*Η προγραμματισμένη συναυλία του Nick Waterhouse στις 26 Μαΐου στο Θέατρο Πέτρας μεταφέρεται στο Piraeus Club Academy. Αυτή της 27ης θα διεξαχθεί κανονικά.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε και ποιο ήταν το πρώτο κομμάτι που είχα ακούσει από τον Nick Waterhouse. Θα παίξω με τις πιθανότητες λοιπόν και θα γυρίσω πίσω στο 2012, δέκα χρόνια πριν, τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ, το Time’s All Gone. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά, είναι ότι είχα ακούσει τη φωνή του σε κάποιο ραδιόφωνο και ότι με είχε προβληματίσει -με την καλή έννοια. Με έκανε να πιστέψω ότι αυτό που έφτασε στα αφτιά μου είναι ένα τραγούδι που ανήκει χρονικά στις προηγούμενες δεκαετίες, τότε που, όπως λένε οι παλιοί, «έβγαζαν καλή μουσική».
H λογική λέει πως «πέφτω μέσα» καθώς το 2012 τελείωνα το Λύκειο και είχα αρχίσει να ασχολούμαι με τη μουσική πιο έντονα, παρά την ήδη έντονη ενασχόλησή μου με αυτή. Τότε ήταν, θυμάμαι, που είχα δώσει μία οδηγία στον εαυτό, την οποία μάλιστα ακολουθώ μέχρι και σήμερα: πρώτα ακούμε τη μουσική του παρελθόντος, κάνουμε το ταξίδι και σιγά σιγά φτάνουμε στο σήμερα. Αυτό δε σημαίνει ότι απορρίπτω τη σύγχρονη μουσική, αλλά σίγουρα δίνω προτεραιότητα σε αυτή που άκουγαν οι γονείς μας στην εφηβεία τους ή οι νέοι που περνούσαν τα βράδια τους στα jazz clubs της Νέας Υόρκης.
Αναγκαστικά θα παίξω πάλι με τις πιθανότητες και θα πω ότι το πρώτο κομμάτι που άκουσα από τον Nick Waterhouse ήταν το Say I Wanna Know, το εναρκτήριο και ίσως το πιο γνωστό του άλμπουμ μαζί με το I Can Only Give You Everything. Η αρχική μου αντίδραση ήταν να δυναμώσω την ένταση, η δεύτερη να σκεφτώ πώς μου είχε ξεφύγει αυτό το τραγούδι και η τρίτη να αναρωτηθώ ποιος είναι ο καλλιτέχνης. Με τη βοήθεια του διαδικτύου που έκανε τα πρώτα του βήματα προς της απόλυτη δόξα, έδωσα στις ερωτήσεις που προέκυψαν κατά την ακρόαση τις ανάλογες απαντήσεις.
Ο νεαρός τότε μουσικός από το ζεστό Λος Άντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής κέρδισε αμέσως τον σεβασμό μου και άλλαξε τον τρόπο που αντιμετώπιζα τους καλλιτέχνες με την vintage αισθητική. Μην ξεχνάτε ότι αυτά τα χρόνια οι «χίπστερς» βρίσκονταν παντού, δεν γινόταν να λείψουν και από το μουσικό στερέωμα. Αλλά όχι, ο Nick Waterhouse έμοιαζε και όπως αποδείχτηκε είναι διαφορετικός. Σεβόμενος τα πρώιμα ακούσματά του, τον αγαπημένο του John Lee Hooker και τον ήχο των ’60s, δίνει κάτι φρέσκο βασισμένο στα παλιά. Και αυτό απαιτεί ταλέντο, γνώση και μουσική παιδεία. Οι επιλογές του στο set που έκανε για το Le Mellotron ίσως σας βοηθήσουν να καταλάβετε καλύτερα το backgound του.
Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσα, όπως μεγάλωσε και ο Nick τόσο ηλικιακά όσο και μουσικά. Η ωριμότητα, πολλές φορές, έρχεται δυστυχώς μετά από κάθε σβήσιμο του φλεγόμενου αριθμού στην τούρτα μας και κανείς μας δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα άλμπουμ που ακολούθησαν μετά το Time’s All Gone ήταν ακόμα καλύτερα, πιο ολοκληρωμένα και πιο «γεμάτα» αφού o Waterhouse, εκτός από το να τιμά τους ήρωές του κάνει όλο και πιο έντονο το δικό του στοιχείο.
Με αφορμή τα live του στο Piraeus Club Academy στις 26 και 27 Μαϊΐου, λοιπόν, επιλέγω ένα κομμάτι από κάθε του ολοκληρωμένη δουλειά, πέντε κομμάτια που με έκαναν να πιστέψω ότι ένας άνθρωπος από τα ’60s βρέθηκε κατά λάθος να γράφει μουσική για τους ανθρώπους του μέλλοντος. Τα υπόλοιπα από κοντά, με ένα ποτό στο χέρι για να γιορτάσουμε επιτέλους την ελευθερία μας υπό τους ήχους του Nick Waterhouse.
Say I Wanna Know, Time All Gone (2012)
Για τους λόγους που έγραψα στην αρχή. Ίσως, λέω ίσως, είναι το πρώτο κομμάτι που άκουσα από τον Nick. Τα φωνητικά που θυμίζουν γκόσπελ, οι τζάζι πινελιές και οι κοφτές παύσεις έκαναν το Say I Wanna Know ραδιοφωνικό hit και ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια στη μεγάλη λίστα του.
It No.3, Holly (2014)
Μπορεί το It No.3 να μην έχει τη σπιρτάδα του This is a Game (σίγουρα θα το ακούσουμε) ή το απότομο ξέσπασμα του Dead Room (μαγικό σαξόφωνο), αλλά είναι ένα από τα αγαπημένα μου του δίσκου καθώς βγάζει κάτι σκοτεινό, μυστήριο που δένει άψογα με την surf κιθάρα και τα πλήκτρα που σταδιακά γίνονται ένα στην κορύφωση του τραγουδιού.
Standard Street, Never Twice (2016)
Ο πιο ευχάριστος κατά την ακρόαση δίσκος του Waterhouse. To Never Twice, με πολλές επιρροές από Booker T & the MG’s σου φτιάχνει την διάθεση και είναι «εύκολος» στο αφτί. Στα ραδιόφωνά μας έπαιξε πολύ το Katchi με τον Leon Bridges ενώ το ταξιδιάρικο L.A. Turnaround μπορείς να το ακούσεις δέκα φορές σερί και να θες κι άλλο. Το κομμάτι που πραγματικά λατρεύω όμως είναι το Stanyard Street, αυτό το έπος των 7 λεπτών και 48 δευτερολέπτων.
Wreck The Rod, Nick Waterhouse (2020)
Με το Wreck The Rod συμβαίνει ό,τι και με το L.A. Turnaround. Όσες φορές και να το ακούσεις δεν το βαριέσαι ενώ μπορείς παράλληλα να «χτυπηθείς» όσο οι δεύτερες φωνές αφήνονται ελεύθερες. Ιδιαίτερη αδυναμία έχω και στο Undedicated όπως και το Which Was Writ.
Medicine, Promenade Blue (2022)
Το Promenade Blue (εκεί βασίζεται η περιοδεία) είναι η πιο ώριμη δουλειά του, ένας πραγματικά πολύ καλός δίσκος που σε ορισμένες περιπτώσεις αποστασιοποιείται από τον γνώριμο ήχο του Waterhouse, χωρίς όμως να αφήνει παραπονεμένους όσους λατρεύουν, π.χ., του The Coasters. Προσωπικά θα ήθελα να ακούσω όλο το Promenade Blue και από δύο φορές το Medicine και το Very Blue.