*Μπορείς να αντικαταστήσεις την Κηφισίας με όποιον δρόμο ξυπνάει τον χειρότερό σου εαυτό.
Μια από τις ατάκες ταινιών που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι εκείνο το “i think my mask of sanity is about to slip”, στο American Psycho. Για κάποιο λόγο, αυτή ακριβώς η φράση, που προβάλει τη λογική σαν ένα έδαφος στο οποίο τις καλές μέρες κάποιος στέκεται με τα πόδια σταθερά, μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Αν η λογική είναι μια μάσκα που φοράμε, χωρίς να δυσανασχετούμε, πότε πέφτει. Ναι, αυτή είναι μια συζήτηση που θα έπρεπε να κάνω με έναν ψυχίατρο ενδεχομένως. Μια ερώτηση που την απάντησή της τέλος πάντων θα έπρεπε να ψάχνω σε βιβλία που μιλούν για ψυχιατρικές διαταραχές ή σύνδρομα. Το αν και πότε η μάσκα της λογικής αρχίζει να γλιστράει δεν είναι μια απλή ερώτηση. Ή τουλάχιστον ως τέτοια, περίπλοκη, δυσνόητη, σχεδόν φιλοσοφική και ρευστή, τη βρίσκεις μέχρι να βρεθείς στη μποτιλιαρισμένη λεωφόρο Κατεχάκη, που λειτουργεί ως σπόιλερ της συνήθως εξίσου μποτιλιαρισμένης λεωφόρου Κηφισίας. Εκεί σταματάς να αναρωτιέσαι πότε και αν γλιστράει η μάσκα της λογικής. Τη νιώθεις ήδη να γλιστράει. Σχεδόν την πατάς κάτω από τον συμπλέκτη, και δεν σε αφήνει να τον πατήσεις μέχρι τέλους.
Μια έρευνα αμφιβόλου αξιοπιστίας, κάποτε, είχε κάνει τάση το να θεωρούμε πως όποιος βρίζει, έχει υψηλό IQ και πολύ χιούμορ. Αν ίσχυε, πιθανότατα, όποιος οδηγός έχει τσουλήσει τις ρόδες του στην Κηφισίας, έχει σταματήσει στην ανηφόρα της Κατεχάκη, είναι πανέξυπνος και εξαιρετικά αστείος. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν βρίζει στην Κηφισίας. Όταν είσαι στην Κηφισίας, δεν υπάρχει λέξη που να βγαίνει από τα χείλη σου και να μην είναι μπινελίκι και αυτό το ξέρουν όσοι δουλεύουν στα βόρεια προάστια. Η Κατεχάκη και η Κηφισίας σε μεταμορφώνουν σε κάτι άλλο. Σε κάτι άγριο, πρωτόγονο. Οι κινήσεις γίνονται κοφτές, τα χέρια απομακρύνονται από το τιμόνι και διοχετεύουν ένταση στον αέρα. Τον ρυθμό τον δίνουν τα κορναρίσματα, που κανείς δεν φαίνεται να θέλει να τσιγκουνευτεί. Από ένα σημείο και μετά, στην Κηφισίας και την Κατεχάκη αρχίζεις να κορνάρεις προκαταβολικά. Κορνάρεις στον αέρα. Όλο και κάποιος θα χρειάζεται να ακούσει την κόρνα σου και να μην κάνει τη βλακεία του.
Η μάσκα της λογικής πέφτει όταν μπαίνεις σε αυτή την ψυχοβγαλτική κίνηση και ξαναμπαίνει ένα περίπου λεπτό αφού παρκάρεις. Στο ενδιάμεσο δεν είσαι ΟΚ, δεν είσαι άνθρωπος, είστε σε mode επιβίωσης. Εκείνος ο τύπος στο στενό της Κατεχάκη, που προσπαθεί να βγει, είναι εχθρός. Δεν μπορεί να περάσει, όχι πριν από εσένα. Δεν χωράει άλλο αυτοκίνητο σε αυτή την κόλαση της πρώτης-δευτέρας και το ξέρετε και οι δυο. Εννοείται πως σε μπινελίκωσε μόλις γκάζωσες για να του δείξεις πως δεν έχεις καμία πρόθεση να τον αφήσεις να περάσει. Εσύ ή αυτός ήταν η φάση, και επέλεξες εσένα. Ναι, σε μπινελίκωσε, ακόμα και αν δεν άνοιξε το παράθυρο. Ακόμα και αν δεν το άκουσες. Στην Κηφισίας δεν αποκλείεται να έχεις βρίσει με τα χειρότερα λόγια κάποιον που αγαπάς, έναν αδερφό, έναν παιδικό φίλο, τη μάνα του πρώην σου, κάποιον που το βράδυ πετυχαίνεις σε κανένα μπαρ και του χαμογελάς αγνά. Στην Κηφισίας όλα επιτρέπονται και τα κατώτερα ένστικτα κάνουν το πάρτι της ζωής τους. Τι βλέπω παρακάτω; Αυτοκίνητο με αλάρμ στην αριστερή λωρίδα; Θα ξαναβάλεις δευτέρα σε κανένα μισάωρο.
Θυμάμαι να πίνω ποτό σε τραπέζι με φίλους, που δούλευαν ήδη Βόρεια, και είχαν πρώτοι βιώσει τη ζούγκλα. Την κόλαση που μετονομάστηκε σε Κηφισίας. “Σκέφτομαι τουλάχιστον να επιστρέφω από την Αττική Οδό”, έλεγαν και αδυνατούσα να αντιληφθώ πώς είναι δυνατόν να θέλει κανείς να πληρώνει διόδια καθημερινά, χωρίς να είναι υποχρεωμένος. “Τα λεφτά αυτά σας αγοράζουν έναν ακόμα εσπρέσσο” τους έλεγα, με την άνεση του ανίδεου εξυπνάκια που λέει πολλά τραγούδια έξω από τον χορό”. Όταν έπιασα δουλειά εδώ πάνω, μετά τα “συγχαρητήρια” ήρθαν τα “τώρα θα καταλάβεις”. Και κατάλαβα. Αν η ψυχική σου υγεία κοστίζει διόδια κάθε μέρα, να τα δώσεις, καλέ μου άνθρωπε. Αν ο μισθός σου δεν σου το επιτρέπει, αν περνάς καθημερινά Κατεχάκη-Κηφισίας δυο φορές, θέλω να ξέρεις πως έχει τη συμπαράστασή μου. Αν σε πετυχαίνω, χωρίς να το ξέρω, γνωρίζω καλά πως με μπινελικώνεις. Αλλά σε μπινελικώνω και εγώ. Σε εκείνο τον ενδιάμεσο χρόνο που η μάσκα της λογικής μας έχει πέσει.