Έχω την τύχη να ζω σε ένα πολύ όμορφο σπίτι στους πρόποδες της Πεντέλης. Ξέρετε, εκείνο το βουνό με το πανέμορφο δάσος που δέσποζε σε όλες τις πλαγιές του. Παλιά. Γιατί τώρα βλέπεις μόνο ξεραΐλα και όσο κι αν προσπαθούν διάφορες οργανώσεις να αναδασώσουν την περιοχή, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δε θα δουν βραχυπρόθεσμα, χειροπιαστά αποτελέσματα. Από την άλλη πλευρά όμως οι μεζονέτες έχουν ξεπηδήσει σαν τα μυρμήγκια εκεί που κάποτε υπήρχαν μόνο δέντρα και ζώα. Τυχαίο; Δε νομίζω.
Με όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα, θυμάμαι τις «μεγάλες φωτιές» της Πεντέλης, όπως έχουμε συνηθίσει να τις λέμε. Γιατί βέβαια, έπρεπε κάπως να τις ξεχωρίζουμε αφού υπήρξαν άπειρες μικρότερες. Θυμάμαι τότε που έφτασαν στα 10 μέτρα από το σπίτι μου.
Το σπίτι μου βρισκόταν σε ένα δρόμο που υπήρχαν άλλα δύο. Μερικά μέτρα παραπάνω απλωνόταν ένας αχανής αμπελώνας που στο τέλος του ξεκινούσε ένα τεράστιο δάσος από συκιές και πεύκα. Εκεί έπαιζα μπάλα μικρός, εκεί έκανα πικνίκ, εκεί πήγαινα με το ποδήλατό μου για να νιώσω εξερευνητής. Ήταν ένας επίγειος παράδεισος που πολύ λίγα παιδιά της Αθήνας είχαν την ευκαιρία να τον βρίσκουν έξω από την πόρτα τους.
Ήμουν 9 ετών, εν έτει 1999 όταν ανεβαίναμε στην ταράτσα με το θείο μου κι ένα ζευγάρι κιάλια παραμάσχαλα για να βλέπουμε τις φωτιές που ξεπηδούσαν κάθε μέρα και σε διαφορετικό σημείο της Πεντέλης. Εκείνη τη μέρα όμως ήταν πολύ διαφορετικά. Η φωτιά φαινόταν με γυμνό μάτι, δε χρειάζονταν κιάλια. Η θερμοκρασία είχε ανεβεί αισθητά. Και στον αέρα η στάχτη ήταν παντού.
Λογικό ως παιδί του δημοτικού να μη συνειδητοποιώ τη σημασία των στιγμών που ζούσα. Έτσι, καθόμουν έξω και χάζευα μαγεμένος μια εικόνα που ήταν πολύ πιο κοντινή από όσο μπορούσα να φανταστώ.
Λίγη ώρα μετά καταλαβαίνω ότι ο πανικός αρχίζει να κυριεύει τους πάντες. Πυροσβεστικά κι αυτοκίνητα εθελοντών περνούν μπροστά από το σπίτι μου και μου μοιάζει αδιανόητη η κατάσταση (η συνηθισμένη κίνηση ήταν 1 αυτοκίνητο την εβδομάδα). Η φωτιά έχει περάσει τις συκιές και τα πεύκα και καίει με γοργούς ρυθμούς τα αμπέλια. Τα κουκουνάρια εκτοξεύονται σαν φωτοβολίδες και ανάβουν νέες εστίες σε σημεία που δεν είχαν αρπάξει φωτιά μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Θυμάμαι τον παππού μου με το θείο και τον πατέρα μου να τρέχουν προς τα πάνω με κλαδιά στα χέρια, να τρέχω πίσω τους και να μου φωνάζουν να γυρίσω πίσω. Η μάνα μου ως συνήθως προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες παλεύει για να δείχνει ήρεμη, δεν τα καταφέρνει, βάζει μέσα στο αυτοκίνητο εμένα και την αδερφή μου, μας πετάει μερικά ρούχα, κάποια χαρτιά (μάλλον σχετικά με ιδιοκτησίες) και μπαίνει μέσα για να μας πάει τρέχοντας σε ένα φιλικό σπίτι στα Μελίσσια.
Δύο μέρες μετά που γυρίσαμε πίσω, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Μαυρίλα, στάχτη, έντονη μυρωδιά και κατήφεια ήταν ό,τι μπορούσα να αντικρύσω γύρω μου. Δεν υπήρχαν δέντρα. Δεν υπήρχαν αμπέλια. Μόνο στάχτη.
Την άλλη μέρα το πρωί κι αφού οι πυρκαγιές συνέχιζαν να μαίνονται (προς την άλλη μεριά του βουνού-το σπίτι μου δεν κινδύνευε πια) βλέπω κάποιον πολιτικό να ωρύεται στην τηλεόραση: «Να μη χτιστεί ούτε ένα τούβλο στην καμένη γη».
Για μαντέψτε πού μένει σήμερα…