Με το που πιάνεις στα χέρια σου την υλική μορφή του Tora Collective, τη νέα δουλειά του Πέτρου Κλαμπάνη, πέφτει το μάτι σου σε ένα σημείωμα στο κάτω μέρος του δίσκου, εκεί που η Δήμητρα Γαλάνη, γράφει: «στα ελληνικά η λέξη παράδοση φέρει τόσο την έννοια της “tradition”, όσο και την έννοια του “παραδίδω”». Από το κόκκινο εξώφυλλο με το κέντημα μέχρι και το σημείωμα, λοιπόν, ο κοντραμπασίστας που πατάει με το ένα πόδι στην Ελλάδα και με το άλλο στη Νέα Υόρκη, μας προετοιμάζει για το ταξίδι που θα ακολουθήσει μόλις πατήσουμε το play, ένα ταξίδι που έχει για οδηγό την ελληνική παράδοση (μαζί με νέες συνθέσεις) και για συνοδηγό -και- τη σύγχρονη τζαζ.
Με το Tora Collective, o Πέτρος Κλαμπάνης στην ουσία παραδίδει και αυτός με τη σειρά του ό,τι έλαβε μουσικά από τη χώρα του, με έναν τρόπο που εναρμονίζεται άψογα με το τώρα, ένα τώρα που, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτή τη ζωή, έχει τις βάσεις του στο παρελθόν. Στο πολύ άμεσο μέλλον, ωστόσο, και συγκεκριμένα στις 28 Ιανουαρίου, θα βρεθεί στην αίθουσα συναυλιών του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”, όπου θα μας παρουσιάσει τον νέο του δίσκο. Λίγο πριν το κάνει αυτό, όμως, έκανε μια στάση στο Provocateur.
Ας ξεκινήσουμε με το εξώφυλλο. Ήθελες να μας βάλεις πριν καν πατήσουμε το play στο κλίμα για το τι θα ακολουθήσει;
Η αλήθεια είναι πως ήταν μια μικρή περιπέτεια η απόφαση για το τι θα ήταν το εξώφυλλο. Ξεκίνησα να δουλεύω κάτι με τελείως διαφορετικό, abstract χαρακτήρα, με έναν καλλιτέχνη από το Αμβούργο. Μετά από αρκετές δοκιμές κατάλαβα πως θα ήθελα κάτι πιο ζεστό και συναισθηματικό. Άρχισα να αναζητώ κάποιον που θα μπορούσε να κεντήσει τη λέξη “Tora” κι όταν το ανέφερα στη μητέρα μου, αυτή άρχισε να ψάχνει ιδέες για το στιλ του κεντήματος. Κάποια στιγμή βρήκε ένα μικρό κομμάτι που κάπου είχε αποθηκεύσει για χρόνια και το οποίο είχε κεντήσει η προγιαγιά μου, Αναστασία Λιβέρη. Εκτιμούμε πως το έφτιαξε στα 50s. Η ιδέα του κεντημένου «Tora» διεγράφη σχεδόν αμέσως από το μυαλό μου όταν το αντίκρισα. Την αγαπούσα άλλωστε πολύ αυτή τη γιαγιά, την οποία είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετά καλά.
Τι σημαίνει για εσένα το Tora Collective, πώς έμοιαζε η αρχική ιδέα και πώς φτάσαμε σε αυτό;
Είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε κουλτούρες, εποχές και κυρίως ανθρώπους που αλληλοεκτιμούνται, είναι ανοιχτοί στο πείραμα, συνδιαλέγονται καλλιτεχνικά και αγαπούν πολύ τη δημιουργία. Η ιδέα ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια, όταν άρχισα να αναζητώ ένα ρεπερτόριο από την ελληνική μουσική παράδοση που θα μπορούσα να παίζω με τα group μου. Το πείραμα ξεκίνησε με το «Θαλασσάκι μου».
Σε κάνουν τα χρόνια στο εξωτερικό να θες να γυρίσεις πιο έντονα, μουσικά μιλώντας, στην ελληνική παράδοση; Υπάρχουν και οι στίχοι “έλα που σε περιμένω, ταίρι μου ξενιτεμένο”, από τα Ξεχωρίσματα που μου το βγάζουν πολύ έντονα όλο αυτό.
Η νοσταλγία είναι ένα από τα βασικά συναισθήματα που με εμπνέουν όταν είμαι στη διαδικασία της δημιουργίας. Η επιστροφή στον τόπο μου σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στο συγκεκριμένο project. Αλλά αυτό το συναίσθημα είναι πιο universal. Δηλαδή νιώθουμε νοσταλγία όταν χάνουμε κάποιον άνθρωπο -«ζωή και θάνατο», όπως αναφέρεται στα «Ξεχωρίσματα»-, για τα χρόνια που φεύγουν, τις καταστάσεις που χάσαμε. Δηλαδή η νοσταλγία -που είναι ένα vibe που χαρακτηρίζει τους Έλληνες και τον κόσμο της Μεσογείου, αν θέλετε- είναι στον αντίποδα του «looking forward», αυτής της ανυπομονησίας και των γρήγορων ρυθμών που εγώ τουλάχιστον βίωσα και βιώνω έντονα στη Νέα Υόρκη.
Μακεδονία, Ήπειρος, Κωνσταντινούπολη, Ικαρία, Σμύρνη και στη μέση ο Πέτρος Κλαμπάνης, ο οποίος πατάει Ελλάδα και Νέα Υόρκη. Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η μίξη παραδοσιακών στοιχείων -και- με την τζαζ από τη στιγμή που βιώνεις εντελώς διαφορετικούς ρυθμούς στην Αμερική;
Κατά κανόνα, οι καλοί μουσικοί μπορούν να δημιουργήσουν κάτι ενδιαφέρον από οποιοδήποτε υλικό. Έχω την τύχη να συνεργάζομαι με ένα all star band στο “Tora”, κι αυτό είναι η μισή μάχη. Θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό, γιατί παρόλο που ο δίσκος έχει το όνομά μου στο εξώφυλλο, αυτή η δημιουργία είναι αποτέλεσμα μιας πολύ όμορφης συνεργασίας. Έχοντας πει λοιπόν αυτό, η μίξη μπορεί να είναι πιο εύκολη ή πιο δύσκολη, ανάλογα με το κομμάτι και το τι θέλει να πει κάποιος μέσα από μια διασκευή. Το «Χαρικλάκι», ας πούμε, ήταν σχετικά smooth. Τα «Ξεχωρίσματα» ήταν πιο tricky. Ο «Οσμαντάκας» μέχρι κάποια στιγμή μου φαινόταν αδύνατο να λειτουργήσει – ώσπου λειτούργησε (νομίζω).
(Φωτογραφίες: Γιάννης Μπουρνιάς)
Υπάρχει κάτι που κάνει εντύπωση στους μουσικούς που συναναστρέφεσαι στο εξωτερικό μόλις ακούν το παραδοσιακό στοιχείο;
Συνήθως το αγκαλιάζουν – τουλάχιστον οι μουσικοί του κύκλου μου. Ίσως και γι’ αυτό να είναι αυτός ο κύκλος μου, τώρα που το σκέφτομαι… Μια κοινή μουσική αίσθηση και αισθητική. Κοιτάξτε, το γεγονός ότι αυτά τα τραγούδια έχουν επιβιώσει τόσα χρόνια λέει πολλά για την ποιότητά τους ως συνθέσεις. Η απλότητα με την περιπλοκότητα βρίσκεται σε μια ισορροπία που κάνει αυτό το ρεπερτόριο universal.
Άλλαξε ο δίσκος κατά την ηχογράφησή του ή βγήκε ακριβώς όπως τον είχες αρχικά στο μυαλό σου; Σε ρωτάω γιατί υπάρχουν πολλοί συνεργάτες και πάντα προκύπτει κάποια ιδέα που πολλές φορές δίνει μια νέα κατεύθυνση.
Άλλαξε αρκετά, γιατί προσθέσαμε στοιχεία που δεν είχα ποτέ φανταστεί κατά τη διάρκεια του post production. Επί της ουσίας όμως νομίζω πως είναι πολύ κοντά σε αυτό που είχα ως αίσθηση όταν άρχισα να πειραματίζομαι με το υλικό.
Η Αρετή Κετιμέ είναι εξαιρετική. Την είχες στο μυαλό σου από την πρώτη στιγμή για το Tora Collective; Λίγα λόγια για τους υπόλοιπους μουσικούς; Πώς κύλησε η συνεργασία σας;
Η Αρετή είναι ένας μουσικός άγγελος. Ήρθε στο μυαλό αρκετά νωρίς στη σύλληψη του project – πρωτοσυνεργαστήκαμε το 2015. Έχει τραγουδήσει εξαιρετικά στον δίσκο και φέρνει κάτι πολύ βαθύ και γειωμένο στην παρέα, πράγμα που μπορώ να πω και για τον Θωμά Κωνσταντίνου. Έχει τραγουδήσει τα «Ξεχωρίσματα» συγκινητικά και καταθέτει την ψυχή του με το ούτι και το λαούτο. Ο Γιώργος Κωτσίνης, με την απίθανη φρασεολογία και ήχο στο κλαρίνο, είναι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους παραδοσιακούς μουσικούς και νιώθω τυχερός που συμμετέχει στον δίσκο. Στην άλλη μεριά, τα δυο μέλη του τρίο μου, ο πιανίστας Kristjan Randalu και ο drummer Ziv Ravitz, δημιουργούν έναν πολύχρωμο αλλά και minimal ηχητικό κόσμο, που αγκαλιάζει και συνδιαλέγεται με τη φωνή, το ούτι ή το λαούτο και το κλαρίνο. Στον δίσκο συμμετέχουν και οι Ανδρέας Πολυζωγόπουλος και Sebastian Studnitzky, δυο κορυφαίοι τρομπετίστες, η εξαιρετική Περουβιάνα Laura Robles στο cajon και ο σπουδαίος Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος στο κλαρίνο.
Είναι το Disoriented το πιο εσωτερικό κομμάτι του δίσκου; Κόλλησα μαζί του, θες να μου μιλήσεις γι’ αυτό; Σε κάποια σημεία (νομίζω) πάει να ξεφύγει από τον αρχικό ρυθμό και να γίνει τζαζ και το κρατάς, ηθελημένα, πίσω.
Είναι μάλλον το πιο εσωτερικό κομμάτι, συμφωνώ. Το είχα γράψει πριν από δύο χρόνια περίπου, σχεδόν σαν άσκηση αρμονίας. Ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη όταν το πρωτοάκουσα παιγμένο μαζί με τον Ziv και τον Kristjan. Καμιά φορά, όσο πιο απλό είναι κάτι τόσο περισσότερο μπορεί να ενεργοποιήσει τους μουσικούς που το παίζουν. Το “Disoriented” είναι δηλαδή μάλλον ένα «κομμάτι-πλαίσιο» παρά μια σύνθεση με την κλασική έννοια.
Μία ερώτηση που δεν έχει καμία σχέση με τον δίσκο, αλλά νιώθω την ανάγκη να σ’ την κάνω. Πώς είναι να παίζεις στο Carnegie Hall; Επίσης, τι σου αρέσει όταν παίζεις τη μουσική σου στην Ελλάδα;
Είναι πολύ φημισμένος χώρος και σίγουρα έχει κάποια σημασία. Στο τέλος της ημέρας όμως πιο πολλή σημασία έχει η μουσική, το τι λες μέσα από αυτή και πόσο/ποιο αποτύπωμα έχει στους ακροατές, οπουδήποτε κι αν είναι αυτοί, σε οποιοδήποτε venue.
Τι ακούς το τελευταίο διάστημα; Υπάρχει κάτι που να σε ενθουσίασε;
Ακούω διάφορα πράγματα. Για παράδειγμα, Τρίτο Πρόγραμμα τα ΣΚ μαζί με τον γιο μου και κάνουμε Shazam σε αυτά που μας αρέσουν. Σήμερα, ας πούμε, ανακάλυψα το “The Bullfighter’s Prayer, opus 34” του Andrew Shulman παιγμένο από το Britten Quartet.
Οι μέρες για το live της 28ης Ιανουαρίου πλησιάζουν. Τι να περιμένουμε;
Θα είναι μια πολύ ιδιαίτερη βραδιά που περίμενα χρόνια να πραγματοποιηθεί. Η παρουσίαση αυτού του δίσκου και μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας. Έχω αρκετή αγωνία, γιατί είναι η πρώτη συναυλία μετά την ηχογράφηση. Επιλέξαμε έναν ιστορικό χώρο για τη συναυλία, τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», που ταιριάζει νοηματικά στο project. Τον φωτισμό θα επιμεληθεί η καλή συνεργάτιδα Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου, ενώ στον ήχο θα είναι ο Γιώργος Καρυώτης, ο οποίος γνωρίζει το project απέξω κι ανακατωτά, μιας και ηχογράφησε το album και το μιξάραμε μαζί.
Info:
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
Πλ. Αγ. Γεωργίου Καρύτση 8, Αθήνα
ΣΑΒΒΑΤΟ 28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023
Ώρα έναρξης: 21.00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
15€ γενική είσοδος
12€ φοιτητικό/ανέργων/ΑμεΑ
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ
Ticket Services
– Εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39
– Τηλεφωνικά: 2107234567
– Online: www.ticketservices.gr