Πολύ φοβάμαι ότι είναι μια από αυτές τις φορές που συγγραφικά πρέπει να δαμάσω την ροπή μου να γράψω 10.000 λέξεις από ενθουσιασμό, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Ο Rocky και ο Κωνσταντίνος Ρήγος να βάλουν το χέρι τους. Ο Ρήγος το έβαλε ήδη εκεί που έπρεπε, εννοώ στην παράσταση και με τον καλύτερο τρόπο. Ελάχιστους μήνες μετά το εκλεκτικά ονειρικό χορογραφικό ντελίριο του «Αρκαδία» στο Φεστιβάλ Αθηνών, αποδεικνύει με τον πιο εκρηκτικό τρόπο την ευλυγισία του, τις γνώσεις του και το σεβασμό του σε όλες τις μορφές του θεάματος και της τέχνης.
Δε νομίζω ότι υπήρχε καλύτερη επιλογή από αυτόν για την αναβίωση του θρυλικού μετά – μιούζικαλ. Ενός φαινόμενου που ξεκίνησε το 1973 από τον Ρίτσαρντ Ο’ Μπράιαν. Με τραβεστί εξωγήινους, σεξομανείς Φρανκενστάιν και «καρότσια» από ζαρτιέρες και γόβες για όλους τους πρωταγωνιστές. Ακούγεται σαν πλάκα και έχει τρελό κέφι όντως, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι το ανέβασμά του ειδικά για το ελληνικό κοινό. Γιατί μπορεί να πέρασαν 40 χρόνια από την πρώτη του εμφάνιση, όμως στα εγχώρια στάνταρ του μέσου και ειδικά του αμύητου θεατή, μοιάζει σαν avant garde πρωτοπορία. Η μεγάλη μαγκιά του Ρήγου στην ελληνική «μετάφραση» ήταν ακριβώς αυτή. Το πώς συνδύασε την αγάπη του για έναν κλασσικό θεατρικό θρύλο, με την απενοχοποιημένη λογική της πίστας, και ταυτόχρονα την αίσθηση της απελευθέρωσης από κάθε φορεμένη ταυτότητα, φρεσκάροντας το «κλασσικό» σε ελληνική μετάφραση, χωρίς έκπτωση όμως στον διεθνή του χαρακτήρα.
Όπως λέει κι ένα από τα πολύ προσεχτικά διασκευασμένα στην ελληνική τραγούδια (από τις Γιάννα Βασιλείου και Σήλια Γεωργιάδη): «Μην το ονειρεύεσαι, ζήσ’ το». Και αυτή την παράσταση τη ζεις, δεν την παρακολουθείς απλά, όπως τη ζουν εκατομμύρια φανατικοί θεατές σε όλον τον κόσμο εδώ και χρόνια. Eιδικά μετά την κινηματογραφική της διασκευή το 1975. Με τους θεατές να ντύνονται όπως ο αγαπημένος τους ήρωας, να ξέρουν ατάκες και ουσιαστικά να συμμετέχουν. Εκεί ήταν που στην χτεσινή πρεμιέρα στο Rex πήγε να γίνει και η μανούρα με τον Μαζωνάκη και έψαχνα να βρω την έξοδο κινδύνου. Ο Μαζωνάκης παίζει το ρόλο του αφηγητή που λέει διάφορες επιστημονικές μπουρδολογίες και η παράδοση της παράστασης είναι όποτε εμφανίζεται και διακόπτει την πλοκή οι θεατές να του φωνάζουν «βαρεθήκαμε». Hard Rock αυτό για την Ελλάδα και ειδικά σε επίσημη πρεμιέρα που όλες στο κοινό αισθάνονται Μαρία Αντουανέτα και κάνουν μπιντέ στη σοβαροφάνεια αλλά το τόλμησα.
Άρχισα να του φωνάζω «booooring, φύγε, βαρετός». Στο καραούλι οι ταξιθέτριες να με αρπάξουν σηκωτό. Ο Μαζώ σούπερ κουλ. Την τρίτη φορά που τον ξεφώνισα απαντάει με αντανακλαστικά αίλουρου «you are booooring». Βγαίνουν η Τζάνετ και ο Μπραντ (το αρραβωνιασμένο πρωταγωνιστικό ζευγάρι) και κάθε φορά που ο ένας λέει το όνομά του άλλου, πετάγομαι και ουρλιάζω «τσούλα, μαλάκα» ξανά και ξανά. Ευτυχώς για τη σωματική μου υγεία ο Ρήγος είχε ενημερώσει τους συντελεστές (ελπίζω) και στο δεύτερο μέρος ο ίδιος ο πρωταγωνιστής παρότρυνε τον κόσμο να συμμετέχει. Το ξαναγράφω, μεγάλο το στοίχημα του Ρήγου. Σιχαίνομαι τις επίσημες πρεμιέρες γιατί συνήθως τις παρακολουθούν κρυόκωλοι επώνυμοι που το μόνο που τους νοιάζει είναι να πουν μια μαλακία στις κάμερες που είναι στημένες απ’ έξω. Πρώτη φορά είδα επίσημη πρεμιέρα με τον ηλεκτρισμό να μεταδίδεται στο κοινό και να χειροκροτεί όχι από υποχρέωση.
Εντάξει το σοκ για τον άσχετο με το σύμπαν του «Rocky Horror Show» είναι δεδομένο εξ’ αρχής. Ηλίθιο ζευγάρι νιόπαντρων νύχτα με βροχή καταλήγει σε τρομακτικό κάστρο, ιδιοκτησία σεξομανούς αμφισεξουαλικού εξωγήινου τραβεστί από τον πλανήτη Τρανσιλβάνια. Ο οποίος έχει σαν ακόλουθους νυμφομανείς υπηρέτριες, καμπούρηδες υπηρέτες και θέλει να δημιουργήσει σαν σύγχρονος Φρανκεστάιν έναν άντρα μηχανή του σεξ για την προσωπική του απόλαυση. Μόνο που τα πράγματα πάνε λίγο ως πάρα πολύ στραβά, όλοι αρχίζουν να πηδιούνται με όλους και κρυφές συνομωσίες να αποκαλύπτονται.
Ο Ρήγος φαίνεται να έχει μέσα του έναν μεταλλικό μετρονόμο όσον αφορά την εξοικείωση σου με το εξωφρενικό στο σημείο που σου φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό. Κι αυτό οφείλεται αφ’ ενός σε τεράστιο βαθμό στο χειρισμό των ηθοποιών του σαν σύνολο, αφ’ ετέρου στο πως σου αποκαλύπτει τις προθέσεις του σταδιακά, σαν ξεφλούδισμα πορτοκαλιού. Τους ηθοποιούς, τους κουρδίζει σε συγχρονισμό σαν χορογραφία ακόμα κι αν δεν χορεύουν, να συμμετέχουν όλοι, ακόμα και οι μικροί ρόλοι στο πάρτι. Δεν έχω λόγια για τον Μαζωνάκη ουσιαστικά καθισμένο σαν σοβαρός επιστήμονας σε ένα γραφείο. στην άκρη της σκηνής να παραδίδει μαθήματα αυτοσυγκράτησης και κομψού αυτοσαρκασμού όσον αφορά έναν σταρ του βεληνεκούς του, ασυνήθιστο σε έναν τέτοιο ρόλο. Με τον ίδιο να ερμηνεύει το τελευταίο υπέροχο τραγούδι της παράστασης (όλα τα τραγούδια είναι σούπερ) κλείνοντας έτσι μέσω του Ρήγου που το συνηθίζει αυτό, το μάτι στο κοινό.
Από κει και πέρα ποιον να αναφέρω; Την έκπληξη της Νάντιας Μπουλέ ως «τσούλα» Τζάνετ; Την είχα δει σε μικρό ρόλο στο «Καμπαρέ», πάλι είχα πάθει πλάκα και με τις φωνητικές τις ικανότητες και τη σκηνική της παρουσία, αλλά εδώ γίνεται της Μεταμόρφωσης, βοήθεια μας. Και σε ρόλο με κωμικά και ξεφτιλιζέ στοιχεία, όχι της ντίβας, τον οποίο ρόλο η ίδια τον διασκεδάζει σαν παιδί σε παιδική χαρά. Τον Μάξιμο Μουμούρη στο ρόλο του συντρόφου της, «μαλάκα» Μπραντ που βγάζει τα δύο τρίτα του έργου με βρακί και ρόμπα, καταφέρνοντας παρά τη γελοιότητα της κατάστασης να κρατήσει τη βλακώδη απάθεια του μέσου αμερικάνου στο βλέμμα του βγάζοντας σωματικό (δύσκολο πράγμα) γέλιο αν και είναι κούκλος; Την εύθραυστη συνήθως Τζένη Θεωνά σε ρόλο σκύλας υπηρέτριας – ντισκομπάλας και ψιλολεσβίας σαν Κολούμπια; Όπως ακριβώς και η Βασιλική Τρουφάκου στο ρόλο της Ματζέντα; Τη μικρή αλλά τόσο απολαυστική εμφάνιση του Κλέωνα Γρηγοριάδη ως Δρ Σκοτ που ξεσήκωσε την αίθουσα;
Τη μεταμόρφωση του καράτεκνου, χορευτή ως τώρα, Ιβάν Σβιτάιλο σε σατανικό Ριφ Ραφ; Το «σώμα γυμναστηρίου – καβάλος πίστας» Νάσο Παπαργυρόπουλο ως Ρόκι που ενώ καλείται να παίξει την άμυαλη μηχανή του σεξ, αποδεικνύει ότι υποκριτικά και οι «σφίχτες» έχουν ψυχή με ατάκες από το πουθενά που τις υποστηρίζει με αφοσίωση; Και φυσικά τον ιδιοκτήτη του κάστρου του τρόμου. Τον Φρανκ – Ν – Φέρτερ με τα χαρακτηριστικά του Κωνσταντίνου Ασπιώτη. Ειδική περίπτωση ηθοποιού σε ρόλο παγίδα μέσα σε έργο παγίδα. Ας ξεκινήσουμε από το γιατί το έργο είναι παγίδα. Υποθετικά είναι μια παρωδία φόρος τιμής στα b movies της δεκαετίας του 30 και του 40. (Aναρωτιέμαι πόσοι από το κοινό καταλαβαίνουν την αναφορά ενός τραγουδιού στη Φέι Ρέι, την πρωταγωνίστρια του πρώτου Κινγκ Κονγκ από το 1933).
Ξέρω ότι πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο και θα επιστρέψω στο θέμα του Κωνστνατίνου Ασπιώτη αλλά ο Κωνσταντίνος Ρήγος, που εκτελεί χρέη σκηνοθέτη, σκηνογράφου, χορογράφου, μαζί με το συνεργάτη σκηνογράφο του και blade runner αρχιτέκτονα Ζήση Παπαμίχο, έχουν κάνει ότι μπορούν για να εξοικειώσουν οπτικά το κοινό με τη μαγεία αυτών των b movies. Mέσα από μια διεστραμμένα διασκεδαστική χωροταξία μινιμαλιστικού μαξιμαλισμού. Αντίφαση; Μα αντίφαση είναι όλο το σύμπαν του έργου. Σκηνογραφικά διατηρείται μια «δίπατη» φαινομενικά φτηνή λιτότητα που αποτελείται από δύο θαλάμους, ας πούμε έναν «γονιμοποίησης» κι έναν δημιουργίας με ημιδιάφανο πλέξιγκλας. Ανάμεσα σε σκαλωσιές, τηλεοπτικές οθόνες και διάφορα άλλα που είναι τόσο όσο και άκρως λειτουργικά. Το σκηνικό όπως και οι προθέσεις του σκηνοθέτη όσον αφορά την προσέγγιση του στο έργο αποκαλύπτονται αργά και σταδιακά. Αρχικά με μια ντίσκο καμπαρέ κουρτίνα από κρόσια που καλύπτει όλη τη σκηνή. Μετά από διάσπαρτες οθόνες τηλεοράσεων που μεταξύ άλλων προβάλλουν το σήμα της θρυλικής RKO, της κινηματογραφικής εταιρείας μύθος για παραγωγές ταινιών τέτοιου είδους μαζί με αποσπάσματα.
Κι αργότερα με ένα προσεγμένο παιχνίδι ανάμεσα στη «φτήνια» αυτών των ταινιών και τη μαγεία που αντανακλούσαν, με τη βοήθεια των φωτισμών από το Σάκη Μπιρμπίλη και το Γιώργο Φωκιανό – αποκορύφωμα η σκηνή του σεξ πίσω από το πλέξιγκλας. Βασικά όλες οι σκηνές που υπονοούν ή εμπεριέχουν συνουσία είναι αποκορύφωμα. Χορογραφημένες με έναν κωμικοτραγικό τρόπο απελπισίας και ατσαλοσύνης, όπως τα πάντα σε αυτό το χαοτικό σύμπαν. Εκεί πάμε στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του έργου από το Ρήγο. Γιατί αυτό που ξεκινάει από έναν ξέσαλο φόρο τιμής στα b movies, καταλήγει παράδοξα σε έναν ύμνο στη διαφορετικότητα, την επιθυμία, το κυνήγι της ουτοπίας. Το ροκ πάρτι γίνεται χαρμολύπη και αντίστροφα. Τη μία στιγμή ο σκηνοθέτης εκτοξεύει τις pop εμμονές του και την άλλη τις περιορίζει σε μικρές πινελιές από μποά και φτερά τονίζοντας ακόμα περισσότερο την ιδιαιτερότητα και την ηθελημένη αντίφαση που είπαμε και πριν. Με ένα καταπληκτικό σετ τραγουδιών για να μην ξεχνιόμαστε.
Πάμε πάλι πίσω στον πρωταγωνιστή Φρανκ – Ν – Φέρτερ Κωνσταντίνο Ασπιώτη. Αυτό λοιπόν το παλληκάρι, εκ των πραγμάτων, ως πρωταγωνιστής, επωμίζεται να αντανακλάσει όλες τις προθέσεις και του δημιουργού του έργου και του έλληνα σκηνοθέτη του. Και να το κάνει αυτό βγάζοντας δυο ώρες παράσταση δρόμο με κορσέ, ζαρτιέρες, γόβες, κάνοντας σεξ με το μισό σχεδόν θίασο και τραγουδώντας ταυτόχρονα. Το κάνει με τον πιο “δουλεμένα” υποκριτικάμ, “αφελή” επιφανειακά, τρόπο. Χωρίς να «κράζεται» ούτε στιγμή. Ένα πανσεξουαλικό εξωγήινο ον με ανεξέλεγκτες ερωτικές ορέξεις, δολοφονική ευαισθησία, ξεκαρδιστικό κυνισμό και κρυφή, αυτοκαταστροφική γνώση του ότι δεν χωράει σε αυτήν την πραγματικότητα.
Aυτό είναι το μοναδικό σύμπαν του “Rocky Horror Show”. Kαι μολονότι στη συγκεκριμένη θεατρική του μορφή, δεν έχει ακόμα την απαραίτητη αλληλεπίδραση με τον κόσμο, κάτι που του στερεί αρκετά από το χαβαλέ αλλά σταδιακά θα την αποκτήσει τουλάχιστον σε ένα βαθμό, με ειδικές παραστάσεις όπως έμαθα. Γιατί η αλήθεια είναι πως καθημερινά το Rex να γεμίζει ρύζια και κωλόχαρτα που κανονικά πετάνε στις παραστάσεις του εξωτερικού ο ένας θεατής στον άλλο, χειρουργικά γάντια στη σκηνή της γέννησης του Ρόκι και νεροπίστολα, είναι κομμάτι δύσκολο. Αν και πάλι με στιλ και υπονοούμενο ο Ρήγος δίνει το σήμα από τη σκήνη, όπως στη σκηνή της βροχής, οπότε αναμένεται η συνέχεια.
Το μεγαλύτερο θεατρικό πάρτι της πόλης είναι εδώ κι αυτό είναι το θέμα. Και μυημένος να μην είσαι, θα σε σεβαστεί (για να γίνεις εξαρτημένος και να σε διαφθείρει εντελώς). Η κακή (εντός ορίων) συμπεριφορά είναι ευπρόσδεκτη. Και η «καρέκλα ασφαλείας» σου θα αποδειχτεί πολύ μικρή για να σε συγκρατήσει. Όχι μόνο στο Rex αλλά και στη ζωή σου γιατί αυτό είναι το ζητούμενο.
Όσο για τον «έξαλλο» Μαζώ, χωρίς να έχουμε γνωριστεί ποτέ εκτός από μια αρχαία συνέντευξη, με πέτυχε στο after party. Οι περισσότεροι νόμιζαν ότι πάμε για φονικό (κάποιος με κάρφωσε). Με σβερκώνει και με ένα γέλιο παιδιού σε έξαψη άρχισε να μου φωνάζει «boooooring». Ό,τι ακριβώς δεν είναι αυτή η παράσταση. Ό,τι ακριβώς δεν είναι και ο ίδιος, τόσο αξιαγάπητος, λορδομαγκοευαίσθητος, αλλά αυτό είναι άλλο άρθρο.