Χθες το βράδυ έκατσα μετά από πολύ καιρό και συζήτησα φυσιολογικά, χωρίς φωνές και άσκοπες αντεγκλήσεις, με τον πατέρα μου, από τον οποίο δεν κληρονόμησα ούτε ένα πολιτικό γονίδιο. Κάνω αυτήν την εισαγωγή για να δείξω πως το αυτονόητο και το φυσιολογικό, στους καιρούς που ζούμε έπαψαν να είναι δεδομένες μεταβλητές. Γονείς με παιδιά, συνάδελφοι, κολλητές και κολλητοί, ζευγάρια, γείτονες… Άπαντες ριγμένοι σε μια πολιτικοικονομική αρένα, στην οποία διεξάγεται ένα άγριο και παράλογο παιχνίδι που οι περισσότεροι δεν μπορούν καν να αντιληφθούν τους όρους αλλά και τους συσχετισμούς ισχύος που το επηρεάζουν.
Ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός της χώρας έχει διαρραγεί όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, όποιος δεν έχει εχθρούς μοχθεί να τους δημιουργήσει. Γιατί αυτό επιτάσσει η εποχή του αυτοματοποιημένου κανιβαλισμού που ζούμε. Το να συζητάς πολιτισμένα και με επιχειρήματα, ποτέ δεν ήταν “in” σε αυτήν εδώ τη χώρα, όμως τώρα ο σπόρος της συγκρουσιακής λογικής έχει βγάλει ρίζες επικίνδυνες μα καλοφυτεμένες.
Δεν είναι μόνο τα πρωτοφανή γεγονότα που ακολούθησαν την ανακήρυξη διενέργειας δημοψηφίσματος που επιβεβαιώνουν το πόσο δύσκολος λαός είμαστε. Οι χρόνιες παθογένειες μας, ανέκαθεν μόστραραν στην μπροστινή θέση της εθνικής μας βιτρίνας. Ωστόσο, τώρα, πέρα από κάθε άλλη φορά βγαίνει στην επιφάνεια το πόσο δυσκολευόμαστε όχι απλά να συνεννοηθούμε αλλά ακόμα και να συνυπάρξουμε με εκείνον που ατενίζει τα πράγματα από την απέναντι όχθη του ποταμού.
Και για αυτή μας την κατάσταση δεν θα ρίξω το φταίξιμο στους ταγούς της πολιτικής μας ζωής, όσο κι αν είναι οι υπεύθυνοι που δεκαετίες τώρα όχι μόνον αντιμετωπίζουν τον καρκίνο με ασπιρίνες, αλλά φροντίζουν να εξαπλώνουν τις μεταστάσεις του. Σε ένα θολό και ρευστό πολιτικοοικονομικό τοπίο με ένα εξίσου θολό μέλλον να ξεπροβάλλει, η μοναδική αντίδρασή μας ως πολίτες φαίνεται πως είναι να σηκώνουμε τη σκυτάλη του “τίποτα” που πετούν με μανία από τα τηλεπαράθυρα οι πολιτικοί μας σώστες.
Ο βαθμός συναίνεσης και συνεννόησης στη βάση της κοινωνίας, ακροβατεί στα όρια ανυπαρξίας-γραφικότητας, τη στιγμή που η διαμορφωθείσα κατάσταση απαιτεί πολλά περισσότερα καντάρια ομόνοιας. Και μιλώντας για ομόνοια, προφανώς δεν ισοπεδώνω ούτε διαγράφω μονομιάς τις μύριες όσες διαφορετικές αντιλήψεις και τα μύρια όσα αντικρουόμενα συμφέροντα μπορεί να διαχωρίζουν τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες μεταξύ τους. Οι διαιρέσεις ήταν, είναι και θα παραμένουν ένα βασικό συστατικό στοιχείο μιας οιασδήποτε σύγχρονης κοινωνίας.
Άλλο πράγμα, όμως, οι αντικρουόμενες βλέψεις κι άλλο η καθοδηγούμενη πόλωση και η ανορθολογική πώρωση που έχουν επισκιάσει κάθε πραγματιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Είναι η ολική ισοπέδωση του εχθρού (που μου δείχνουν με το δάχτυλο οι ευρωπαίοι εταίροι ή οι πρωτοθεσίτες της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ζωής) ο δρόμος εκείνος που θα μας βγάλει από το αδιέξοδο; Ή μήπως υπάρχει και η επιλογή της ατομικής μας ενδοσκόπησης και αυτοκριτικής για τις παρελθοντικές και τις τωρινές μας αποφάσεις;
Η Διχόνοια που βαστάει/ένα σκήπτρο η δολερή/καθενός χαμογελάει/πάρ’ το, λέγοντας, κι εσύ (Διονύσιος Σολωμός)
Προσωπικά, τάσσομαι με το δεύτερο μονοπάτι. Και προσπαθώ, όλες αυτές τις ημέρες της ξεδιάντροπης τρομολαγνείας και της παρανοϊκής ασάφειας, μέσα σε αυτόν τον χαοτικό και ψυχοφθόρο κυκεώνα, να φωτίσω μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει η σκέψη μου τα υπέρ και τα κατά της αυριανής μου επιλογής. Με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο στην ομορφότερη από τη σημερινή εκείνη ημέρα που δεν έχει άλλη επιλογή από το να ξημερώσει.