Με ένα διάταγμα, το περασμένο Σάββατο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποφάσισε πως ήρθε η στιγμή να πεθάνουν και επίσημα τα δικαιώματα των γυναικών στην Τουρκία, αποσύροντας την υπογραφή της Τουρκίας στο μοναδικό σύμφωνο με βάση το οποίο οι γυναίκες μπορούσαν να απαιτήσουν την προστασία τους, αυτό της Κωνσταντινούπολης.
Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας υπογράφηκε το 2011 και τέθηκε σε ισχύ το 2014. Σκοπός της είναι η παρεμπόδιση και η καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, αλλά και η προστασία των θυμάτων, θέτοντας τέλος στην ατιμωρησία των δραστών. Ας μην ξεχνάμε, πως το τελευταίο διάστημα στην Τουρκία, πολλές γυναικοκτονίες βαφτίζονται αυτοκτονίες, με τους δράστες-συζύγους να μένουν ατιμώρητη, χωρίς καν τον φόβο για έρευνα.
Μετά από μια εβδομάδα συζητήσεων, στις οποίες ο Ερντογάν και ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, με αφορμή τα δικαιώματα των ατόμων όλων των σεξουαλικών κατευθύσεων, τάχθηκαν και επίσημα κατά αυτού, τονίζοντας πως όσα υποστηρίζει δε συνάδουν με τις αρχές και τις παραδόσεις της Τουρκίας. Με διάταγμά του, ο Ερντογάν ανακοίνωσε πως η Τουρκία αποχωρεί από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αφήνοντας τις γυναίκες μετέωρες, μη έχουσες έναν θεσμικό δυνατό όπλο στα χέρια τους, για να προστατευτούν από τους κακοποιητές τους.
Συντηρητικές και ισλαμικές οργανώσεις, εδώ και καιρό ζητούσαν από τον Ερντογάν να αποσυρθεί η Τουρκία από τη Σύμβαση. Όπως υποστήριζαν, αυτή βλάπτει τις «παραδοσιακές» οικογενειακές αξίες, γιατί προάγει την ισότητα των φύλων, ευνοώντας και την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, μιας και απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.
Η απάντηση για ακόμα μια φορά δόθηκε στους δρόμους
Χιλιάδες γυναίκες και άνδρες συγκεντρώθηκαν στο Καντίκιοϊ στην Κωνσταντινούπολη, φωνάζοντας «Ακύρωσε την απόφασή σου, εφάρμοσε τη συνθήκη» και κρατώντας φωτογραφίες δολοφονημένων γυναικών, αλλά και πλακάτ με συνθήματα όπως «οι γυναίκες θα κερδίσουν αυτόν τον πόλεμο».
«Βαρέθηκα αυτό το πατριαρχικό κράτος. Βαρέθηκα να μην αισθάνομαι ασφαλής. Φτάνει πια», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο η Μπανού, μία από τις διαδηλώτριες, ενώ πολλοί καλλιτέχνες, διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί, με αναρτήσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταδίκασαν την απόφαση Ερντογάν. Η ειρωνεία για το πώς η Τουρκία αποχωρεί από μια σύμβαση που φέρει το όνομα «Κωνσταντινούπολη» δεν έλειψε, αλλά αυτό είναι το λιγότερο μπροστά σε όσα πραγματικά σημαίνει αυτή η αποχώρηση.
«Το να ανακοινώνεις μέσα στη νύχτα ότι αποσύρεσαι από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ενώ μαθαίνουμε καθημερινά ότι διαπράττονται νέες βιαιοπραγίες σε βάρος γυναικών, είναι θλιβερό»
Εσωτερικές και διεθνείς αντιδράσεις
Η κίνηση αυτή έχει προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις, αλλά και εσωτερικές, με την αντιπολίτευση και τις γυναικείες οργανώσεις να επικρίνουν την κυβέρνηση Ερντογάν. «Το να ανακοινώνεις μέσα στη νύχτα ότι αποσύρεσαι από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ενώ μαθαίνουμε καθημερινά ότι διαπράττονται νέες βιαιοπραγίες σε βάρος γυναικών, είναι θλιβερό», είπε δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, ενώ το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα δηλώνει ευθέως πως «αφήνονται οι γυναίκες να δολοφονούνται». Η τουρκική κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να φανεί καθησυχαστική, δήλωσε πως «οι θεσμοί και οι δυνάμεις ασφάλειας θα συνεχίσουν να αγωνίζονται κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας εναντίον των γυναικών». Όλα αυτά σε μια Τουρκία που γυναίκες βιάζονται στα γραφεία τους και μετά ρίχνονται στο κενό από προϊσταμένους τους, οι οποίοι τη βγάζουν καθαρή μπροστά στην «οφθαλμοφανή» αυτοκτονία. Σύμφωνα με την οργάνωση “We Will Stop Femicide”, μόνο το 2020, τουλάχιστον 300 γυναίκες δολοφονήθηκαν στην Τουρκία.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης βρήκε την είδηση «συντριπτική», με τον Νάτσο Σάντσεθ Αμόρ, εισηγητή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία να γράφει στο Twitter:
«Ιδού το πραγματικό πρόσωπο της τουρκικής κυβέρνησης: Πλήρης περιφρόνηση του Κράτους Δικαίου και πλήρης υποχώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»
Στην Τουρκία τα γυναικεία δικαιώματα πεθαίνουν πια και επίσημα, με τις πολιτιστικές και θρησκευτικές «παραδόσεις» να τα κερδίζουν κατά κράτος, φέρνοντας ακόμα μια φορά τη γυναίκα σε ρόλο πολίτη δεύτερης κατηγορίας-πιόνι σε ζητήματα που αντιμετωπίζονται ως σημαντικότερα από την ίδια και τη ζωή της.