Όλα ξεκίνησαν την ήμερα που ήρθε ο εγγονός μου στο σπίτι. Με αυτόν τον αλήτη τον Covid είχαμε καιρό να ειδωθούμε, να τα πούμε, εκείνος να κάνει πως ενδιαφέρεται για μένα και στο τέλος να μου πάρει το τελευταίο 20ευρω από τη σύνταξη. Αυτό το δίωρο που έκατσε μαζί μου και χρεώθηκα 10 ευρώ την ώρα (θα πάει μπροστά ο μπαγάσας) μιλήσαμε για τα ερωτικά μας (τα δικά μου πάνε καλύτερα παρεμπιπτόντως ή btw που λέει και νεολαία) αλλά και το τι σκέφτεται να γίνει όταν μεγαλώσει.
«Θα γίνω ινφλουένσερ», μου λέει.
«Ινφλου, τι;» απάντησα προσπαθώντας να καταλάβω αν πνίγηκε προσπαθώντας να μιλήσει.
«Ινφλουένσερ, παππού. Είναι τα άτομα που αποφασίζουν για το παρόν και το μέλλον. Σ’ επηρεάζουν στο τι θα φας, τι θα πεις, πώς θα μιλήσεις, τι θ’ ακούσεις, πώς θα ντυθείς και στην τελική αν αξίζει να υπάρχεις».
Ινφλουένσερ, λοιπόν. Σε απλά ελληνικά «Επηρεαστής». Σαν όνομα τράπερ-τάπερ. Θα τους συναντήσεις παντού στο διαδίκτυο και την τηλεόραση. Θυμάσαι τότε που μαζευόμασταν στο καφενείο για τσίπουρο, μπάλα και πολιτική συζήτηση; Πλέον δεν χρειάζεται να βγεις από το σπίτι σου. Ανοίγεις το κινητό και στα εξηγεί όλα ο Κοψιάλης.
Είναι διασκορπισμένοι κατά χιλιάδες και προσπαθούν να σου πουλήσουν την πραμάτειά τους. Τους θυμάσαι τους πλασιέ που ερχόντουσαν έξω από την πόρτα μας και προσπαθούσαν να μας πασάρουν εγκυκλοπαίδειες; Ή εκείνους τους τύπους σε κανάλια του Καρατζαφέρη που έκαναν telemarketing και μας πρόσφεραν αποχυμωτές σε τιμή ευκαιρίας; Ε ξέχασέ τους. Τώρα θα τους βρεις στο Ίνσταγκραμ και το Τικ Τοκ. Ζήτησα από τον εγγονό μου να μου δείξει πως δουλεύει αυτός ο διάολος και σε μία ώρα τα έμαθα όλα.
Και κατάλαβα πως η δουλειά του ινφλουένσερ είναι ζόρικη. Είναι δύσκολη. Δεν χρειάζεται κάποιο πτυχίο για να ασκήσεις το επάγγελμα, παρά μόνο να μην έχεις καμία ντροπή για όσα κάνεις. Ινφλουένσερ μπορεί να γίνει ο οποιοσδήποτε. Μπορεί να είναι ένας επώνυμος ή ο κάγκουρας που κάθεται δίπλα σου στο λεωφορείο την ώρα που διαβάζεις αυτό το άρθρο. Η ζωή του ινφλουένσερ είναι τρομακτική. Κρίσεις πανικού αν δεν πάρουν τα πολυπόθητα «μου αρέσει» ενώ ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος.
Βάζουν φίλτρα στα μουτράκια τους, ανεβάζουν βίντεο με τη γιαγιά τους όταν φτιάχνει φασολάκια (η 3η ηλικία κάνει γκελ στα σόσιαλ), ποζάρουν δίπλα σε παντζούρια, τρώγοντας τζατζίκι και παρακαλάνε για ένα δωρεάν τριήμερο σε 5άστερο ξενοδοχείο. Στο χωριό μου τους λέγαμε «τζαμπατζήδες». Στο διαδίκτυο τούς λένε «influencers».
Ωστόσο γίνονται θυσία για εμάς, μας χαρίζουν παντόφλες, αντισηπτικά, γιαούρτια, αυτοκίνητα, μέχρι και σπίτια και το μόνο που ζητάνε από εμάς είναι ένα «μου αρέσει» και να το κοινοποιήσεις σε δύο φίλους. Και όλα αυτά παντελώς δωρεάν. Τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο είναι δωρεάν. Εσύ δεν χρειάζεται να κάνεις απολύτως τίποτα. Είναι αλήθεια όμως, αυτό;
Εγώ δεν τα ‘παιρνα τα γράμματα και έμαθα τη ζωή στο πεζοδρόμιο. Όχι στο Instagram και στις οθόνες. Αλλά έμαθα κάτι σε όλη αυτή τη διαδρομή. Είναι δυνατόν να σου χαρίζουν αυτοκίνητα, σπίτια χωρίς αντάλλαγμα. Απατεωνιά μου μυρίζει. Και όπως συνηθίζουν να λένε στο χωριό μου, όταν κάτι σου προσφέρεται δωρεάν, τότε εσύ είσαι το προϊόν.