Πριν 3 χρόνια περίπου, ένας φίλος μου είχε συστήσει τη “Χώρα“. “Το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει εδώ και καιρό“. Έτσι, μου το σύστησε κι η φλόγα στα μάτια του, ήταν αρκετή ώστε να του το δανειστώ. Αργότερα μου το κάνανε και δώρο μιας και δεν μπορούσα να σταματήσω για αυτό. Ήταν το πρώτο βιβλίο ενός τύπου που λέγεται Μανώλης Λυδάκης κι έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Μετά από ένα ακόμα μυθιστόρημα την “Πλάνη”, ο Μανώλης Λυδάκης έβγαλε το νέο του πόνημα με τον τίτλο “Ο Επιστάτης” κι ήταν και πάλι ευτυχώς μια από τις περιπτώσεις που το καλό βιβλίο, από το υπέροχο εξώφυλλο φαίνεται.
Κλικάροντας στα γρήγορα διαδικτυακά, μπορείς να βρεις τις παρακάτω πληροφορίες για τον Επιστάτη. “Ένας φόνος στη θέση ενός άλλου. Ένας πνιγμένος στη θέση ενός φυγά. Ένας φονιάς στη θέση του Επιστάτη. Άλλα περίμενε, άλλα ήρθαν. Μια πλεκτάνη που ξεδιπλώνεται αργά, τον τυλίγει και τον τραβάει στον βυθό μιας θάλασσας συμπτώσεων, τόσο βαθιά που νομίζει πως δεν θα αναδυθεί ποτέ ξανά στην επιφάνεια. Κι όμως, καθώς το κουβάρι ξετυλίγεται, αν πιάσει το νήμα του μπορεί και να σωθεί. «Όταν πήραμε τον ανήφορο γύρισα να κοιτάξω το σπίτι, τον κήπο και πιο μακριά, στην αμμουδιά, που ασήμωνε από το ψυχρό και σιωπηλό φως του φεγγαριού, τον Τοίχο. Πίσω του ακουγόταν αχνά ο ήχος των κυμάτων. Έμοιαζε σκηνικό μιας θεατρικής παράστασης που είχε τελειώσει από καιρό, κι έστεκε εγκαταλειμμένο. Γύρω τα δέντρα, το βουνό, ο Μύλος, ήταν οι ακούσιοι θεατές που δεν επικροτούσαν την παράσταση, αλλά την υπέμειναν μέχρι το τέλος, με κατανόηση και μεγαλοθυμία.»”
Μεγαλύτερο σε σελίδες από τα 2 προηγούμενα του, βιβλία, ο Επιστάτης είναι χωρισμένος σε πολλά μικρά υποκεφάλαια, που σε βοηθάνε να μείνεις συνδεδεμένος με την ιστορία του. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι άντρας και δεν μαθαίνουμε πολλά για το παρελθόν του. Μοιάζει άνθρωπος συνηθισμένος, από αυτούς που προσπερνάς βιαστικά στον δρόμο, μιας κι η κοψιά του τον βοηθά να χάνεται στο πλήθος. Ο τρόπος που γράφει ο Λυδάκης, με κρατά πάντα σε αγωνία για την επόμενη σελίδα. Βλέπεις καταργεί τις συμβατικές έννοιες του χρόνου και του χώρου και στα γραπτά σου κι ο αναγνώστης μοιάζει να κυνηγά ήρωες στο διηνεκές!
Η γλώσσα του Επιστάτη, είναι προφορική δίχως να είναι πρόχειρη ωστόσο, για αυτό και κάθε σελίδα, δίνει τη θέση της στην άλλη, γρήγορα. Ι ιστορία του, μοιάζει με κάθε ιστορία που αξίζει να αφηγηθεί. Είναι σκληρή και κρύβει πόνο, οργή κι εκδίκηση. Φωλιάζουν μέσα της οι σταθερές της αρχαίας τραγωδίας. Ο φόνος κι η νέμεσις σκεπάζουν συναισθηματικά το κείμενο και δίνουν την κατεύθυνση στον αναγνώστη. Ο τελευταίος παρακολουθεί μια ιστορία, για την οποία σίγουρα δεν είναι προετοιμασμένος. Βλέπεις, στην πορεία της, όλα αλλάζουν κι οι αρχετυπικοί ρόλοι του θύτη και του θύματος, αντιστρέφονται! Δεν θέλω να ρίξω περισσότερα spoilers γιατί δεν είμαι από αυτούς, αλλά να σταθώ στον μαστορικό τρόπο που αναπτύσσει τους χαρακτήρες του ο Λυδάκης κι εξελίσσει μέσω αυτών τη γραφή του. Τα υπόλοιπα τα αναλύσαμε μαζί με τον Μανώλη Λυδάκη, στις λέξεις που ακολουθούν κι αξίζει να ρίξεις ένα βλέφαρο!
Μπορεί άραγε να βιοποριστεί κάποιος γράφοντας ιστορίες; (είτε ως διήγημα είτε σε μυθιστορηματική μορφή)
“Στην Ελλάδα, ασφαλώς όχι. Από όσο γνωρίζω, ίσως το έχουν καταφέρει ελάχιστοι καταξιωμένοι συγγραφείς καθώς και οι γνωστές κυρίες των ευπώλητων. Οι αναγνώστες είναι λίγοι και μειώνονται συνεχώς, όσο η κρίση συνεχίζεται. Η γλώσσα επίσης είναι εμπόδιο. Μια τολμηρή μεταφραστική πολιτική, είτε από την πολιτεία είτε από τους εκδότες, θα βοηθούσε κάπως“.
Η συγγραφική σας πορεία μεταπήδησε από τη φόρμα του διηγήματος στα μυθιστορήματα! Μιλήστε μας λίγο για αυτή. Σαν αναγνώστης τι προτιμάτε;
“Η “Χώρα” κυοφορήθηκε σε μια ιδιαίτερα επώδυνη περίοδο της ζωής μου. Οι ιστορίες της έπρεπε να ειπωθούν, ήταν προϊόν ανάγκης και όχι απόφασης. Η φόρμα, απλά προέκυψε. Όταν οι ιστορίες αυτές βρήκαν την φιλόξενη “Αλεξάνδρεια” και εκδόθηκαν, το θέμα του επόμενου βιβλίου υπήρχε ήδη, και ήταν μια ιστορία που απλά δεν χωρούσε σε ένα διήγημα. Έτσι γράφτηκε η “Πλάνη”, ένα μυθιστόρημα. Όμως, πριν καν τελειώσει κι αυτό, μια έμμονη ιδέα είχε αρχίσει να με τυραννάει, χωρίς λόγο. Η εικόνα κάποιου άντρα απομονωμένου σε ένα νησί με μια τυφλή γυναίκα. Καθώς άρχισε να ξεδιαλύνει και να αναπτύσσεται η ιστορία τους, γινόταν σαφές πως προέκυπτε ξανά άλλο ένα μυθιστόρημα, ο “Επιστάτης”. Ποτέ λοιπόν δεν με είχε απασχολήσει ως τώρα η επιλογή της φόρμας εξαρχής, αν και στο μπλογκ που κρατούσα είχα εξοικειωθεί με τα μικρά έως πολύ μικρά κομμάτια. Τώρα, για πρώτη φορά, δεν ξέρω ακόμα τι θα ακολουθήσει. Ίσως θα αφήσω να προκύψει πάλι μόνο του όταν, μετά από ένα μικρό, αναγκαίο διάλειμμα, αρχίσω να γράφω ξανά. Όσον αφορά τις προτιμήσεις μου σαν αναγνώστης, μάλλον τείνω ελαφρά προς τη μικρή φόρμα“.
Κάθε τίτλος βιβλίου σας, είναι μια λέξη συνοδευόμενη από το άρθρο της. Υπάρχει κάποιο κλείσιμο του ματιού προς τον αναγνώστη ίσως;
“Στη “Χώρα” ο τίτλος προέκυψε εντελώς φυσικά καθώς όσο προχωρούσαν οι “αληθινές ιστορίες” της, ο περίκλειστος από τείχη τόπος όπου επέλεξα να εξελίσσονται, η Χώρα δηλαδή, γινόταν ο συνδετικός κρίκος τους. Στα δυο επόμενα οι τίτλοι άλλαζαν μέχρι την τελευταία στιγμή, πάντα όμως με βάση την ίδια απλή μορφή. Πέρα από την προτίμησή μου στους τίτλους αυτού του τύπου σε αντίθεση με τους περιγραφικούς (και εντυπωσιοθηρικούς ενίοτε), αυτό το κοινό χαρακτηριστικό έχει να κάνει με την αίσθηση ότι τα ως τώρα βιβλία μου, καθώς συνομιλούν ελεύθερα μεταξύ τους και περιστρέφονται γύρω από κάποια κοινά θέματα (το φανταστικό σαν βιωμένη υποκειμενική πραγματικότητα, τη δυστοπία, τη διάψευση, τη μοναξιά, τα όρια, τη νοσταλγία, τον θάνατο… ), αποτελούν μέρη μιας ενότητας και συγκροτούν ένα ενιαίο σύμπαν. Για το αν θα συνεχιστεί αυτό, δεν μπορώ να κάνω καμιά πρόβλεψη“.
Τι έφερε στη συγγραφική σας πόρτα, ο κορονοϊός κι η καραντίνα, δεδομένου ότι η κυκλοφορία του 3ου σας βιβλίου συνέπεσε με αυτές τις πρωτόγνωρες στιγμές που βιώνει η ανθρωπότητα; Πόσο επηρέασε τον Επιστάτη η κατάσταση;
“Θεωρώ ότι η λογοτεχνία πρέπει να κρατάει μια απόσταση από την επικαιρότητα, μια στάση αναμονής και περισυλλογής, αλλιώς κινδυνεύει να παρασυρθεί και να χαθεί μαζί της. Τον “Επιστάτη” η άφιξη του κορονοϊού τον βρήκε έτσι κι αλλιώς στα τελευταία “χτενίσματα”, επομένως όλη αυτή η τρομερή κατάσταση δεν επηρέασε τη συγγραφή του. Μάλιστα η καραντίνα και η απομόνωση -συνθήκες εξάλλου σε ένα βαθμό συγγενικές με αυτές του βιβλίου- λειτούργησαν θετικά ως προς την επιτάχυνση των τελικών διορθώσεων και την έκδοση. Στα αρνητικά ας καταλογιστεί η αδυναμία οργάνωσης κάποιας παρουσίασης. Όσο προβληματικές κι αν φαίνονται αυτού του είδους οι εκδηλώσεις είναι ίσως, μαζί με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τη στόμα-με-στόμα διάδοση, το μόνο μέσον επικοινωνίας ενός λογοτεχνικού έργου, ιδίως για κάποιον που δεν διακρίνεται για τις επιδόσεις του στις δημόσιες σχέσεις και δεν μετέχει σε κυκλώματα“.
Στα βιβλία σας ο χρόνος κι ο χώρος δεν είναι ξεκάθαροι και ορισμένοι. Προέκυψε αθέλητα αυτή η επιλογή ή ενυπήρχε εξαρχής στα συγγραφικά σας σχέδια;
“Είναι μια επιλογή εντελώς συνειδητή και ηθελημένη. Επιδιώκω τα στοιχεία του φανταστικού, που ψάχνουν πάντα τρόπο να διεισδύσουν σε όσα γράφω, να αναπνέουν όσο το δυνατόν απρόσκοπτα από ρεαλιστικά, αναγνωρίσιμα δεδομένα που, σαν παράσιτα, θα αποσπούσαν και θα “προσγείωναν” τον αναγνώστη σε οικείους του τόπους και χρόνους. Το ίδιο συμβαίνει με τα ονόματα των ηρώων, που αν μπορούσα θα τα καταργούσα εντελώς. Παρ’ όλα αυτά, γράφω έχοντας σχεδόν πάντα στο μυαλό μου συγκεκριμένους χώρους. Έτσι, στα δυο πρώτα βιβλία (“Χώρα” και “Πλάνη”) πίσω από τη Χώρα, την πόλη όπου διαδραματίζονται, κρύβεται το Ηράκλειο, η πόλη που μεγάλωσα. Οι Ηρακλειώτες αναγνώστες θα το αναγνωρίσουν -παρά τον στρεβλό, δυστοπικό χαρακτήρα που του έχει αποδοθεί στα βιβλία- από κάποια εμβληματικά στοιχεία του (Τείχη, Μέγαρο, κλπ)“.
Η έμπνευση βρίσκει τον συγγραφέα ή το αντίστροφο; Τι συνέβη στη δική σας περίπτωση;
“Είναι ένα τυφλό ραντεβού όπου πάντα κάποιος φτάνει πρώτος και περιμένει τον άλλο χωρίς να ξέρει αν θα έλθει κι αν, όταν έλθει, τον αναγνωρίσει. Την έμπνευση πρέπει να έχεις την ετοιμότητα να τη διακρίνεις από όσα άλλα περισπούν την προσοχή, να την ξεχωρίσεις και να δουλέψεις πάνω της με αφοσίωση, μέχρι να αποφασίσεις τελικά αν θα ασχοληθείς κι άλλο μαζί της ή θα την παρατήσεις για κάποια άλλη. Η έμπνευση είναι υπόσχεση. Η συγγραφή είναι ο μόχθος, σωματικός και ψυχικός, για την εκπλήρωσή της“.
Οι κοινωνίες που πρωταγωνιστούν στα βιβλία σας, φαντάζουν δυστοπικές. Πιστεύετε ότι θα υπάρξουν ομοιότητες με αυτές που θα προκύψουν στη μετά-covid εποχή;
“Ο τρόπος ανάπτυξης δεν πρόκειται να αλλάξει σύντομα, επομένως η πανδημία αυτή δεν θα είναι η τελευταία. Οι άνθρωποι θα αναγκαστούν ξανά -και ίσως κάποτε το συνηθίσουν- να ζουν σε συνθήκες απομόνωσης, εγκλεισμού και φόβου για τον άλλο. Η εξουσία, από τη μεριά της, θα εκμεταλλευτεί την υγειονομική κρίση και θα θεσπίσει ως κεκτημένα όσα νομοθέτησε εξαιτίας της. Ο γενικευμένος έλεγχος, ο αυταρχισμός, η μονομέρεια της ενημέρωσης, η αστυνομική βία, η εργοδοτική αυθαιρεσία, είναι κάποια από τα λάφυρα που δύσκολα θα δεχτεί να παραδώσει. Είμαι απαισιόδοξος. Αν δεν υπάρξει αντίδραση, μας περιμένει μια κατ’ όνομα μόνο κοινωνία, μια συνάθροιση άβουλων, φοβισμένων και υποταγμένων ατόμων με μόνη τους έγνοια την επιβίωση“.
Αν είχατε 30 λέξεις και μόνο, πως θα περιγράφατε τον Επιστάτη, σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτα για αυτόν;
“Ο Επιστάτης είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που, θύμα συμπτώσεων και σκευωριών, καταλήγει φονιάς, φυγάς και εξόριστος, ώσπου αποφασίζει κάποτε να διεκδικήσει ξανά τη θέση του στον κόσμο, με απρόβλεπτες συνέπειες“.