Έχεις αποκοιμηθεί για λίγη ώρα στο πλοίο -ευτυχώς όχι στον ώμο κάποιου αγνώστου, αλλά κάποιου γνωστού. Ανοίγεις τα μάτια σου και τον ρωτάς «είναι αλήθεια Δευτέρα αύριο;». Νόμιζες πως το είδες στον ύπνο σου. Ναι, ήταν και σήμερα είναι. Κοίταξε με θάρρος τον εαυτό σου στα μάτια, στον καθρέφτη ή στον φακό της κάμερας για σέλφι στο κινητό σου, και πες δυνατά και αποφασιστικά «είναι Δευτέρα, 16 Αυγούστου, οι διακοπές μου έχουν τελειώσει και δουλεύω».
Δεν είναι ψέμα, είναι αλήθεια. Είναι Δευτέρα, έχω γυρίσει από την Κεφαλονιά, με φρέσκιες μνήμες από παραλίες, ζεϊμπέκικα κλασάτα στο μπες και στο βγες στη θάλασσα, γιατί η άμμος δεν είναι ακριβώς παντού εκεί, γκρίνιες ότι επισκέφτηκα για δεύτερη χρονιά σερί αυτό το νησί και πάλι ρομπόλα δε δοκίμασα, πετσέτες που σκλήραναν από το αλάτι και μια γρατζουνιά στο δεξί μπράτσο από ένα κλαδί που ξεπρόβαλε σαν να παλεύει με τον αέρα στα σκαλιά που σε μεταφέρουν από την άσφαλτο, στην Πεσσάδα. Είναι Δευτέρα και έχω ανοίξει τα mail, μα αυτό δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι οι εκκρεμότητες, σημειωμένες στο ημερολόγιο, στη 16η μέρα του Αυγούστου, που είναι Δευτέρα. Η Δευτέρα που δουλεύω μετά τις διακοπές. Και έχω προσπαθήσει τόσο πολύ σε αυτή τη ζωή να μη μισήσω τις Δευτέρες.
Ίσως την πιο σοφή κουβέντα για τις διακοπές να την άκουσα τον περασμένο Ιούλιο, από έναν άγνωστο κύριο με προορισμό του Χανιά. «Στο πήγαινε είμαστε όλοι ευγενικοί. Στο έλα είμαστε μες στα νεύρα και την αγένεια», μου είπε, αφού αφηρημένος μου ζήτησε συγγνώμη γύρω στις πέντε φορές επειδή παραπάτησε και έπεσε ελαφρώς πάνω μου. Αυτά τα νεύρα της επιστροφής στην αθηνέζικη καθημερινότητα τα τρέμω. Ήδη από το πακετάρισμα, προσπαθώ να σκεφτώ τα γοητευτικά σημεία αυτής της πόλης το καλοκαίρι. Στα μέσα του Αυγούστου το παρκάρισμα δεν είναι εφιάλτης, η κίνηση γίνεται παρελθόν για λίγο, το αστικό τοπίο είναι κάπως φιλόξενο, κάπως καινούργιο, κάπως μη εχθρικό. Το κέντρο της πόλης γίνεται τουριστικό για πρώην τουρίστες. Γίνεται σπίτι για λίγες μέρες. Σπίτι κανονικό. Το λιμάνι του Πειραιά το βράδυ σε βάζει σταδιακά σε ένα σύμπαν. Τα φώτα του, οι άνθρωποί του, τα πλάσματα στις στάσεις, όσοι κάνουν βραδινή γυμναστική. Ξέρεις, δεν είναι δύσκολο να νιώσεις πως η ζωή του παρατηρητή των πιστών Αθηναίων, δεν σε χαλάει και τόσο πολύ. Αυτά όταν επιστρέφεις από το Αιγαίο.
Εγώ επέστρεψα από το Ιόνιο. Οδήγησα από την Κυλλήνη ως την Αθήνα. Διέσχυσα ένα μεγάλο κομμάτι της Ηλείας, δίπλα σε πάγκους με κολοκύθες και ταμπέλες που υπόσχονταν καρπούζια και πεπόνια. Είδα ανθρώπους να οδηγούν επιστρέφοντας από κάποια κοντινή παραλία για να χαθούν σε κάποιο χωριό της Αχαΐας. Σίγουρα καλύτερα από το να επιστρέφουν από το Σούνιο, σε μια τετράτροχη λιτανεία. Είδα οικογένειες να ψάχνουν φαγητό κάπου στην Ακράτα, βγαίνοντας προς την έξοδο από την Ολυμπία οδό, ανθρώπους να διασχίζουν τη γέφυρα του Ρίου. Είδα roadtripers να σταματούν σε κάποια Σ.Ε.Α για νερό και διάλειμμα, για να ξεπιαστούν λίγο τα πόδια τους, πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους. Στο μυαλό μου, πήγαιναν προς Μεσσηνία, με μια έξτρα στάση για ποτό στην Καλαμάτα. Στην πραγματικότητα, δεν είχα ιδέα που πήγαιναν. Ίσως και να επέστρεφαν και εκείνοι στη δική τους προσωπική Αθήνα, ακόμα κι αν λεγόταν Τρίπολη.
Αυτή τη φορά, περνώντας και την Κόρινθο, δεν γινόταν να βρω την κρυμμένη, για μύστες, μαγεία της αυγουστιάτικης Αθήνας. Όσο πλησίαζα, τόσο το ξενέρωμα γινόταν κάτι σαν θυμός. Κούφιος, μη φανταστείς. Κηφισός και ένιωθα να πνίγομαι. Στα τσιμέντα, μη φανταστείς. Δώδεκα τα μεσάνυχτα και ακόμα αναρωτιόμουν αν είναι Δευτέρα αύριο. Είναι. Και να ‘μαι εδώ, με ανοιχτά mail, να δέχομαι τηλέφωνα με το mood μου να ετεροκαθορίζεται ως “dead inside”. Έξω φυσάει λίγο και η ζέστη θα μπορούσε να είναι και χειρότερη. Δευτέρα και ούτε θάλασσα, ούτε αλάτια, ούτε ζεϊμπέκικα. Τα νεύρα, τα κούφια, τα κρατάω για τον πρώτο που θα ευχηθεί «καλό χειμώνα» στα μέσα του Αυγούστου, στην εκπνοή του ήδη μπαγιάτικου «καλή παναγιά».