«Το Κεντρί έχει μια συμβατική, απλή αφήγηση με αρχή-μέση-τέλος, αν όμως θα τη θυμόμαστε για κάτι, θα είναι για αυτές τις σκηνές που μπορούν να κάνουν μια mainstream ταινία τόσο διασκεδαστική», έγραφαν οι New York Times στην κριτική τους για το Κεντρί, μία μόλις μέρα μετά την πρεμιέρα της ταινίας ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1973.
Λίγους μήνες αργότερα σάρωνε στα Όσκαρ του 1974 με 10 συνολικά υποψηφιότητες και 7 βραβεύσεις (ανάμεσα τους αυτά για την Καλύτερη Ταινία, Καλύτερη Σκηνοθεσία, Καλύτερου Σεναρίου και Μουσικής). Εδώ αξίζει να σημειωθεί και μια «παράδοξη» αποκλειστικότητα: είναι η μοναδική ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί Ρόμπερτ Ρέντφορντ χωρίς να κερδίσει οσκαρική υποψηφιότητα για την ερμηνεία του.
Το Κεντρί πράγματι είναι μια κατηγορία από μόνο του, ειδικά αν το συγκρίνουμε με άλλα φιλμ που έχουν κερδίσει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Είναι καλογυρισμένο, αλλά δεν έχει κάποιο βαθύτερο νόημα, δεν προσφέρει κάποιου είδους κοινωνικό δίδαγμα, δεν καταγράφει μια ιστορία ενηλικίωσης των χαρακτήρων. Όχι, στο Κεντρί δεν θα βρεις τίποτα από όλα αυτά. Θα βρεις όμως μια γνήσια διασκεδαστική και αστεία ιστορία. Το Κεντρί δεν θέλει να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, παρά το γεγονός ότι η πλοκή του τοποθετείται χρονικά στο 1936, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, δεν ενδιαφέρεται για την πιστή και λεπτομερή ανασύσταση της εποχής (για παράδειγμα, το ragtime που χαρακτηρίζει μουσικά την ταινία ήταν ένα μουσικό είδος που άνθισε δύο δεκαετίες πριν από την εποχή όπου διαδραματίζεται η υπόθεση). Το Κεντρί θέλει μόνο να είναι ευχάριστο και cool.
Και τα καταφέρνει:
Έχει την υπόθεση
Δυο κομπιναδόρο συλλαμβάνουν και εκτελούν σε κάθε του λεπτομέρεια ένα ιδιοφυές κόλπο για να ξαφρίσουν ένα μαφιόζο. Τι να μας πούν και οι Oceans 11 που έπρεπε για παρόμοια δουλειά να κατεβάσουν 11άδα;
Έχει τους πρωταγωνιστές
Ο Paul Newman και ο Robert Redford με φοβερή χημεία παραδίδουν υπό την καθοδήγηση του George Roy Hill ένα διαχρονικό δίδυμο χαρακτήρων, εφάμιλλο με εκείνο στο Butch Cassidy and the Sundance Kid («Δύο ληστές», η ελληνική μετάφραση της ταινίες), στο οποίο επίσης συνυπήρξαν στο πλατό (πάλι σε σκηνοθεσία Hill).
Έχει τη μουσική
Η ματιά και οι εκτελέσεις του Marvin Hamlisch στα πρωτότυπα ragtime θέματα του Scott Joplin χάρισαν στη μελωδίες αυτές διαχρονικότητα και ειδικά στο θέμα των τίτλων αρχής, το «Entertainer», χάρισαν την αθανασία: οι νότες του γνώρισαν τέτοια αποδοχή που «έντυσαν» συνθήματα πολλών οπαδών σε όλο τον κόσμο.
Και φυσικά, έχει την ένταση
όσο φτάνουμε προς το τέλος η ευχάριστη και κωμική ατμόσφαιρα, αυτό το ανεπιτήδευτο coolness παραχωρούν τη θέση τους σε σκηνές γεμάτες αγωνία, ένταση και δίκαιη εκδίκηση. Όπως αρμόζει σε κάθε ταινία με τζόγο, παράνομο στοιχηματισμό και μερικούς άνδρες να κυκλοφορούν αριστερά και δεξιά με τα περίστροφά τους πάντοτε γεμισμένα.
Παραδόξως, δεν είναι μια ταινία που υμνεί το bromance ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Ο Redford είναι το πουλέν, ο ταλαντούχος πιτσιρικάς που μπορεί να στήσει τις πιο απαιτητικές κομπίνες. Ο θρύλος λέει ότι ο Jack Nicholson είχε προταθεί αρχικά για αυτόν τον ρόλο, αλλά τελικά τον απέρριψε. Ο Newman είναι ο δάσκαλος, ο μέντορας, αυτός ο τύπος που σχεδιάζει το τελευταίο μεγάλο κόλπο πριν την αποστρατεία του. Παρόλα αυτά η ταινία προτιμά να εστιάσει σε άλλα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυνατές σκηνές με τους δυο τους, όπως η πρώτη τους γνωριμία.
Η ταινία 48 χρόνια μετά την προβολή της παραμένει σύγχρονη και ιδανική για αυτή τις μέρες του χρόνου και ας μην έχει ούτε ένα χιονισμένο πλάνο ούτε μία αναφορά στα Χριστούγεννα. Είναι όμως από αυτές που θέλεις να δεις γιατί είναι έξυπνο, όμορφο, νοσταλγικό και πάνω απ’ όλα τρομερά διασκεδαστικό.