Εδώ και πολλά χρόνια προσπαθώ να διαβάσω όσο περισσότερο βιβλία μπορώ. Καλώ τον εαυτό μου βιβλιόφιλο κι ας ξέρω ότι η ντάνα με τα αδιάβαστα βιβλία, αυξάνεται απειλητικά για τον αναγνωστικό μου χρόνο. Ωστόσο, χαίρομαι πολύ γιατί εκεί έξω υπάρχει πλήθος τίτλων, που στις σελίδες τους κρύβουν θησαυρούς και ισορροπούν σε ράφια που φέρουν πάνω τους όλον τον γνωστικό πλούτο του κόσμου.
Για αυτό τον λόγο λοιπόν, σε προτρέπω όσο ακόμη τα βιβλιοπωλεία είναι ανοιχτά να κάνεις μια τσάρκα και να τραβήξεις με τα χεράκια σου από κάποιο ράφι το “Ιδού Εγώ” του Τζόναθαν Φόερ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Αν είσαι βέβαια βιβλιόφιλος, σίγουρα δεν περιμένεις την αφεντομουτσουνάρα μου να στο προτείνει. Άλλωστε πρόκειται για ένα από τα βιβλία με το καλύτερο word of mouth την περίεργη χρονιά που διανύουμε. Δεν γίνεται κάποιος να το έχει διαβάσει και να μην σου έχει προτείνει το πόνημα του enfant terrible της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Στα 43 του ο Φόερ χαίρει επαίνων και υποκλίσεων στο ταλέντο του κι όχι αδίκως.
Ο Φόερ δεν χαρίζει κάστανο στον αναγνώστη. Αντίθετα του απλώνει το χέρι και τον σπρώχνει στην καρέκλα του παρατηρητή
Στο “Ιδού Εγώ”, μπορείς πολύ εύκολα να ξεκλέψεις μια ματιά και να πέσεις πάνω στην περίληψη του οπισθόφυλλου του. “Προσπαθούν να πείσουν τον υπερήλικα παππού του Τζέικομπ να μπει σε οίκο ευγηρίας· προετοιμάζονται για μια οικογενειακή συνάθροιση την οποία κανείς δεν επιθυμεί πραγματικά· κάνουν ό,τι μπορούν για να μην αποβληθεί ο μεγαλύτερος γιος τους από το σχολείο· ο σκύλος τους έχει ακράτεια· και, εν μέσω όλων αυτών, η Τζούλια ανακαλύπτει ερωτικά μηνύματα στο κινητό του Τζέικομπ. Ο γάμος τους κλονίζεται. Ενώ η οικογενειακή κρίση κορυφώνεται, ένας καταστροφικός σεισμός ενεργοποιεί μια ραγδαία κλιμακούμενη σύρραξη στη Μέση Ανατολή και όλοι πρέπει να πάρουν θέση“.
Ογκώδες, μιας κι αναπτύσσει την ιστορία του σε 608 σελίδες, μα τρομερά ευκολοδιάβαστο το μυθιστόρημα του Φόερ, είναι αν μη τι άλλο απολαυστικό. Ένα από τα πράγματα που ξεχώρισα στη δομή του “Ιδού Εγώ” είναι τα χειμαρρώδη διαλογικά μέρη του, που δίνουν ένταση και νεύρο στη γραφή του, αφού μοιάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει από κινηματογραφική ταινία. Ο Φόερ δεν χαρίζει κάστανο στον αναγνώστη. Αντίθετα του απλώνει το χέρι και τον σπρώχνει στην καρέκλα του παρατηρητή, στην οικία του Jacob και της Julia, συνθέτοντας ένα δαιδαλώδες αφήγημα, για τη σύγχρονη αμερικανική οικογένεια. Μολαταύτα, υπάρχει μια βασική ιδιομορφία, που τη διαχωρίζει από τις υπόλοιπες αυτού που καλούμε δυτικό κόσμο. Μιλώ προφανώς για την εβραϊκότητα, η οποία εκκινά πολλές από τις συζητήσεις και αναζητήσεις των ηρώων, που προσπαθούν να ισορροπήσουν στο υπαρξιακό σκοινί που κουνούν όσες κοινωνικό-πολιτικές αλλά και προσωπικές προεκτάσεις, φέρνει η θρησκεία στον δρόμο των μελών της οικογένειας.
Ως θεσμός η οικογένεια, δέχεται συνεχώς τριγμούς στις σελίδες του Ιδού Εγώ, μιας και προσπαθεί κι εκείνη να κρατηθεί όρθια, από τη σωρεία των αλλαγών που φέρει στη δομή της και τη λειτουργία της, η πραγματικότητα που βιώνουμε. Ο Φόερ ξεχωρίζει και μπαίνει στην εμπροσθοφυλακή των συγγραφέων της γενιάς του, γιατί δεν περιορίζεται στον επιφανειακό κι άγουρο τρόπο που σερβίρεται η δημιουργική γραφή σε χρυσοπληρωμένα εργαστήρια με ημιδιάσημους εισηγητές. Ο Φόερ, πιάνει τις στιγμές του και στύβει κινηματογραφικά σχεδόν στριπάκια όσο φυλλομετράς τις πολλές σελίδες του “Ιδού Εγώ”. Με δημιουργικό του όπλο το χιούμορ, που τόσο έχει λείψει σε όλους εμάς τους αναγνώστες της γης, φιλτράρει στη γραφή του τις βιωματικές και πολιτισμικές του αναφορές, αριστοτεχνικά.
Αποφεύγει τον σκόπελο της δημιουργίας ενός ακόμα υπερφίαλου και χαώδους μυθιστορήματος, το νόημα του οποίου χάνεται στην κατάχρηση ψευτοπλουμιστού λόγου και κενών χαρακτήρων. Αυτό συμβαίνει γιατί ο δικός του λόγος, είναι στέρεος, ακόμη και τις στιγμές που η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του προφορικού, υφαίνοντας ένα από τα πλέον απολαυστικά κι εμπνευσμένα αναγνώσματα των καιρών μας, τοποθετημένο στο σήμερα. Φέρνει τους ήρωες του αντιμέτωπους με διλήμματα ταυτότητας, τόσο ειλικρινή που δεν γίνεται να μη σε αγγίξουν, τη στιγμή που το σύμπαν τους καταρρέει, μην αντέχοντας άλλο πια το βάρος στα γυάλινα πόδια του. Ειλικρινές και γοητευτικά αστείο το “Ιδού Εγώ” κερδίζει με το συγγραφικό σπαθί του, μια θέση στο ράφι των βιβλίων της χρονιάς!