Με τον Κώστα είμαστε από εκείνους τους συνεργάτες που καταφέραμε ακόμη και όταν οι δρόμοι μας χωρίστηκαν να παραμείνουμε δύο φίλοι που θαυμάζουν ο ένας τον άλλον, αναπολώντας όλες τις στιγμές γκρίνιας και τσακωμών στο γραφείο που δεν κράτησαν ποτέ πάνω από μία ώρα. Το βασικότερο όμως είναι, ότι με τον Κώστα μοιραστήκαμε τις συναυλίες, λουστήκαμε την ίδια μπύρα, εγκλωβιστήκαμε ώρες σε ένα αμάξι στην Πλατεία Νερού, μέχρι να ξεφρακάρουν οι δρόμοι. Έτσι, όταν τα πράγματα ζορίζουν ξέρουμε ότι έχουμε ο ένας τον άλλον και οι δυο τον Παυλίδη.
Υπάρχει ένα σημείο στην καρδιά των ανθρώπων, που ακόμη και όταν εκείνη σκοτεινιάζει από τις ματαιώσεις και τις απώλειες, από τους μικρούς θανάτους που μας σημαδεύουν, παραμένει κατακόκκινο, σαν ένα καλοκαίρι που φλέγεται από έρωτα, ζωή και ουτοπίες. Σε αυτό ακριβώς το κομμάτι κατοικεί ο Παύλος, από τότε που πνιγήκαμε από το πρώτο μας τσιγάρο, σκαλίζοντας παγκάκια με στίχους που 15 χρόνια μετά μπορούμε και επιστρέφουμε, σε μια προσπάθεια να αποδείξουμε ότι τίποτα δεν χάθηκε.
Ο Παύλος Παυλίδης, κυκλοφόρησε ένα νέο τραγούδι στις αρχές αυτού του δυστοπικού Φθινοπώρου, το ονόμασε “Άφησα τον φόβο να φύγει” και ένα γλυκόπικρο χαμόγελο χαροπαλεύει ανάμεσα στα μάγουλα μας.
“Κι όπως καιγόταν ο κόσμος μου
με κοίταξε στα μάτια
και είδα ένα σπίτι στην άκρη ενός δρόμου
τον εαυτό που παιδάκι να παίζει
και τότε άκουσα πίσω απ’ την πλάτη μου το γρύλισμα
αι είπα σε ξέρω από πάντα μεγάλε άσπρε σκύλε,
δεν υπάρχει πια λόγος κι άφησα τον φόβο να φύγει”.