Είναι κάποιοι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί με το αίσθημα ότι οφείλουν να φέρουν εις πέρας μια σπουδαία αποστολή, ότι η μοίρα τούς έχει αναθέσει ένα ανώτερο καθήκον. Αυτή, ας πούμε, είναι περίπτωση του Χάρι Πότερ. Σε έναν κάπως πιο ρεαλιστικό κόσμο, είναι η περίπτωση του Κρίστοφερ Νόλαν.
Ο Νόλαν πιστεύει ότι θα σώσει το σινεμά, το Χόλιγουντ, την τέχνη της αφήγησης και ποιος ξέρει τι ακόμα. Για να είμαστε δίκαιοι, το έχει ήδη πετύχει. Η ενασχόληση του με το βαρύ blockbuster και η νέα ματιά που έδωσε στα superhero movies μέσα από την θρυλική πλέον τριλογία του «Batman» έσωσε όχι μόνο το είδος, αλλά και τα κινηματογραφικά στούντιο, τα οποία ξαφνικά βρήκαν στα καρέ των comic μια εύκολη συνταγή για να θησαυρίσουν.
Το πνεύμα του Tenet συνοψίζεται σε μια ατάκα που λέει ο Πάτινσον, στην προπάθειά του να εξηγήσει ότι για την επιτυχή έκβαση ενός σχεδίου θα χρειαστεί ένα τεράστιο αεροσκάφος: “Εδώ θα πρέπει να υπερβάλλουμε”. Όλους αυτούς τους μήνες μέχρι την κυκλοφορία της ταινίας, oι μόνιμα μαξιμαλιστικές και απαστράπτουσες φιλοδοξίες του Νόλαν, φωτισμένες όχι σαν μαρκίζα στιβαρού σκυλάδικου, αλλά σαν billboard σε φαραωνικό καζίνο του Λας Βεγκας, υποκαθιστούσαν κάθε άλλη ουσιαστική πληροφορία σχετικά με αυτή: Ποια θα είναι υπόθεση; Σε ποια εποχή θα διαδραματίζεται; Θα έχει στοιχεία κατασκοπευτικού φιλμ; Όλα αυτά έμοιαζαν δευτερεύοντα μπροστά στην ίδια την κυκλοφορία της ταινίας, μπροστά στο όραμα του Νόλαν να παραδώσει μία ακόμα ταινία είδους, όπως έχουν κάνει όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες.
Το Tenet είναι η ταινία που -υποτίθεται- ότι θα σώσει τη βιομηχανία του σινεμά
Οι γιγαντιαίες φιλοδοξίες ήρθαν να φωτιστούν ακόμη περισσότερο από την ιστορική συγκυρία: τα έφερε έτσι η πανδημία, ώστε το Tenet είναι η ταινία που -υποτίθεται- ότι θα σώσει τη βιομηχανία του σινεμά – ιδανικότερο context δεν θα μπορούσε να είχε ονειρευτεί ο Νόλαν.
Το φιλμ είναι το μοναδικό blockbuster που κυκλοφόρησε έστω και το σβήσιμο του καλοκαιριού του κορονοϊού, με καθυστέρηση ενός περίπου μήνα από τον αρχικό του προγραμματισμό. Αποτελεί ένα πρώτης τάξεως παγκόσμιας κλίμακας τεστ για να δουν τα στούντιο πώς θα ανταποκριθεί το κοινό στις ταινίες τους, πώς θα λειτουργήσουν τα μέτρα προστασίας στις κλειστές αίθουσες. Οι προβλέψεις για το box-office εκτός ΗΠΑ των πρώτων 5 ημερών (από Τετάρτη-Κυριακή) κάνουν λόγο για 25 με 30 εκατ. δολάρια.
Τόση ώρα δεν έχεις διαβάσει λέξη για την ταινία και αυτό δεν συμβαίνει για τον φόβο των spoilers -έτσι κι αλλιώς είναι πρακτικά αδύνατο να κάνεις- αλλά γιατί, με την ίδια ευκολία που στο Tenet οι πρωταγωνιστές πάνε μπρος-πίσω στο χρόνο, έτσι και ο Νόλαν έχει μετατρέψει το όνομά του σε ένα franchise, όπως είναι οι Avengers. Επομένως, μάλλον θα πρέπει να συζητάμε πρώτα για όλα τα υπόλοιπα και επειτα για σινεμά.
Το Tenet είναι μια σχηματική, μα διασκεδαστική, ιστορία, όπου ένας ανώνυμος μυστικός πράκτορας, ο Πρωταγωνιστής (Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον) για τον οποίο δεν μαθαίνουμε τίποτα, προσπαθεί, με τη βοήθεια των δυτικών μυστικών υπηρεσιών, να σώσει τον πλανήτη από έναν πληγωμένο και απογοητευμένο από την ανθρωπότητα Ρώσο ολιγάρχη, τον Αντρέι Σάτορ (Κένεθ Μπράνα), ο οποίος δρα σε συνεννόηση με μια μελλοντική γενιά του ανθρώπινου γένους που γνωρίζει από πρώτο πότε και ποιοι ήταν αυτοί που τα σκάτωσαν στη Γη -εμείς είμαστε αυτοί. Η επιτυχής έκβαση αυτής της επιχείρησης περιλαμβάνει ένα διαρκές πέρα-δώθε στο χρόνο, εντυπωσιακό εικαστικά, που όσο η ταινία πλησιάζει στο φινάλε αποκτά ντελιαριακό ρυθμό.
Το Tenet αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στην άνιση κατανομή της γνώσης και στις συνέπειες που μπορεί αυτή να έχει
Όλη η ταινία είναι το προσωπικό βλέμμα του Πρωταγωνιστή, ο οποίος ταυτίζεται με εμάς τους θεατές: βρίσκεται σε μια κατάσταση την οποία κατανοεί μόνο αποσπασματικά, αγνοεί όσο αγνοούμε κι εμείς, υπάρχουν άλλοι που ξέρουν περισσότερα από αυτόν (και από εμάς) αλλά δεν τα μοιράζονται. Σε πολλές σκηνές επαναλαμβάνεται συχνά η φράση «γνωσιακό χάσμα» -όλο το Tenet αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στην άνιση κατανομή της γνώσης και στις συνέπειες που μπορεί αυτή να έχει: άλλοτε είναι καταστροφική και άλλοτε μπορεί να σε προστατεύσει.
Στο πλευρό του κάπως άνοστου Ουάσινγκτον (αλλά μεταξύ μας, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νόλαν ικανοποιείται από άνοστες ερμηνείες) στέκονται ανώτεροι και ξεχωρίζουν ο Ρόμπερτ Πάτινσον, που υποδύεται τον μυστικό πράκτορα Νέιλ και η Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι στο ρόλο της Κατ, συζύγου του Σάτορ, η οποία διαγράφει όλη τη ερμηνευτική διαδρομή της αρχετυπικής χιτσκοκικής ξανθιάς: από την αποδοχή της αδυναμίας δράσης εντός μιας συνθήκης στην καθαρτική υπέρβαση αυτής της συνθήκης.
Ξέρεις, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε κι άλλα. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για το αν ο Νόλαν αντιλαμβάνεται το χρόνο κυκλικά καθώς το πολύ μακρινό μάλλον φαίνεται ότι ίσως ταυτίζεται με το απώτατο παρελθόν. Να μιλήσουμε για τα όσα προσφέρει υπαρξιακά μια τέτοια αντίληψη της χρονικής αλληλουχίας και να δούμε τι έχουν να πουν για αυτό οι κουλτούρες που την ασπάζονται – σε πολλές γλώσσες των φυλών του Αμαζονίου κωδικοποιείται γλωσσικά ο χρόνος με αυτόν τρόπο. Να συζητήσουμε για την πεποίθηση του Νόλαν ότι μια ιστορία, ένας χαρακτήρας μπορεί να έχει καλύτερες εκδοχές, όμως αυτές πραγματώνονται παράλληλα και όχι εξελικτικά. Να δούμε αν τελικά το Tenet λειτουργεί ως μεταφορά για ένα ταξίδι αυτογνωσίας του ίδιου του Πρωταγωνιστή. Να συζητήσουμε αν οι αντίστροφες εκρήξεις θα είναι ανάμεσα στις σκηνές που θα μας συντροφεύουν στο μέλλον.
Όμως ο Νόλαν δεν ήθελε.
Παρέδωσε ένα αυτοαναφορικό, γιγαντιαίο και ματαιόδοξο φιλμ, με αρχετυπικούς αλλά όχι στέρεους χαρακτήρες, με μια πλοκή που ένιωθες ότι ήταν πασπαλισμένη με τις πιο δημοφιλείς θεματικές της ποπ κουλτούρας για το 2019 (ραδιενέργεια, Σοβιετική Ένωση, κλιματική αλλαγή, το μέλλον των ταινιών Bond) και όταν κατακάθισε η σκόνη από το χαοτικό μπλέξιμο αναδρομικών και προδρομικών αφηγήσεων, έμεινε μόνο η αυτάρεσκη μορφή του σκηνοθέτη να βυθίζεται στις δικές του εικόνες, να χαμογελά με το πόσο καλά τα κατάφερε από τον θρόνο του, με το πόσα πολλά γνωρίζει και πόσα λίγα δίνει στους θεατές.
Παρέδωσε ένα αυτοαναφορικό, γιγαντιαίο και ματαιόδοξο φιλμ
Στην προτελευταία ταινία του, τη «Δουνκέρκη», ο Νόλαν άγγιξε την τέχνη της απλότητας μέσα από ένα εξίσου υπερφιλόδοξο εγχείρημα: βάδιζε αντίστροφα την ιστορία του κινηματογράφου και έφτασε σχεδόν έως την αφετηρία του, στις πρώτες ύλες του: εικόνα, κίνηση, ήχος. Η «Δουνκέρκη» ήταν ένα φλερτ με το βωβό σινεμά.
Όταν θα υποτάξει τον Εγώ του κάτω από αυτές τις πρώτες ύλες, τότε ίσως θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε ξανά για σινεμά, για αυτή την τέχνη που κλέβει από όλες τις άλλες για να μας συγκινήσει. Μέχρι τότε, θα διασκεδάζουμε.