Ο Άνταμ ΜακΚέι ξεκίνησε την καριέρα του γράφοντας στο Saturday Night Live, και έκανε το όνομα του ισχυρό στη βιομηχανία του Χόλυγουντ γράφοντας και σκηνοθετώντας over-the-top κωμωδίες, συνήθως με πρωταγωνιστή τον Γουίλ Φέρελ – όπως στις ταινίες Anchorman,  Talladega Nights: The Ballad of Ricky Bobby, Step Brothers. Θα μπορούσες να έχεις μια ολοκληρωμένη άποψη για την ταινία που έκανε viral το Netflix (πάτα εδώ και θα την αποκτήσεις), γιατί αυτή τη δύναμη έχει η πλατφόρμα πλέον και φαίνεται και στα βραβεία κυρίως στα δικά του τα ταμεία, αν τις είχες δει. Ίσως.

Αν ντρεπόσουν να πεις ότι σου άρεσαν οι χοντροκομμένες ταινίες του, σίγουρα είπες με περισπούδαστο ύφος ποιητή Φανφάρα πόσο ωραίες ήταν οι ακόλουθες ταινίες του που είχαν το  δραματικό βάθος που ήθελες: Big Short και Vice. Το είπαν και στα Όσκαρ, ίσως ο πιο αχρείαστος θεσμός βραβείων εκεί έξω στην παρούσα κατάσταση.

https://twitter.com/hashtag/dontlookup?src=hash&ref_src=twsrc%5Etfw

Προχωράμε. Οι σεναριογράφοι μεταπανδημικά ασχολούνται με δυο είδη ταινιών/ σειρών: αυτές που δείχνουν πλούσιους σε διακοπές και ταινίες που κάνουν λόγο για την Αποκάλυψη. Οι σκηνοθέτες λατρεύουν να απειλούν τη Γη. Αγαπημένο θέμα και του Έλον Μασκ που θέλει να αποικίσει έναν άλλο πλανήτη. Υπάρχουν άπειροι κοινωνιολόγοι και εθνογράφοι εκεί έξω που λένε εδώ και χρόνια όλα όσα πραγματεύεται η ταινία. Κανείς δεν τους ακούει. Αν χρειάζεται μια ταινία με διάσημους ηθοποιούς όπως αυτή για να κάνει τους ανθρώπους να πάρουν το θέμα στα σοβαρά και να αλλάξουν το status quo, αυτό μπορεί να αξίζει την προσοχή μας.

Τι μας είπε, λοιπόν, ο  ΜακΚέι με το “Μην Κοιτάτε Πάνω“; Γιατί ο πραγματικός λόγος που κάθε στούντιο και σκηνοθέτης φτιάχνει μια ταινία είναι για να πει κάτι. Έτσι επικοινωνούν οι δημιουργοί, εδώ κι αιώνες. Είμαστε πολύ μουδιασμένοι, χαζοί, ανίσχυροι και αδιάφοροι, πολύ απασχολημένοι δίνοντας ασήμαντες μάχες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να σώσουμε το τομάρι μας και τον πλανήτη. Ισχύει; Ναι. Μας αρέσει να μας λένε την αλήθεια; ΟΧΙ. Θέλουμε να γελάμε με την υπαρξιακή μας φρίκη; Μην τυχόν. Είμαστε κριτικοί που προτιμάμε να γράψουμε διθυράμβους για μια ταινία με φεστιβαλικό κοινό που σκηνοθέτησε ο Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν ή για την ταινία που ξεπέρασε κάθε προσδοκία και μπήκε σε δισεκατομμύρια σπίτια και έγινε φαινόμενο; Ρώτα εσύ όποιον ξέρεις αν είδε το Memoria κι έλα να μου πεις την απάντηση στο ρητορικό ερώτημα. Πάμε παρακάτω.

https://twitter.com/hashtag/DontLookUp?src=hash&ref_src=twsrc%5Etfw

Η Washington Post (καλύτερες κριτικές από NYT και πέστε να με φάτε) έγραψε «ο σκηνοθέτης τολμά να εμπλουτίσει το “Don’t Look Up” με μια αυθεντική, μονότονη αίσθηση θλίψης. Η ειλικρίνεια μπορεί να είναι η πιο τολμηρή κίνηση από όλες σε μια ταινία που, στην πιο θυμωμένη και διασκεδαστική της μορφή». Η San Francisco Chronicle την θεωρεί την πιο αστεία ταινία της χρονιάς. Σίγουρα την πιο καταθλιπτική.

Ο Μπεν Σμιθ των New York Times παρατήρησε ότι «η μεγάλη σάτιρα ενισχύει τις προφανείς αλήθειες και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το “Don’t Look Up” περιέχει αυτές τις στιγμές αναγνώρισης».

Το Vanity Fair δεν τη βρήκε καλή ταινία: «Η ταινία του δεν χρειαζόταν να προσφέρει κάποια εφαρμόσιμη στρατηγική για την καταπολέμηση της απάθειας για την κλιματική αλλαγή, αλλά θα μπορούσε να είναι πιο τολμηρή ή λεπτή στη στόχευση αυτής της αδιαφορίας. Απλά κοροϊδεύοντας τους pop stars και τους ειδήμονες και τον τραμπισμό είναι εύκολο και αναποτελεσματικό, είτε ως παρωδία είτε ως πολεμική».

https://twitter.com/hashtag/DontLookUp?src=hash&ref_src=twsrc%5Etfw

Το IndieWire την πετσόκοψε: «Δεν είναι αρκετά έξυπνο για να είναι ένα κάλεσμα αφύπνισης ή αρκετά σοκαριστικό για να τρομάξει τους ανθρώπους ευθεία, αλλά στις πρώτες μέρες ενός αιώνα στον οποίο ο κόσμος έχει γίνει μια φάρσα του εαυτού του και οι κωμικοί είναι οι μόνοι άνθρωποι που εξακολουθούν να έχουν 75 εκατομμύρια δολάρια για να κάνουν σοβαρό πρωτότυπο κινηματογράφο, ίσως το μόνο που μπορούμε να κάνουμε με το χρόνο που απομένει είναι να κοιτάμε τις οθόνες μας και να θρηνούμε για το πώς φτάσαμε εδώ».

Μπορείς να πεις ότι η ταινία του δεν έχει πολλά να πει για το γιατί είμαστε παγιδευμένοι σε αυτούς τους κύκλους και δεν φαίνεται να προσφέρει τίποτα ουσιαστικά. Οι περισσότεροι από εμάς θα πούμε με την μετριοπάθεια που χαρακτηρίζει τους σώφρονες ότι η ταινία έχει τις στιγμές της, κυρίως χάρη σε ένα απίστευτο καστ, αλλά το αν αυτές οι στιγμές καταλήγουν σε μια ταινία που λειτουργεί φαίνεται να είναι θέμα γούστου. Η μετριοπάθεια όμως δεν είναι clickable. Κι αυτό είναι -δυστυχώς- η πραγματικότητα και του 2022.  Κι ότι ο ανθρώπινος ναρκισσισμός θα καταστρέψει τα πάντα.

Η πιο αιχμηρή σάτιρα της ταινίας γίνεται στον ρόλο των μέσων ενημέρωσης και των ακαδημαϊκών. Ο DiCaprio γίνεται κομμάτι του κατεστημένου όταν παίρνει μια μυρωδιά επιρροής και δημοτικότητας. Μάντεψε σε ποιους δεν αρέσει να τους λες πουλημένους;