Σισύφειος κύκλος. Αυτή είναι η περιγραφή της ζωής στην επαρχία από τον Τσέχωφ. Μια βόλτα στο αχαρτογράφητο κέντρο της Αθήνας, αυτό που δεν φιγουράρει στις σελίδες των περιοδικών, αυτό που είναι μάλλον το λιγότερο τουριστικό, αλλά, το πιο ζωντανό κομμάτι της πόλης, επιβεβαιώνει, χρόνια μετά, τον Τσέχωφ. Η ζωή στη Μάρνη και στα γύρω στενά καθηλώνει στην ακινησία. Αυτό παρατηρεί ο Δημήτρης Καραντζάς περπατώντας για το θέατρο Προσκήνιο (έχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση πριν ένα χρόνο) και ξέρει ότι πρέπει να το μεταβολίσει σε Τέχνη. Κι ανέβασε τον Θείο Βάνια.
Ένα προφανές χαρακτηριστικό του έργου είναι ότι σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες καταλαμβάνονται από λήθαργο, πλήξη και λύπη για τη μη ικανοποιητική ζωή τους. Δεν είναι ένα ευχάριστο έργο. Αλλά, ο Δημήτρης Καραντζάς ξέρει ότι μόνο θεατές με χιούμορ θα εκτιμήσουν το μέγεθος της θλίψης των ηρώων. Υποφέρουν από μια αίσθηση απώλειας χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς έχουν χάσει. Όπως κι εμείς μετά την πανδημία. Αισθανόμαστε χαμένοι. Αναζητούμε την κανονικότητα. Τώρα βέβαια αν κάποιος μας ζητήσει έναν ορισμό της κανονικότητας δεν έχουμε μια απάντηση πρόχειρη. «Η ζωή είναι η ίδια μόνο χειρότερη», ένα συναίσθημα που φαίνεται να αντανακλά τόσα πολλά για τη διάθεσή μας τα τελευταία χρόνια.
Ο Δημήτρης Καραντζάς έχει βάλει το θίασο του σε ένα τεράστιο τραπέζι να πίνει και να επιτρέπει έτσι στα υπαρξιακά τους δράματα να ξεσπούν στην επιφάνεια της καθημερινότητας. Κάνουν μια ενδοσκόπηση. Κι αυτό τους αφήνει πικρά ματαιωμένους. Μια κάποια ταύτιση θα την νιώσεις ως θεατής. Το τεράστιο αυτό τραπέζι χρησιμεύει ως αίθουσα πρωινού ή ως ένα παρατηρητήριο ζωής ή ως ένας τόπος που τα πρόσωπα ανεβαίνουν για να δοκιμάσουν τη διαφυγή τους από την καθημερινότητα ενώπιον των υπολοίπων “καλεσμένων”.
Η Θεοδώρα Τζήμου θρηνεί την ομορφιά της που χάνεται μιας κι είναι παντρεμένη με έναν γκρινιάρη γέρο. Η μητέρα του Βάνια, Μαρία, αποκρούει την αξιολύπητη δυστυχία μελετώντας φεμινιστικά βιβλία. Μια μικρή παρένθεση να δώσουμε συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη που επέλεξε για το ρόλο την Ξένια Καλογεροπούλου. Μια επιλογή που τον τιμά. Οι χαρακτήρες του Θείου Βάνια αισθάνονται παγιδευμένοι στην απελπιστική ύπαρξή τους. Ο Βάνιας είναι βαθιά πικραμένος που πέρασε τη ζωή του κοπιάζοντας προς όφελος του Σερεμπριακώφ, ενός διανοούμενου που ο Βάνιας ανακάλυψε ότι ήταν τσαρλατάνος. Παπατζής. Ο καθηγητής, έχοντας αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή, νιώθει παραδομένος στον τάφο που αντιπροσωπεύει το κτήμα του. Ο Χρήστος Λούλης και ο Μανώλης Μαυροματάκης είναι υπέροχοι τσεχωφικοί ήρωες. Κουβαλάνε ένα βάρος που δεν μπορούν να ξεφορτωθούν αλλά δεν αντεχούν άλλο να το φέρουν στις πλάτες τους. Η αντοχή και όχι η ευτυχία είναι η μόνη τους ικανοποίηση.
Ο Άστρωφ, ο γιατρός της περιοχής, θρηνεί για τα νιάτα του και για το περιβάλλον που πεθαίνει. Και πίνει για να αντέξει τη ζωή. Είναι ένας άνθρωπος που δεν αντέχει να ζει στο παρόν και κοιτάζει μόνο να επιβιώσει για να παίξει τον ρόλο του σε ένα καλύτερο μέλλον Η Σόνια θρηνεί επειδή νιώθει μοναξιά και επειδή δεν μπορεί να αγαπηθεί (Ηρώ Μπέζου σε ρεσιτάλ σπαραξικάρδιας ερμηνείας). Ζουν μια αφόρητα βαρετή ζωή. Δεν ελπίζουν σε τίποτα. Είναι ένα αντιρομαντικό έργο. Είναι όμως ένα έργο διαμαρτυρίας. Θέλει να μας ξεσηκώσει. Το κρατάμε αυτό και προχωράμε.
Ο Βάνιας κυριολεκτικά στοιχειώνεται από τον άντρα που θα μπορούσε να ήταν: “Μέρα και νύχτα σαν δαίμονας στο λαιμό μου είναι η σκέψη ότι η ζωή μου έχει χαθεί απελπιστικά”, λέει. Κι αυτό το μήνυμά ψάχνει αποδέκτη. Τα έργα του Τσέχοφ δεν είναι απροκάλυπτα πολιτικά ή φορτωμένα με ένα κοινωνικό μήνυμα. Όταν νιώθεις μουδιασμένος δεν έχεις πολλές λύσεις. Ή αντέχεις μέχρι να σε βρουν κρύο στο κρεβάτι σου ή ζητάς πίσω τη ζωή που σου πήραν. Το έργο κλείνει με τον μονόλογό της Σόνια για την αξία της σκληρής δουλειάς σε αυτή τη ζωή και την ανάπαυση στην επόμενη. Σοβαρά; Αυτό θέλουμε; Να παρακολουθούμε πώς θα καταλήξουμε σε τραγικές κωμωδίες; Να παραιτηθούμε από τη ζωή τρώγοντας πανάκριβα κρουασάν σε μαγαζιά με σκανδιναβικά πλακάκια για φασαίους στο κέντρο της τουριστικής Αθήνας;
Ελάχιστα λογοτεχνικά έργα αποτυπώνουν τον καταστροφικό μηδενισμό της κατάθλιψης τόσο οξύτατα όσο ο Θείος Βάνιας. Είμαστε ένα έθνος σε κατάθλιψη και αναζήτηση ταυτότητας. Σε ένα σύγχρονο κοινό, ο Θείος Βάνιας φαίνεται να προσφέρει ένα επίκαιρο σχόλιο για τον κόσμο που κατοικούμε τώρα. Του λέει να ξυπνήσει ένα καθαρό, ήσυχο πρωινό και να νιώσει πώς άρχισε να ζει από την αρχή. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη είναι φανταστικά. Το τραπέζι (και όλες οι σκηνικές λεπτομέρειες, γέλασα δυνατά με τον κύκνο ψωμιέρα) της Μαρίας Πανουργιάς αξίζει βραβείο. Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού είναι πάντα ένα χάδι. Οι ερμηνείες όλων είναι εξαιρετικές. Οι Χρήστος Λούλης, Μανώλης Μαυροματάκης, Θεοδώρα Τζήμου, Ηρώ Μπέζου, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Μαρία Φιλίνη, Αντώνης Αντωνόπουλος και η Ξένια Καλογεροπούλου δουλευούν σαν ρολόι καλοκουρδισμένο. Είναι το πιο πολιτικό σχόλιο της θεατρικής σεζόν αυτό το έργο. Και το έκανε ανάλαφρο για να αντέξουμε. Ο Δημήτρης Καραντζάς είναι ένας χαρισματικός ενορχηστρωτής της υπαρξιακής μας κρίσης.
Info: Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΝΙΑΣ του Άντον Τσέχωφ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Παίζουν: Χρήστος Λούλης, Μανώλης Μαυροματάκης, Θεοδώρα Τζήμου, Ηρώ Μπέζου, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Μαρία Φιλίνη, Αντώνης Αντωνόπουλος και η Ξένια Καλογεροπούλου. Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα – 21 0825 6838)
Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 20:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 17:00 & 21:00, Κυριακή 19:00. Εισιτήρια εδώ.
Φωτογραφίες & Artwork & video: Γκέλυ Καλαμπάκα