Η ζωή του Στέφανου Τσιτσιπά είναι ήδη “κινηματογραφική”. Με στιγμές όμως που μοιάζουν ακόμα πιο “τραγικές” – και τραγελαφικές, μην κρυβόμαστε – όπως οι χθεσινές με την, σε παγκόσμια μετάδοση, έκρηξη του καλύτερου έλληνα τενίστα προς τον προπονητή του, Απόστολο Τσιτσιπά, που θυμίζουν αρχαιοελληνική τραγωδία, με ύβρεις, τιμωρίες, χορούς και όλα τα… συναμαρτούντα. Η σημερινή ανακοίνωση της λήξης της σχέσης “προπονητή-αθλητή” μεταξύ πατέρα και γιου, και η, καλογραμμένη αλλά και αρκετά αποκαλυπτική για την προβληματική της κατάστασης που υπήρχε εδώ και καιρό, σχέσης των δυο τους, και προφανώς και ολόκληρης της οικογενειακής δομής, ήρθε να επιβεβαιώσει, αυτό που οι πιο ψύχραιμοι έλεγαν εδώ και καιρό για τον “Τσίτσι” και τις εκρηκτικές του στιγμές εναντίον των γονιών του’ πως δεν είναι αυτός ούτε η πηγή, ούτε καν το επίκεντρο του προβλήματος”
Το απαραίτητο ξέσπασμα και η αναγκαιότητα του διαχωρισμού
Το τι έχει γραφτεί και ειπωθεί για τον Στέφανο Τσιτσιπά σε social media και μεταξύ φίλων, θα έστελνε την πλειοψηφία των “απλών ανθρώπων” στο ψυχιατρείο αν τους αφορούσαν. Ευτυχώς για τους περισσότερους αθλητές του κορυφαίου επιπέδου, των παγκόσμιων σταρ των 5-6 πιο δημοφιλών σπορ στον κόσμο δηλαδή, μεταξύ των οποίων κι ο Στέφανος, η ενασχόληση με το Instagram, το Facebook, το Χ, πόσω δε μάλλον με το TikTok, είναι… απαγορευμένη.
Η αλήθεια είναι πως ο Στέφανος δεν είναι ο πιο αγαπημένος αθλητής του ελληνικού κοινού. Αλλά αυτό είναι εύκολα εξηγήσιμο. Πρώτα απ’ όλα, ας δεχτούμε πως ο διαφαινόμενος “κωλοπαιδισμός” του, δεν είναι κάτι που ούτε τον ενοχλεί, ούτε κάτι που κι ο ίδιος προσπάθησε ποτέ ως τώρα να “μειώσει”, ή να σβήσει από την “κοινή γνώμη”. Μιλώντας με ψυχολόγους και ψυχαναλυτές – παρότι όλοι τους, απολύτως επαγγελματικά αρνούνται να κάνουν “ψυχανάλυση εξ’ αποστάσεως” και “διάγνωση για κάποιον που δεν έχουν καν συναντήσει”, γι’ αυτό και όποτε βλέπετε κάποιον να κάνει κάτι ανάλογο δημοσίως, κρατάτε “μικρό καλάθι” για τις επιστημονικές του περγαμηνές ή, και για τον επαγγελματισμό του – όλοι συμφωνούσαν στα ίδια σημεία. Ο Στέφανος δείχνει να είναι μια ναρκισιστική προσωπικότητα, με εμφανή προβλήματα διαχείρισης θυμού και ανωριμότητα στην συμπεριφορά και στην αντίληψη/κατανόηση των ορίων μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, και επίσης μεταξύ των ρόλων οικογένειας/αθλητικής ταυτότητας.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους (υπέρ)επιτυχημένους αθλητές, ο Στέφανος δεν “πούλησε” ποτέ κάποιο από “μελιστάλαχτο” σενάριο από αυτά που οι μάζες και τα media λατρεύουν. Δεν είπε ποτέ πως μεγάλωσε δύσκολα, δεν έβγαλε κανένα λόγο ποτέ για “τον αγώνα να πετύχει” σε μια χώρα που, κακά τα ψέμματα, ούτε καμιά σοβαρή υποδομή είχε ποτέ στο τένις, ούτε παράδοση, ούτε και κοινό φυσικά να το παρακολουθεί. Ο Στέφανος, που εκτός από τους ανθρώπους του τένις δεν τον ήξερε άνθρωπος στην χώρα, ακόμα και όταν ήταν στο νούμερο 1 των juniors, των εφήβων τενιστών δηλαδή, παγκοσμίως στα 15-16 του. Ταξιδεύτοντας μικρό παιδί μεν, με τον πατέρα του πάντα δίπλα του δε, σε όλο τον κόσμο. Ναι, η μαμά Τζούλια, ήταν επαγγελματίας τενίστρια – επίσης νούμερο ένα στα juniors στην εφηβεία της – που είχε πάει μέχρι και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ναι ο παππούς του (ο πατέρας της μαμάς του δηλαδή), ήταν ποδοσφαιριστής που έκανε καριέρα στην Σοβιετική Ένωση και έπαιξε κι εκείνος στους Ολυμπιακούς, ναι ο πατέρας του ήταν δάσκαλος του τένις στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, και ναι ο Στέφανος μεγάλωσε μεταξύ Γλυφάδας και Αστέρα, μέσα στα κορτ, κρατώντας από νήπιο ρακέτες.
Αλλά κανείς δεν λέει ποτέ πως για να πετύχει ένα παιδί να είναι κορυφαίο στον κόσμο (!) από έφηβος, σε ένα από τα πιο σκληρά, ανταγωνιστικά και ψυχοφθόρα αθλήματα στον κόσμο, δεν αρκεί ούτε το DNA, ούτε οι καλοί προπονητές, ούτε οι πολλές ώρες στο γήπεδο, ούτε το ταλέντο μόνο. Ο Στέφανος, όπως εκατοντάδες άλλα παιδιά στα πιο δημοφιλή – και γι’ αυτό προσοδοφόρα – επαγγελματικά σπορ στον πλανήτη, είχε και συνεχίζει να έχει έναν σπάνιο συνδυασμό φυσικών προσόντων, ταλέντου, work ethic (και όχι δεν είναι “επαγγελματική ηθική” αυτή που κάνει ένα παιδί να παλεύει μέρα νύχτα και να λιώνει στα γήπεδα δουλεύοντας κάθε λεπτομέρεια του παιχνιδιού του, μεράκι, καψούρα, όρεξη, πάθος είναι, αλλά επίσης είναι και επιμονή, “ψώνιο”, εγωισμός, τσαγανό, τσαμπουκάς, “άντερα” και χίλια άλλα όσα), ψυχολογικών αντοχών και δύναμης, και φυσικά, συγκυριών και τύχης.
Σταρ αλλά και παιδί της “οικογενειακής επιχείρησης”
Η ελληνική οικογένεια – η ίδια αυτή που τόσο συχνά υμνούμε και εξυψώνουμε – είναι ταυτόχρονα η ρίζα και η τροχοπέδη για πολλούς νέους, εδώ και γενιές. Σε αυτό το πλαίσιο, η οικογένεια Τσιτσιπά δεν είναι απλώς μια οικογένεια με φιλοδοξίες· είναι μια επιχείρηση, ένας μηχανισμός που τρέφεται από τη συλλογική προσπάθεια, τις θυσίες και τις προσδοκίες όλων των μελών της. Ο Στέφανος, από νεαρή ηλικία, είχε αναλάβει τον ρόλο του κεντρικού πυλώνα αυτής της επιχείρησης, και ενώ αυτό το γεγονός τον ώθησε στα αστέρια του παγκόσμιου τένις, παράλληλα του φόρτωσε ένα βάρος δυσβάσταχτο.
Μόνο που εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με μια “συνηθισμένη οικογενειακή επιχείρηση”. Οι Τσιτσιπάδες δεν είχαν μια ταβέρνα, να τσακώνονται για τα λεφτά, τα χαρτζιλίκια, τα πιάτα και το πως μιλάει στους υπόλοιπους ο “πατέρας-αφεντικό” τα μεσημέρια και τα βράδια, όταν οι πόρτες ήταν κλειστές. Εδώ ο Στέφανος – με κέρδη καριέρας 31 εκατομμύρια δολλάρια από τα τουρνουά και μερικές δεκάδες ακόμα από τα πανάκριβα συμβόλαια με τα παγκόσμια brands που τον σπονσοράρουν – είναι ο γιος, ο υπάλληλος, ο σταρ, ο “εργάτης” και το αφεντικό μαζί. Κι ο πατέρας/προπονητής/μάνατζερ/μέντορας; Και τα αδέρφια που παλεύουν να κάνουν κάτι αξιόλογο και να χτίσουν μια καριέρα χωρίς ελπίδες να φτάσουν ποτέ στις κορυφές του Στέφανου; Κι η μητέρα που δεν είναι πια “μέλος του πυρήνα” και ζει σε απόσταση από τα “κέντρα αποφάσεων”; Κι όλοι οι υπόλοιποι;
Στην προσπάθεια της οικογένειας να διαχειριστεί την άνοδο του Στέφανου, οι ρόλοι μπλέχτηκαν, στρεβλώθηκαν και τελικά έγιναν αδιέξοδοι. Ο πατέρας του, Απόστολος Τσιτσιπάς, ανέλαβε το δύσκολο έργο του προπονητή, αφήνοντας κατά μέρους τον ρόλο του πατέρα. Και εδώ βρίσκεται η πρώτη αλήθεια: δεν μπορείς να είσαι τα πάντα για κάποιον, ειδικά όταν αυτός ο κάποιος είναι ο γιος σου. Ο Απόστολος, με τις καλύτερες προθέσεις, επιχείρησε να γίνει ταυτόχρονα καθοδηγητής, μέντορας και ηγέτης στον αγωνιστικό στίβο. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά όταν οι ρόλοι μπερδεύονται, οι αποχρώσεις της σχέσης τους άρχισαν να χάνονται. Η ευαισθησία του πατέρα σκεπάστηκε από τη σκληρότητα του προπονητή, και η φυσική ανάγκη για προστασία του παιδιού του άρχισε να διαφαίνεται ως καταναγκαστική καθοδήγηση. Ο Στέφανος όλα αυτά τα χρόνια μιλούσε με μεγάλη θέρμη, αγάπη και στοργή για τον πατέρα του. Πόσταρε πολλά και βαθιά αγαπησιάρικα μηνύματα κατά καιρούς. Αλλά ταυτόχρονα, γκρίνιαζε, φώναζε, του ασκούσε επιθέσεις, τον “έβαζε στη θέση του”.
Ο Στέφανος, από την άλλη, φαίνεται πως έπεσε στην παγίδα της ελληνικής οικογενειακής ηθικής: «οι γονείς ξέρουν καλύτερα». Από νεαρή ηλικία, δίδαχθηκε ότι το τένις είναι μια οικογενειακή υπόθεση, και έπρεπε να υπακούει στις οδηγίες του πατέρα του. Όμως, καθώς οι επιτυχίες πολλαπλασιάζονταν και οι απαιτήσεις αυξάνονταν, ο νεαρός αθλητής άρχισε να βιώνει τα πρώτα σημάδια της πίεσης. Οι συμβουλές του πατέρα του, οι οποίες άλλοτε ήταν χρήσιμες και αναγκαίες, άρχισαν να μοιάζουν περιοριστικές και, τελικά, ασφυκτικές. Το νερό είχε ήδη αρχίσει να υπερχειλίζει το φράγμα.
Η κρίση στο Μόντρεαλ ήταν η αναπόφευκτη κορύφωση μιας μακράς πορείας συσσωρευμένης έντασης. Ο Στέφανος, παγιδευμένος μέσα σε ένα σύστημα όπου ο πατέρας του ήταν ταυτόχρονα η πηγή αγάπης και η πηγή πίεσης, βρέθηκε αντιμέτωπος με την σκοτεινή πλευρά του εαυτού του – μια πλευρά που γεννήθηκε από χρόνια ανεκπλήρωτων συναισθημάτων και αδιέξοδων καταστάσεων. Όταν η αγάπη και η υποχρέωση συγκρούονται, το αποτέλεσμα είναι πάντα καταστροφικό.
Όλα στρεβλά κι ανάποδα
Η οικογενειακή δομή όπου οι γονείς και τα παιδιά εμπλέκονται σε μια κοινή “επιχείρηση” οδηγεί σε στρεβλώσεις ρόλων. Στην περίπτωση του Στέφανου, ο πατέρας του αναλαμβάνει ταυτόχρονα τον ρόλο του γονέα, του προπονητή και, ενδεχομένως, του οικονομικού διαχειριστή της καριέρας του. Αυτός ο πολυδιάστατος ρόλος μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση και σύγκρουση, τόσο για τον ίδιο τον πατέρα όσο και για τον Στέφανο.
Η έλλειψη διακριτών ορίων μεταξύ των ρόλων δημιουργεί δυσκολίες στην αποτελεσματική επικοινωνία και στη διαχείριση των προσδοκιών. Για παράδειγμα, όταν ο Απόστολος ασκεί κριτική ως προπονητής, ο Στέφανος μπορεί να το εκλαμβάνει όχι μόνο ως αθλητική αξιολόγηση αλλά και ως προσωπική επίθεση από τον πατέρα του. Αυτή η κατάσταση περιπλέκει τις προσωπικές τους σχέσεις και δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, όπου οι επαγγελματικές δυσκολίες επηρεάζουν την οικογενειακή δυναμική και αντιστρόφως.
Επιπλέον, η ισχυρή παρουσία και ο έλεγχος των γονέων στην επαγγελματική ζωή του Στέφανου μπορεί να παρεμποδίσει την ανάπτυξη της αυτονομίας του. Στις περιπτώσεις όπου ο γονέας έχει τον έλεγχο και των επαγγελματικών αποφάσεων, τα παιδιά μπορεί να δυσκολεύονται να αναπτύξουν την αίσθηση της προσωπικής τους ευθύνης και αυτονομίας. Αυτή η εξάρτηση μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα ανασφάλειας και αδυναμίας ανάληψης πρωτοβουλιών από τον ίδιο τον αθλητή.
Ξεχωρίζοντας τους ρόλους και τα όρια
Ο διαχωρισμός των ρόλων στην οικογένεια Τσιτσιπά δεν ήταν απλώς μια επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα που είχε ήδη αργήσει. Ο Στέφανος, για να συνεχίσει την πορεία του ως αθλητής αλλά και ως άνθρωπος, έπρεπε να σπάσει τα δεσμά που τον κρατούσαν δέσμιο σε μια σχέση που πλέον ήταν περισσότερο επιβλαβής παρά υποστηρικτική. Η απόφαση να τερματίσει την συνεργασία του με τον πατέρα του ήταν μια πράξη θάρρους, μια αποδοχή ότι δεν μπορεί να επιτύχει τους στόχους του όσο η ζωή του συνεχίζει να καθορίζεται από αυτή τη στρεβλή δυναμική.
Ο ελληνική κουλτούρα, με την έμφασή της στην οικογενειακή ενότητα, συχνά παραγνωρίζει την ανάγκη για προσωπική αυτονομία και ανάπτυξη. Οι γονείς, που θεωρούνται οι απόλυτοι γνώστες και προστάτες των παιδιών τους, μπορούν να γίνουν ασυνείδητα οι πιο ισχυροί δεσμοφύλακες της προσωπικής τους εξέλιξης. Στην περίπτωση του Στέφανου, η ανάγκη του να βρει τον εαυτό του και να αποδείξει την αξία του στον αθλητικό κόσμο συγκρούστηκε με την επιθυμία του να παραμείνει πιστός στις οικογενειακές αξίες και προσδοκίες.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι κάθε άτομο, όσο δεμένο και αν είναι με την οικογένειά του, πρέπει να διανύσει τη δική του πορεία. Ο Στέφανος έπρεπε να απελευθερωθεί από την εξουσία του πατέρα του για να βρει τη δική του φωνή και να διαμορφώσει το δικό του μέλλον. Η απόφαση αυτή μπορεί να φαίνεται σκληρή, αλλά ήταν η μόνη διέξοδος από ένα σύστημα που είχε γίνει πλέον τοξικό.
Η ελληνική κοινωνία, με την έμφασή της στην οικογένεια, συχνά δυσκολεύεται να κατανοήσει αυτήν την ανάγκη για διαχωρισμό. Οι ρόλοι που αποδίδονται στα μέλη της οικογένειας είναι συχνά σταθεροί και δύσκολο να αμφισβητηθούν. Η αλλαγή ρόλων, όπως αυτή που επιχείρησε ο Στέφανος, θεωρείται σχεδόν προδοσία. Όμως, αυτή η αλλαγή είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη και την επιτυχία, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για την ίδια την οικογένεια.
Η απόφαση του Στέφανου να διαχωρίσει τους ρόλους στην οικογένειά του, να διατηρήσει τον πατέρα του στον ρόλο που πρέπει να έχει – αυτόν του πατέρα – και να αναζητήσει νέα καθοδήγηση στον αθλητισμό, ήταν το πρώτο βήμα προς την προσωπική του απελευθέρωση. Ήταν μια πράξη θάρρους και ωριμότητας, μια παραδοχή ότι η επιτυχία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την υπακοή, αλλά μέσα από την προσωπική ανάληψη ευθύνης και αυτονομία.
Από τα βρισίδια στην αυτογνωσία
Ένα από τα πράγματα που δείχνουν πως η οικογένεια Τσιτσιπά είχε ανάγκη για αυτή την εξέλιξη, δεν είναι τόσο η στιγμή “Σπιρτόκουτο” στο Μόντρεαλ. Ο Στέφανος είχε ξαναβρίσει τον πατέρα του, τον είχε διώξει κι από το booth του άλλωστε και παλιότερα, κι είχε βρίσει επίσης πολύ επιθετικά και “γλαφυρά” και την μητέρα του, όταν σε έναν αγώνα εναντίον του ρώσου Μεντβέντεφ, εκείνη του μιλούσε ρώσικα.
Θυμηθείτε όμως. Ένα παιδί που μιλάει – ακόμα και τόσο – άσχημα στον γονιό του, είναι γιατί μέσα του έχει την “σιγουριά”, την ασφάλεια πως θα τον συγχωρέσουν. Ένας αθλητής, ειδικά ένας τόσο υψηλού επιπέδου και επαγγελματισμού, δεν θα τολμούσε ποτέ να φερθεί έτσι στον προπονητή του. Ο Τσιτσιπάς όταν εξοργισμένος και τυφλωμένος από την ένταση και την απογοήτευση, χαρακτηρίζει και λέει τα όσα απίθανα ξεστόμισε στην συνέντευξη τύπου μετά την ήττα του από τον Νισικόρι στο Μόντρεαλ, λέει αποκλειστικά και μόνο “ο προπονητής μου”. Δεν ξεστομίζει ποτέ “ο πατέρας μου”. Στο μυαλό του τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα εδώ και καιρό. Αλλά στο θυμικό του, όλα ήταν σε σύγχηση.
Τέτοια προβλήματα δεν είναι πρωτόγνωρα στον αθλητισμό. Η Σερένα και η Βίνους Ουίλλιαμς τα πέρασαν αντίστοιχα με τον δικό τους πατέρα, η ιστορία τους έφτασε άλλωστε ως τα Όσκαρ, αφού ο Ρίτσαρντ Ουίλλιαμς ήταν ένας ρόλος “larger than life”. Ο Αντρέ Αγκάσι, έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο, το “Open”, για την σκληρή, στα όρια της απάνθρωπης κάποιες φορές, σχέση του με τον πατέρα του, τον Μάικ. Αντίστοιχη κι η ιστορία του Τάιγκερ Γουντς, του σπουδαίοτερου γκόλφερ όλων των εποχών, με τον πατέρα του, τον Ερλ.
Ας ελπίσουμε ότι ο Στέφανος θα βρει τη δύναμη να προχωρήσει και να εξελιχθεί, όχι μόνο ως αθλητής αλλά και ως άνθρωπος, ελεύθερος από τους περιορισμούς του παρελθόντος και έτοιμος να διαμορφώσει το μέλλον του σύμφωνα με τις δικές του αξίες και προσδοκίες.