Πριν από μερικές ημέρες, καθώς ερχόμουν στη δουλειά, συνάντησα έξω από το μετρό έναν άστεγο. Εννοείται πως του άφησα το κουλούρι που μόλις είχα αγοράσει, μαζί με ένα δίευρο που είχα στην τσέπη. Μπορεί να ήταν και περισσότερα. Μέσα στο μετρό τώρα, πέτυχα ξανά τον πιτσιρικά με το ακορντεόν. Μου χαμογέλασε μόλις με είδε. Και πώς να κάνει αλλιώς, όταν μέρα παρά μέρα του δίνω κι εκείνου μέρος από το υστέρημά μου. Καμία, όμως, από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν μου δίνει μεγαλύτερη χαρά από αυτήν που παίρνω κάθε Σάββατο πρωί. Τότε, δηλαδή, που κατεβαίνω μέχρι το Παλαιό Φάληρο, στο κλειστό του Τάε Κβον Ντο, για να δώσω παιχνίδια και ρούχα στα παιδιά των προσφύγων. 

Για να είμαι ειλικρινής, τίποτα από όσα περιγράφονται παραπάνω δεν συνέβη.

Αν, παρ’ όλα αυτά, κατάφερες να τα διαβάσεις χωρίς να… αναγουλιάσεις από την “επιδειξιομανία”, ίσως και να έχεις πάθει ανοσία στη λαίλαπα των “Kατά Φαντασία Φιλανθρώπων”. Μια λαίλαπα που φυτοζωεί 330 περίπου μέρες το χρόνο και αναζωπυρώνεται όσο πιο πολύ πλησιάζουμε στις ημέρες των Χριστουγέννων. Η φιλανθρωπία της βιτρίνας, η φιλανθρωπία του ανταποδοτικού οφέλους, είναι μια πραγματικότητα που βαδίζει χέρι-χέρι τόσο με τις επιχειρηματικές επιδιώξεις για λανσάρισμα ενός πιο ανθρώπινου εταιρικού προφίλ, όσο και με αυτήν την ίδια την αυταρέσκειά μας ως μονάδες.

Φιλανθρωπικός Καπιταλισμός
Όταν βλέπουμε κι ακούμε για την τάδε φιλανθρωπική ενέργεια ή τη δείνα πρωτοβουλία εταιρικής κοινωνικής ευθύνης από έναν ιδιωτικό-επιχειρηματικό φορέα, στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουμε να κάνουμε με μια κίνηση προωθητικού, δημοσιοσχετίστικου χαρακτήρα. Μια ενέργεια που σκοπό έχει να βελτιώσει τις προοπτικές ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας στην αγορά. 

Δεν παραγνωρίζω, βέβαια, πως οι κινήσεις αυτές, έστω και υστερόβουλες, έρχονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν την κρατική ανεπάρκεια και να απαλύνουν με τη συνεισφορά τους τη θέση ορισμένων ευπαθών κοινωνικών ομάδων.

Στην ελληνική περίπτωση δε, η εταιρική φιλανθρωπία κρίνεται αναγκαία. Κι ας υπακούει στο “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός αυτό δεν ανατρέπει το αυτονόητο: Ότι τίποτα στην εποχή μας δεν λαμβάνει χώρα αν εκλείπει το χρήμα ως κινητήριος δύναμη.

Μια ματιά στην τελευταία έκθεση του CSR in Greece, σχετικά με την αποδοτικότητα της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) στη χώρα μας, αποδεικνύει το πόσο σοβαρά έχει πάρει η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων την ενίσχυση του κοινωνικού της προφίλ. Από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας, στην οποία συμμετείχαν 43 αντιπροσωπευτικές επιχειρήσεις, αλιεύουμε τα εξής:

Κι όταν σε χώρες όπως η Ινδία, υπάρχουν θεσμοθετημένοι νόμοι που ορίζουν ότι οι επιχειρήσεις οφείλουν να ξοδεύουν τουλάχιστον 2% του μέσου καθαρού κέρδους των τριών τελευταίων οικονομικών ετών σε ενέργειες ΕΚΕ, στην Ελλάδα τα πράγματα κυλούν κάπως έτσι…

Και να φανταστείτε ότι μονάχα ένα μέρος από τα ποσά που ξοδεύουν οι επιχειρήσεις σε δράσεις ΕΚΕ, διοχετεύονται σε φιλανθρωπικές δράσεις… 

Στην ίδια έρευνα σημειώνεται δε πως “η πρόσφατη έρευνα του CSE στα τέλη του 2014 ανέδειξε ότι για να δαπανήσουν περισσότερα οι εταιρείες στην ΕΚΕ θα ήθελαν να γνωρίζουν τα μετρήσιμα οφέλη τους όπως σε κάθε άλλη επένδυση”. Αυτό, δηλαδή, που ήδη προαναφέραμε για το χρήμα ως κινητήριο δύναμη: Οι επιχειρήσεις λατρεύουν ως θεό την ανάλυση “κόστους-οφέλους” και δύσκολα θα μπορούσαν να εξαλείψουν την πίστη τους αυτή όταν το γυρίζουν στη… φιλανθρωπία. 


Θα δωρίσω γιατί έτσι θα ενισχυθεί το brand μου, η εικόνα μου. Και τώρα που το σκέφτομαι, πέρυσι πληρώσαμε πολλά σε φόρους…”  Κάπως έτσι διεξάγεται ο εσωτερικός μονόλογος στο επιχειρηματικό μυαλό. Αυτός είναι ο άξονας πάνω στον οποίο στηρίζεται η φιλανθρωπική εταιρική δράση και γι’ αυτό το λόγο είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η τελευταία δεν λούζεται με τα φώτα των τηλεοπτικών προβολέων. 

Αν, βέβαια, το κράτος-πρόνοιας δεν ήταν ένα απλό ευχολόγιο σε αυτήν εδώ τη χώρα, τότε ενδεχομένως και να μας ένοιαζε λιγότερο η όποια στρατηγική της εταιρικής φιλανθρωπίας.

Και ατομικός ωχαδερφισμός
Αν ο “τζίρος” είναι η λέξη-κλειδί που κινητοποιεί τα “φιλανθρωπικά αντανακλαστικά” των εταιρειών, η αντίστοιχη που εξιτάρει την φιλανθρωπική διάθεση των πολιτών είναι η “αυτοπροβολή”. Στο δικό μας μικρόκοσμο, σε αυτό που ονομάζουμε “μέσος πολίτης”, η συνήθης πρακτική είναι να δίνεις και να το φωνάζεις. Όσο πιο δυνατά μπορείς: στα σόσιαλ μίντια, στον κοινωνικό σου περίγυρο, οπουδήποτε υπάρχουν αυτιά έτοιμα να σε ακούσουν και να σε επικροτήσουν “για την καλή σου την πράξη“. Σε μια εποχή όπου το “φαίνεσθαι” είναι πιο ισχυρό όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, η πλειοψηφία το υπηρετεί δογματικά. Η ισοπέδωση, πάντως, δεν είναι ο καλύτερος μου σύμβουλος και γι’ αυτό δεν αγνοώ πως -ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης- έχει αναπτυχθεί από τα κάτω ένα σύστημα αλληλεγγύης που ούτε ματαιόδοξο είναι, ούτε αυτοπροβάλλεται.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της Κοινωνικής Κουζίνας “Ο Άλλος Άνθρωπος”. Όταν ο εμπνευστής της, ο Κώστας Πολυχρονόπουλος (τον οποίο είχαμε τη χαρά να παρουσιάσουμε στο Provocateur), βρέθηκε αντιμέτωπος με την ανέχεια, αντί να κλειστεί στον εαυτό του, ξεκίνησε να οργανώνει γεύματα αλληλεγγύης τα οποία προσφέρει σε άτομα που τα έχουν ανάγκη. Δεν κυνήγησε ο κ. Πολυχρονόπουλος τα φώτα της δημοσιότητας. Η δράση του, όμως, είχε τέτοιο αντίκτυπο που τα φώτα στράφηκαν αυτόματα πάνω του. Και ο ίδιος τα εκμεταλλεύτηκε όχι για την αυτοπροβολή του, αλλά για τη γιγάντωση των ενεργειών του. 

Δεν είναι εύκολο να γίνουμε όλοι Πολυχρονόπουλοι, καθώς αυτό απαιτεί μετατόπιση από την αποθέωση του “Εγώ” στην αντίστοιχη του “Εμείς”. Δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο στη χώρα που ακόμη και στα χρόνια της πρωτόγνωρης ύφεσης δεν έδειξε να αγκαλιάζει τη νοοτροπία της συλλογικής δράσης. Οι πιο πολλοί παραμένουμε κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας και κρυβόμαστε πίσω από το άλλοθι της ελληνοπρεπέστατης καχυποψίας μας: “Γιατί να δώσω; Αφού τα λεφτά δεν θα πάνε εκεί που πρέπει. Για κορόιδα ψάχνουν;”. Τα φαινόμενα διαφθοράς που βγαίνουν κατά καιρούς στον αφρό της επικαιρότητας και τα οποία σχετίζονται με τη δομή και την εσωτερική λειτουργία ορισμένων “φιλανθρωπικών οργανώσεων”, ταΐζουν αυτό το άλλοθι ακόμη περισσότερο. Αφήνοντας στην άκρη τiς ελληνικές περιπτώσεις, όρεξη να ΄χεις να διαβάζεις από αντίστοιχες στο εξωτερικό

Και κάπως έτσι, κοιτάζουμε το τρένο της φιλανθρωπίας να περνάει από μπροστά μας και δεν λέμε να ανέβουμε. Μονάχα κάτι τέτοιες στολισμένες μέρες, πετάμε μέσα στα βαγόνια του κάνα δίφραγκο. Έτσι, για το καλό. Για να μας μπει καλά ο χρόνος. Για να τιμήσουμε το τρεντ, ρε γαμώ το.