Σύμφωνα με τους ίδιους, ο νέος τους δίσκος, το The Last Exit, είναι η καλύτερη δουλειά τους μέχρι σήμερα. Δεν έχουμε σκοπό να φέρουμε αντίρρηση αλλά δεν θα μπούμε στην διαδικασία να επιλέξουμε μεταξύ των Ceatures of an Hour (2011), Strange Pleasures (2013), Dead Blue (2016), Slow Air (2018) και του πέμπτου τους άλμπουμ. Αυτό που μπορούμε να πούμε σε σιγουριά, είναι πως το The Last Exit παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκριτικά με τους προηγούμενους δίσκους όσον αφορά τη σύνθεση και το concept στο οποίο βασίστηκε.
Για να μοιραστούν αυτούς τους ήχους, η Tessa και ο Greg χρειάστηκε να βρεθούν στην έρημο Mojave της νότιας Καλιφόρνια, να περιπλανηθούν, να χαθούν και εν τέλει, να βρουν το δρόμο τους στο στούντιο. Μετά το τέλος αυτού του road trip, κατάφεραν να συγκρατήσουν εικόνες, να καθαρίσουν το μυαλό τους και να μεταφέρουν τα συναισθήματά τους σε όλους εμάς που, εν μέσω πανδημίας, ψάχνουμε για μια ονειρεμένη διαφυγή. Γιατί επέλεξαν να αφήσουν στην άκρη -έστω και για λίγο- το χαρακτηριστικό dream pop feeling και να τονίσουν το desert noir στοιχείο και ποια ήταν η έμπνευσή τους; Πριν τους δούμε από κοντά στις 24 Οκτωβρίου στο Gagarin, οι Still Corners απάντησαν στις ερωτήσεις μας και δηλώνουν έτοιμοι για την επανασύνδεσή τους με το ελληνικό κοινό.
Tessa και Greg, πώς είστε; Πώς περνάτε αυτές τις μέρες;
Είμαστε καλά, ευχαριστούμε. Έχουμε το κεφάλι μας κάτω και δουλεύουμε. Ανυπομονούμε για το καλοκαίρι και ελπίζουμε ο κόσμος να ‘’ανοίξει’’ σύντομα.
Το νέο σας άλμπουμ, το The Last Exit, κυκλοφορεί από τον Ιανουάριο. Είστε ενθουσιασμένοι, σωστά;
Ναι, πάρα πολύ. Ήταν υπέροχο που βγάλαμε νέα μουσική. Παρόλο που βρισκόμαστε εν μέσω πανδημίας, αισθανόμαστε ότι οι άνθρωποι το χρειάζονταν ακόμη περισσότερο.
Έχετε περιγράψει την ατμόσφαιρα του The Last Exit ως ”desert noir”. Πράγματι, τα κομμάτια προκαλούν εικόνες και αναμνήσεις από βόλτες γύρω από κακότοπους. Γιατί όμως αυτή η εικόνα σας φαίνεται τόσο οικεία όσον αφορά την καλλιτεχνική έκφραση;
Επειδή γράψαμε αυτά τα τραγούδια στην έρημο Mojave στη νότια Καλιφόρνια. Μόλις βγήκαμε εκεί έξω οδηγήσαμε, χαθήκαμε, εξερευνήσαμε τα πάντα. Όλα αυτά μπήκαν στη μουσική. Ο Greg γεννήθηκε στην έρημο και έζησε εκεί καθ ‘όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. Απορροφηθήκαμε και οι δύο από αυτό και ετσι το νιώθεις και στο άλμπουμ.
Δεν ξέρω αν έχετε δει το Nomadland από την Chloe Zhao, μια από τις πιο συγκινητικές και αυθεντικές ταινίες της χρονιάς, αλλά βασίζεται επίσης σε αυτήν την αίσθηση που προκαλείται από τεράστιους, εγκαταλελειμμένους χώρους της αμερικανικής γης. Είναι ένα είδος καλλιτεχνικής σύμπτωσης. Τι βρίσκεται τόσο ελκυστικό σε αυτό το κενό;
Είναι μια υπέροχη ταινία που αναδεικνύει διάφορα θέματα στις ΗΠΑ, αλλά και τη θεραπευτική πλευρά του δρόμου και της ερήμου. Η ζωή στην έρημο δεν είναι γεμάτη με κόσμο. Τίποτα δεν στριμώχνεται το ένα πάνω στο άλλο, υπάρχει το γενναιόδωρο δώρο της απόστασης μεταξύ κάθε φυτού. Αυτό το τοπίο καθαρίζει το μυαλό. Υπάρχει λόγος που οι προφήτες πήγαν στην έρημο και όχι στη ζούγκλα. Η εσωτερικός διάλογος του μυαλού προσφέρει ηρεμία και οι μεγάλες ερωτήσεις ακολουθούν. Συχνά δεν είχαμε καν σήμα όταν ήμασταν εκεί έξω. Πώς επιβιώσαμε χωρίς το Netflix; Γράψαμε τα καλύτερα τραγούδια που έχουμε γράψει ποτέ.
Σε όλη τη δισκογραφία σας, μπορεί κάποιος να εντοπίσει αρκετές σταθερές επιρροές οι οποίες υπάρχουν και στο The Last Exit. Κάνοντας στην άκρη το γεγονός ότι το ηχογραφήσατε εν μέσω της πανδημίας, τι νέο και ξεχωριστό υπάρχει στο 5ο στούντιο άλμπουμ σας όσον αφορά την έμπνευση και τις επιρροές;
Πριν γράψουμε αυτό το άλμπουμ, είχαμε αυτό που λέμε ”desert fever”. Δεν έχει να κάνει με κάποιο θέμα υγείας, είναι η επιθυμία να φύγουμε από την πόλη και να κατευθυνθούμε προς τις εκτεταμένες και καθαρές γραμμές της ερήμου. Θέλαμε να σας βυθίσουμε πλήρως σε αυτήν την εμπειρία και σε αυτόν τον μικρό κόσμο που δημιουργήσαμε. Ηχογραφήσαμε πολλούς φυσικούς ήχους όταν ήμασταν εκεί έξω. Καταιγίδες, γρύλους και κογιότ τα βράδια. Δεν έμοιαζε πια σαν dream pop, ήταν κάτι άλλο. Tο ονομάσαμε ‘’desert noir’’ γιατί αυτό μας έκανε καλύτερα. Οπότε αυτό είναι καινούργιο, κάτι φυσικό και κάτι για το οποίο δουλέψαμε για καιρό. Στο άλμπουμ επικεντρώθηκε επίσης στη φωνή και την κιθάρα, προσπαθώντας να απλοποιήσουμε την η ουσία της μπάντας.
Υποθέτω ότι δεν έχετε πολλά να πείτε πάνω σε αυτό, αλλά πρέπει να υπήρχε μια ωραία ιστορία πίσω από το σφύριγμα στο Crying, δεν μπορεί να είναι διαφορετικά.
Το σφύριγμα είναι και από τους δύο. Χρειάστηκε πολύς καιρός για να πάρουμε αυτό που θέλουμε, αλλά τελικά καταφέραμε να πιάσουμε το συναίσθημα που ζητούσαμε. Πρώτα ακούγεται ο Greg και έπειτα ακολουθώ εγώ.
Till We Meet Again. Γράφτηκε αυτό το τραγούδι πριν ή μετά την πανδημία;
Ακριβώς στη μέση. Είχαμε δει την ταινία Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος στο στούντιο όπου εργαζόμασταν. Ήταν σε σίγαση για να διατηρήσουμε την ατμόσφαιρα. Ο Greg δούλευε πάνω στην κιθάρα. Η ιδέα είχε να κάνει με δύο ληστές που πρόκειται να μονομαχήσουν, αλλά για κάποιο λόγο δεν το κάνουν και δεσμεύονται να συναντηθούν ξανά για να ολοκληρώσουν την μάχη τους. Όμως, η πανδημία έφτασε και δεν είχαμε δει κανέναν για τόσο καιρό και νιώθαμε θυμωμένοι με αυτό. Η μονομαχία ήταν τώρα μεταξύ των Still Corners και του ιού. Το τέλος αφορά το πώς κερδίζουμε και όλοι συναντιόμαστε ξανά, οπότε το τραγούδι έχει αυτήν τη δραματική μάχη στα μισά του δρόμου που όλο αυξάνεται, αλλά μετά ηρεμεί.
Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά τουλάχιστον για μένα, όταν κάνεις ένα road trip, πρέπει επίσης να κάνεις και παρακάμψεις. Είναι κάτι που βλέπουμε στον τρόπο που προσεγγίζετε τη μουσική όταν θέλετε να δημιουργήσετε;
Δεν πρόκειται ποτέ για τον προορισμό, αυτό είναι το τελευταίο πράγμα στο μυαλό μας. Είναι για το ταξίδι και κάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερες παρακάμψεις μπορούμε. Νομίζω ότι φαίνεται και στη μουσική. Προσπαθούμε να συνδυάσουμε διάφορα στοιχεία αλλά παραμένουμε πιστοί σε αυτό που είμαστε.
Ήταν δύσκολο να ηχογραφήσετε λόγω της πανδημίας; Βλέπουμε επίσης στον ιστότοπό σας ότι έχετε ήδη προγραμματίσει την περιοδεία σας.
Τα τελευταία 10 χρόνια έχουμε δημιουργήσει το δικό μας στούντιο. Η ηχογράφηση ήταν μια απόδραση από οτιδήποτε άλλο συνέβαινε στον κόσμο. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ένα δώρο που αφιερώσαμε τόσο χρόνο που δόθηκε και να φτιάξετε το καλύτερο άλμπουμ που μπορούσαμε.
Ναι, κλείσαμε την πρώτη μας περιοδεία, ανυπομονούμε να παίξουμε ξανά τον Οκτώβριο!
Από την πρώτη σας συναυλία στην Αθήνα, το 2011, μέχρι και το τελευταίο σας live το 2018 στο Gagarin, φαίνεται ότι έχετε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό κοινό. Είναι έτσι;
Ναι, είναι έτσι και ελπίζουμε ότι θα αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο αυτή η σχέση με την πάροδο του χρόνου. Είμαστε τόσο ενθουσιασμένοι που επιστρέφουμε στην Αθήνα ξανά και ελπίζουμε να μείνουμε λίγο περισσότερο αυτή τη φορά. Είναι η τελευταία συναυλία της περιοδείας μας, οπότε θα είναι ξεχωριστή.
Τι αγαπάτε και τι απεχθάνεστε περισσότερο στην Αθήνα;
Αγαπάμε την ενέργεια της πόλης και των ανθρώπων. Αγαπάμε τα τοπία και το φαγητό. Αγαπάμε την ιστορία της. Βρισκόμαστε ακόμα στο σημείο μιας ερωτικής σχέσης που δεν υπάρχει τίποτα που απεχθάνεσαι. Όπως κάθε ρομαντική σχέση, πρέπει κάποιoς να είναι με κάποιον για τουλάχιστον έξι μήνες προτού αρχίσει πραγματικά να βλέπει τυχόν ατέλειες.
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα θέλατε να κάνετε αφού όλα επανέλθουν στην κανονικότητα;
Εκτός από το να βλέπω ξανά φίλους και συγγενείς και να παίζω σε συναυλίες, θα οδηγήσω στην έρημο, θα στήσω ένα μπαρ στην άκρη του δρόμου και θα παραγγείλω ένα κοκτέιλ στην έρημο και θα παρακολουθήσω τον ήλιο να βυθίζεται κάτω από τον ορίζοντα. Στη συνέχεια θα σηκώσω τα πόδια μου και θα κοιτάξω τα αστέρια και θα αναρωτιέμαι που πηγαίνουν όλα αυτά.