα ονόματα άλλωστε δεν έχουν σημασία. Ούτε η μορφή εθισμού. Τι σημασία έχει αν λέγεται Γιάννης ή Σπύρος; Τι σημασία έχει αν πίνει αλκοόλ, χάπια, πρέζα, αν καπνίζει μανιωδώς, αν είναι τζογαδόρος, ιπποδρομιάκιας, χουλιγκάνι;
Καλοντυμένος η κακοντυμένος, όμορφος ή άσχημος, ψηλός η κοντός, άντρας ή γυναίκα. Το πρόσωπο όταν αναζητά με πάθος την ουσία που τον φτιάχνει, τον ηρεμεί, τον πορώνει και σταδιακά τον εξαϋλώνει είναι το ίδιο. Μοιάζει πανανθρώπινο. Κουρασμένο, με τα μάτια υγρά και νυσταγμένα, κοιτά φοβισμένο και ζητά με μανία μια δόση αλήθειας σε έναν ψεύτικο κόσμο. Έτσι του έχουν πει, έτσι του έχουν μάθει. Για να τα βγάλει πέρα πρέπει να πιαστεί από κάπου. Τους ανθρώπους τους αποφεύγει καιρό τώρα. Τον έχουν απογοητεύσει. Τον έχουν πληγώσει. Νομίζει πως τους μιλάει, μα δεν τον ακούνε. Τον χτυπάνε με προσποιητό ενδιαφέρον στην πλάτη, προσπερνώντας αυτόν και τα προβλήματα του.
Το αλκοόλ, η πρέζα, τα χαρτιά, η πουτάνα η αντίπαλη η ομάδα είναι εκεί. Δε ρωτάει πολλά, δε ζητάει τίποτα. Για αυτό και εκείνο το κουρασμένο πρόσωπο ενδίδει κάθε φορά. Και ας ορκίζεται ότι είναι η τελευταία φορά. Και ας ξέρει ότι το ευτυχισμένο τέλος που του υπόσχεται η πρέζα δεν θα έρθει ποτέ. Το τέλος του είναι άλλωστε λίγο πολύ προδιαγεγραμμένο αν δεν καθαρίσει. Πόνος, εξευτελισμός, μοναξιά, θάνατος. Το πρόσωπο θα καθαρίσει όμως. Δεν είναι σαν τους άλλους τους μαλάκες που τους έπινε και δεν το έπιναν. Μόνο σήμερα, μια τελευταία φορά, να μην πονάει. Μόνο σήμερα θα ενδώσει στον τελευταίο πειρασμό.
Μεγαλώνοντας αντιλήφθηκα πως η ζωή μας είναι μια καθημερινή μάχη με πειρασμούς και εθισμούς. Άλλοι υποκύπτουν, άλλοι όχι. Οι πρώτοι, συχνά περνάνε στο περιθώριο. Όχι αυτό που αγαπά η λογοτεχνία και το σινεμά, φορώντας του τον μανδύα το μποεμισμού. Αυτό που έχει φόβο, μίσος κάποιες φορές, υποτιμητικά σχόλια, βία, στέρηση δικαιωμάτων και στιγματισμό. Τόσα χρόνια εκείνη η εικόνα του ανθρώπου που σούταρε ηρωίνη στο μπράτσο του, δεν έχει φύγει από το μυαλό μου. Όπως και η σκέψη, πως αν η ζωή τα ‘χε φέρει διαφορετικά στον δρόμο μου, μπορεί και να ήμουν στην θέση του.
Σήμερα είναι η παγκόσμια μέρα κατά των ναρκωτικών και όπως κάθε παγκόσμια μέρα, είμαστε πλέον του συνηθισμένου ευαίσθητοι με το θέμα. Ας αφιερώσουμε λίγο από τον χρόνο μας σε σελίδες οργανισμών που ασχολούνται με το θέμα και τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου.