Ο Calum είναι 30 ετών στη μισή ταινία. 31 στην άλλη μισή. Εκπλήσσεται που κατάφερε να φτάσει τα 30. Έχει πάει διακοπές με την 11χρονη κόρη του, Sophie, στην Τουρκία. Το σχέδιό του να φτιάξει κάτι «υπαρκτό» επαγγελματικά δεν θα πετύχει τελικά, αλλά έχει στα σκαριά «κάτι άλλο». Μάλλον είναι κάτι που λέει για να κάνει τη μικρή να ελπίζει. Όχι για εκείνη, αλλά για εκείνον. Της ανανεώνει τακτικά το αντηλιακό, της μαθαίνει πώς να αμύνεται, σε περίπτωση επίθεσης. Επιμένει πως αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβει. Της εξηγεί πως το γεγονός ότι δεν είναι ζευγάρι με τη μαμά της, δεν σημαίνει πως δεν νιώθει αγάπη για εκείνη. Μερικοί, με την πρώτη ματιά, τον περνούν για αδερφό της. Του παίρνει δευτερόλεπτα μέχρι να βρει το απαραίτητο θάρρος να διορθώσει: «κόρη μου είναι». Ο Calum είναι 31 ετών, πατέρας, τόσο νέος, τόσο χαμένος, νιώθεις το βάρος της ασάφειας, της ρευστότητας και μιας 11χρονης ευθύνης στους ώμους του, αλλά νιώθεις και κάτι άλλο. Ο Calum τριγυρνά στις παραλίες τις Τουρκίας με ένα μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι του, αλλά το πιο κουραστικό κομμάτι είναι η κάπως επίμονη προσπάθειά του να το κρύψει από τη Sophie.
H Sophie είναι 11 ετών. Και στα δυο μισά της ταινίας. Έχει πάει διακοπές με τον μπαμπά της. Είναι προφανές πως δεν τον βλέπει τόσο συχνά. «Θα ξαναγυρίσεις ποτέ στο Εδιμβούργο;», τον ρωτά. «Μερικές φορές, όταν φεύγεις από μια πόλη, επιστρέφοντας νιώθεις πως ποτέ δεν ανήκες εκεί», της απαντά. Η Sophie είναι μόλις 11 ετών και με έναν τρόπο καταφέρνει να αντιληφθεί τον «ανθό» της πρότασης. Ο μπαμπάς της δεν θα επιστρέψει στο Εδιμβούργο και εκείνη είναι αρκετά ώριμη, ίσως πιο ώριμη από όσο θα έπρεπε, για την ηλικία της. Όπως κάθε παιδί για το οποίο το concept οικογένεια δεν είναι όπως των άλλων παιδιών. Τον βρίσκει παράξενο, αντιλαμβάνεται πως μερικές φορές της προσφέρει περισσότερα από όσα μπορεί ουσιαστικά. Τον συγχωρεί για όλες τις φορές η «φλούδα» του πατέρα ξεγλιστρά από τον πυρήνα του και μένει γυμνός από πατρική υπευθυνότητα, όπως μάς τη διδάσκουν. Εκείνη μεγαλώνοντας πιθανότατα θα τον έλεγε overwhelmed. Στο τέλος των διακοπών τους τον αποχαιρετά σαν να ξέρει πως πιθανότατα δεν θα τον ξαναδεί. Ποτέ μετά από εκείνες τις διακοπές.
Το Aftersun είναι το ντεμπούτο της Charlotte Wells, η οποία από τις μικρού μήκους ταινίες της έχει κάνει σαφές -μάλλον όχι ηθελημένα- πως η «άρνηση» ως στάδιο και ως στοιχείο των ανθρώπινων διαδικασιών που μάς επιτρέπουν να συνεχίσουμε να κινούμαστε με όσο λιγότερο βάρος στο στήθος μας, είναι μια έννοια που την αφορά πολύ. Σε αυτή την ταινία, οι διακοπές στην Τουρκία είναι (πιθανότατα) οι τελευταίες αναμνήσεις μιας γυναίκας από τον πατέρα της. Δεν ξέρεις πώς, αλλά με έναν ασυναίσθητο τρόπο ξέρεις καλά, πως ο Calum είναι νεκρός, όταν η Sophie, ενήλικη και με ένα μωρό στους πρώτους μήνες της ζωής του, ανατρέχει σε όλες εκείνες τις μικρές, βαρετές, τετριμμένες στιγμές των καλοκαιρινών διακοπών, που τελικά είναι ό,τι μεγαλύτερο είχε ζήσει με ένα πλάσμα που θα της έλειπε τελικά για μια ζωή. Δεν το ήξερε τότε. Και γιατί να το ξέρει; Ήταν 11 χρονών, διάολε.
Η ταινία σε τσακίζει αργά, σχεδόν ευφορικά. Σε τσακίζει με την αβίαστη οικειότητα (συγχαρητήρια στους Paul Mescal και Frankie Corio για αυτό, μιας και χτίζουν τη σχέση πατέρα-κόρης χωρίς να φαίνεται καν κάποια προσπάθεια να «υποδυθούν» κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους). Σε τσακίζει με τις «συγγνώμες» και την κατανόηση που δείχνει ένα μικρό παιδί στις ματαιώσεις της σχέσης του με το concept «κηδεμόνας». Τις ίδιες ματαιώσεις που δέχεται από τον εαυτό του ένας πατέρας-εξίσου παιδί, που καταλήγει να κλείνει την κόρη του έξω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου και να μη θυμάται πώς τραυματίστηκε, πώς κατάφερε να ζήσει όσο έζησε. Σε τσακίζει με μια χορογραφημένη αναπαράσταση εκείνης της στιγμής που όλοι περνάμε μέσα από το σοκ της. Της στιγμής που ξεφλουδίζουμε το layer-ρόλο γονιός, από την ανθρώπινη υπόσταση εκείνων που μας έφεραν στη ζωή και βλέπουμε πλάσματα τραυματισμένα, διάτρητα, αδύναμα, κοινούς θνητούς. Ούτε πρότυπα, ούτε δυνάστες, ούτε σούπερ ήρωες, σούπερ μαμάδες και μπαμπάδες. Τέλειος + γονιός, είναι ένας συνδυασμός που όσο τον προσδοκάμε, τόσο θα πέφτουμε σε τοίχο. Τοίχο που όχι μόνο μάς διαλύει σωματικά, αλλά μας κρατά και χώρια, όπως κάθε ουτοπική, μαρκετινίστικη προσδοκία.
Στο Aftersun η Sophie επιστρέφει σε βίντεο από εκείνες τις διακοπές της με τον πατέρα της στην Τουρκία. Συνειδητοποιεί πως ρωτώντας τον «πώς φανταζόταν τη ζωή του στα 30 όταν ήταν 11» τον έσπασε σε χίλια κομμάτια. Προχωρώντας συνειδητοποίησε πως αυτό το μαύρο σύννεφο, ανάμεσα στο «τεράστιο κεφάλι του» και τον καταγάλανο ουρανό της Τουρκίας ήταν η κατάθλιψη. Η κατάθλιψη που έκανε τόσο κόπο να της κρύψει. Δεν ήταν όμως πια εκεί για να του πει «τώρα σε καταλαβαίνω και μου λείπεις πιο πολύ». Εξυπνακίστικα, όπως θα το έλεγε κάθε παιδί που ως δια μαγείας κατάφερε να αναδυθεί πάνω από την παθολογία, την απώλεια, το πένθος, και το φλερτ με το μαύρο σύννεφο.
Αν σκίπαρες όλες τις παραπάνω γραμμές, κράτα αυτό: Το Aftersun είναι μια ταινία που θα σε διαλύσει τόσο τεχνηέντως, που τουλάχιστον θα σου δώσει την ευκαιρία να επανασυναρμολογήσεις τον εαυτό σου με την ίδια αριστουργηματική τεχνική.