Ξέρετε πώς γίνεται συνήθως. Μια άσχετη αναζήτηση στο Google σε οδηγεί στον τίτλο μιας ταινίας, την οποία και καταλήγεις να παρακολουθείς δέκα λεπτά μετά. Άλλα δέκα και η υπερβολική σου φύση την κατατάσσει ήδη στις χειρότερες ταινίες της ζωής σου. Μια ώρα μετά αναρωτιέσαι τι κάνεις με τη ζωή σου. Ποιοι μηχανισμοί είναι αυτοί που δένουν τα χέρια σου και δεν σου επιτρέπουν να την κλείσεις πριν την τελειώσεις; Άλλα είκοσι λεπτά και κλαις γοερά, συγκινημένος, ψάχνοντας τα χαρτομάντιλα δια της αφής, γιατί δεν μπορείς να δεις από τα δάκρυα. Στη δική μου κινηματογραφική περίπτωση, οι γονείς ενός νεκρού 19χρονου αγκαλιάζονται με τον μεσήλικα που έγινε αποδέκτης των πνευμόνων του παιδιού και πρακτικά, κέρδισε κάποια παραπάνω χρόνια ζωής. Δεν υποτιμώ την αξία της δωρεάς οργάνων. Απλώς αναρωτιέμαι πώς μια κακή ταινία, που δεν άγγιξε κανένα ενσυναισθητικό νεύρο μου, κατάφερε να με μετατρέψει σε Μπρίτζετ Τζόουνς χωρίς το παγωτό, σε λίγα δευτερόλεπτα. Τα γράφαμε και για το “Coco”, αλλά εκεί δεν γινόταν να μην κλαψεις.
Για να είμαι ειλικρινής, χωρίς διάθεση εγωκεντρισμού (περισσότερου από όσο αναλογεί σε ένα κείμενο που γράφεται σε α’πρόσωπο), μια ταινία πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να καταφέρει να με κρατήσει με στεγνά μάτια και μύτη. Θέλω να πω πως έχω κλάψει μέχρι και με τηλεοπτικό σποτ. Θυμάστε εκείνο το φιλοζωικό διαφημιστικό σποτ στο οποίο η Τόνια Σωτηροπούλου μας ενημέρωνε για το πού μπορούμε να καλέσουμε σε περίπτωση που αντιληφθούμε πως ένα ζώο κακοποιείται; Ίσως όχι, αλλά εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ. Καθόμουν στο τραπέζι μιας φρέσκιας ερωτικής φάσης. Πίναμε καφέ, ένιωθα κουλ. Ξέρετε κάτι; Ήμουν κουλ. γελούσαμε, μιλούσαμε. Μόνο ένα πράγμα πήγαινε στραβά, εκτός από το γεγονός ότι ο καφές μου είχε αρχίσει να κρυώνει: η τηλεόραση φλυαρούσε στο backround. Ξαφνικά ακούγεται ένας σκύλος να κλαίει. Μένω ακίνητη, προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Καταλαβαίνω και του ζητάω να αλλάξει κανάλι. Ο καημένος δεν μπορεί να αντιληφθεί τι έχει προκαλέσει τον θυμό, σε συνδυασμό με σοκ και δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου. Μένει να κοιτάζει την Σωτηροπούλου να μιλάει για την κακοποίηση. Εγώ έχω κλειστεί στο μπάνιο μέχρι να τελειώσει όλο αυτό. Όχι cool σκηνή. Τελικά δεν ήμουν cool. Ήμουν έρμαιο των ορμονών μου που έπαιζαν με τις μικρές αντοχές μου σε εκείνη τη φάση.
Συνήθως, δεν χρειάζεται να φτάσω στο τέλος μιας σάπιας b-movie για να κλάψω σαν μωρό παιδί που δεν του επιτρέπουν να βάλει το χέρι του στο μάτι της κουζίνας. Υπάρχουν ταινίες τις οποίες έχω ολοκληρώσει κλαίγοντας από τις πρώτες σκηνές. Το “I Am Sam”; Για εμένα ήταν 2 ώρες και 12 λεπτά ασταμάτητων δακρύων. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να έχει προταθεί για 8 Όσκαρ μια ταινία για να με αφυδατώσει. Στο Netflix, μια τούρκικη τηλεοπτική ταινία, με τίτλο «Στα Σωστά Χέρια» ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, με έκανε να κλαίω μουμουρίζοντας «γαμώ τους Τούρκους». Στέλνοντας αυτές τις τρεις λέξεις στο group chat με τους κολλητούς μου, κατάφερα να τους κάνω να πιστέψουν πως οι ισορροπίες με τους γείτονές μας έχουν πάει κατά διαόλου και πάμε σε πόλεμο. Από το κλάμα, είχα ξεχάσει πως στην εποχή μας η προοπτική μιας πολεμικής σύρραξης βγάζει περισσότερο νόημα από μια σχεδόν τριαντάρα που μυξοκλαίει με μια ταινία του Netflix. Ωστόσο, σας προκαλώ: βρείτε μου μια τούρκικη ταινία στην οποία η ψυχούλα σας δεν μετατρέπεται σε παιχνίδι ενός συναισθηματικού σαδιστή σεναριογράφου. Πρακτικά, οι μόνες ταινίες με τις οποίες δεν κλαίω είναι οι πορνό, αλλά πιστέψτε με, φταίνε τα τραγικά τους σενάρια και τίποτα παραπάνω.
Κάπου εδώ, λογικά, οι σκέψεις σας για εμένα κυμαίνονται από το «πόσο υπερβολική» μέχρι το «πόσο ευαίσθητη». Θα σκέφτεστε πως πιθανότατα είμαι ένα μικρό παιδί στην ψυχή, που δεν έχει καταφέρει να διαχωρίσει την πραγματικότητα από το κινηματογραφικό ψέμα. Ω, πόσο ευαίσθητες είναι οι κεραίες μου όσον αφορά την τέχνη; Πόσο άνετη είμαι στο να εκφράζω τα συναισθήματά μου χωρίς ντροπή; Πόσο έξω πέφτετε, γλυκοί μου; Ναι, η τέχνη με αγγίζε, αλλά δεν είμαι παιδί στην ψυχή, απλώς μια ανώριμη millennial. Στην πραγματική ζωή προτιμώ να έρθω να πλύνω τα πιάτα σας, να προσπαθήσω -δεν μπορώ- να σας λύσω μια εξίσωση, να σας διαβάσω μια συνταγή μαγειρικής ψιθυριστά για να αποκοιμηθείτε, ακόμα και να τρέξω σε ημιμαραθώνιο, από το να απαντήσω στην απλή ερώτηση «πώς αισθάνεσαι;» όταν αισθάνομαι σκατά. Όσο για το κλάμα, εγώ και αυτό δεν συναντιόμαστε στην πραγματική ζωή, όταν γκρεμίζεται ο τέταρτος τοίχος, όσο και αν έχω προσπαθήσει. Θυμάστε την Cameron Diaz στο “Holiday”, που δεν μπορούσε να κλάψει, σε βαθμό που έκανε manifest «ένα δάκρυ, σε παρακαλώ, ένα δάκρυ», μα τα μάτια της έμεναν στεγνά και τα συναισθήματά της καταπιεσμένα όσο και αν προσπαθούσε; Ταύτιση, κυρίες και κύριοι. Μήπως δεν έχω βρει τον Jude Law μου;
Όσο γράφω, αναζητώ απαντήσεις. Κάπως έτσι, στη λίστα με τα πιο ντροπιαστικά μου γκουγκλαρίσματα, θα μπει και το «γιατί οι άνθρωποι κλαίνε στις ταινίες και όχι στην πραγματική ζωή». Τα αποτελέσματα, από την πλευρά της επιστήμης, απαντούν στο πρώτο σκέλος της ερώτησης. Σύμφωνα με όσα διαβάζω, «οι άνθρωποι που κλαίνε με τις ταινίες είναι δυνατοί». Το Bright Side, επί παραδείγματι, μιλάει για μια έρευνα που έδειξε πως οι άνθρωποι που κλαίνε με σκηνές ταινιών, ξέρουν πώς να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους καλύτερα και είναι πιο δυνατοί όταν διαχειρίζονται καθημερινές προκλήσεις. Σε άλλο κείμενο αναφέρεται πως εμείς οι κλαψιάριδες του σινεμά, γινόμαστε καλύτεροι leaders, γιατί έχουμε τη δυνατότητα να μπούμε στη θέση του άλλου. Ας έρθει να μου το πει αυτό, την επόμενη φορά που θα κλάψει κάποιος μπροστά μου και θα τον ρωτήσω μπερδεμένη απλώς αν θέλει ένα ποτήρι νερό.
Σε άρθρο του Refinery 29, μια ψυχοθεραπεύτρια λέει πως «συχνά πολλοί άνθρωποι που δεν κλαίνε στην πραγματική ζωή σοκάρονται από το πώς μια ταινία μπορεί να τους κάνει να κλάψουν». Εδώ είμαστε. «Οι ταινίες μπορούν να αγγίξουν συναισθήματα μέσα μας που κανονικά δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε. Για παράδειγμα, αν υπάρχει θάνατος ή απώλεια σε μια ταινία και εμείς νιώσουμε σύνδεση, μπορεί να μας βοηθήσει να επανενωθούμε με το δικό μας πένθος», τονίζει. Το δεύτερο σκέλος της ερώτησης απαντήθηκε μόνο του. Κλαίμε σαν μωρά στις ταινίες, γιατί δεν κλαίμε στην πραγματική ζωή. Γιατί στην πραγματική ζωή κάποιος μας δίδαξε πως πρέπει να είμαστε δυνατοί και το κλάμα είναι αδυναμία. Πως η ευαισθησία μας αφήνει διάτρητους, ευάλωτους και ως γνωστόν, σε αυτή την κοινωνία το να είσαι ευάλωτος είναι χειρότερο από το να είσαι μαλάκας. Δεν είμαστε δυνατοί, λοιπόν, ούτε καλοί leaders, ούτε γεμάτοι ενσυναίσθηση. Είμαστε ανθρώπινα μπουκάλια καταπιεσμένων συναισθημάτων. Η ταινία είναι απλώς μια ευκαιρία να αδειάσουμε την καταπίεση για να μπορεί να ξαναγεμίσει το μπουκάλι από όλες τις φορές που παριστάνουμε τους δυνατούς καθημερινά. Αλήθεια, πόσους χωρισμούς και αδικίες έχεις ξεπεράσει με placebo το Lion King;