Τον παππού μου, δεν τον γνώρισα δυστυχώς. Άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο, 5 χρόνια πριν ενηλικιωθεί η μάνα μου. Ωστόσο, όπως συμβαίνει στα περισσότερα ελληνικά σπίτια, έτσι και στο δικό μας, υπήρχαν μπόλικες φωτογραφίες. Σε μία από αυτές, πάλευε με κάτι περίεργα εργαλεία, που δεν είχα ποτέ μου ματαδεί. Ρώτησα λοιπόν τη γιαγιά μου, τι δουλειά έκανε ο παππούς και μου είπε ότι ήταν γανωτής. Στην αρχή νόμιζα ότι με είχε βρει μικρό και με κορόιδευε, γιατί πρώτη φορά άκουγα αυτή τη λέξη. Έκατσε όμως και μου εξήγησε την ιστορία ενός επαγγέλματος που χάθηκε με το πέρας του χρόνου, στην ελληνική επαρχία.
Τον γανωτή ή γανωματή τον χρειαζόσουν τα παλιά ασπρόμαυρα χρόνια του καλού ελληνικού κινηματογράφου, όταν χαλάγανε οι κατσαρόλες ή τα μαγειρικά σου σκεύη. Βλέπεις, τότε, όλα τα κατσαρολικά φτιάχνονταν από χαλκό κι από την καθημερινή χρήση οξειδώνονταν, με αποτέλεσμα να κινδυνεύεις να την πατήσεις με καμιά δηλητηρίαση. Εκεί, εμφανίζονταν οι γανωτές, που γυρνάγανε σαν πλανόδιοι τα χωριά με την γκαζιέρα τους αγκαλιά, φορτωμένοι το καλάι (ένα μείγμα κασσίτερου) προκειμένου να γανώσουν τα σκεύη και να ζήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι καλά κι εμείς καλύτερα. Ταψιά, καζάνια, μαχαιροπήρουνα κι όλα τα μπακίρια, περνάγανε από το επιδέξιο χέρι του γανωτή, με ακούραστους βοηθούς στην εκτέλεση του έργου το κουρασάνι (τριμμένο κρεμμύδι) και το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να γυαλίσουν τα χαλκώματα κι όλα τα σκεύη να είναι σένια, όπως πριν.
Κάπως έτσι μπήκα στη διαδικασία να θυμηθώ και να ψάξω, παραδοσιακά επαγγέλματα που χάθηκαν, όσο η τεχνολογία έφερε μια άλλη καθημερινότητα στην πόρτα μας.
Ο Γαλατάς
Οι πιθανότητες να έχει πετύχει γαλατά στις καλοκαιρινές σου διακοπές στο χωριό ή στο νησί είναι μεγάλες. Αν είσαι πάνω από 30 ειδικά, ακόμη περισσότερες. Αν είσαι κάτω από 30, αφού σε φθονήσουμε λιγάκι γιατί παραμένεις ορκισμένο νιάτο, να σου πούμε, ότι προλάβαμε και γαλατά εμάς που μας βλέπεις, επομένως ΘΑ ΣΕΒΕΣΑΙ. Ναι, πριν αρχίσεις να γκουγκλάρεις και μας ρίξεις βλέμμα λύπησης λες κι είμαστε απολιθώματα, να σου θυμήσουμε πως κάποια εποχή, σου αφήνανε το γάλα έξω από την πόρτα. Του λόγου μου, τον πρόλαβα πλανόδιο τον γαλατά, να φορτώνει στην καρότσα του κάτι κολασμένα τοπικά σοκολατούχα, γιαούρτια, κρέμες και ξυνόγαλα κι εκείνες τις θεϊκές καραμέλες βουτύρου, που έτρωγες κάθε μα κάθε φορά, όσες χωράγανε στη χούφτα σου και στη τσέπη του παντελονιού.
Ο Παγωτατζής
Τα πανηγύρια σε χωριά και νησιά, δεν τα γουστάραμε για τα καλαματιανά, τα τσάμικα, τους συρτούς στα 3 και τα κλαρίνα. Ντάξει, ο φολκλόρ εαυτός μας δεν χαλιόταν, αλλά αυτό που πραγματικά περιμέναμε, ήταν οι πάγκοι με τα παιχνίδια, που ήταν για τα πανηγύρια κι είχαν προσδόκιμο ζωής 4 μέρες, τα αυτοσχέδια λούνα παρκ, που έκανες σκοποβολή, τα σουβλάκια και τα παγωτατζίδικα. Ξέρεις, εκείνα τα ευλογημένα τροχήλατα που φτιάχνανε το καλύτερο παγωτό μηχανής του σύμπαντος κι άμα η μάνα σου ήξερε τον παγωτατζή, σου γέμισε 2 χωνάκια και σε χρέωνε ένα κι εσύ ήσουν το πιο ευτυχισμένο παιδί του γαλαξία. Τώρα, κάνουμε χρυσά τα φρόζεν γιογκορτάδικα, εναλλάσσοντας μάνγκο με σοκολάτα Μαδαγασκάρης, αλλά πάντα θα θυμόμαστε τον παγωτατζή. Τον ασπροφορεμένο εκείνον τυπάκο που κέρναγε χαρά στα πιτσιρίκια του ντουνιά κι είχε το πιο γλυκό επάγγελμα του κόσμου όλου, μαζί με τον ζαχαροπλάστη.
Ο Αγωγιάτης
Πριν ο επιστημονικός κλάδος των ταξιτζήδων κάνει την εμφάνισή του στη χώρα μας, τότε που άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως τα μισθωμένα αμάξια στην Ελλάδα, ένα από τα πιο ταλαιπωρημένα επαγγέλματα ήταν κι ο αγωγιάτης. Σε δημοτικά τραγούδια, ταινίες κι έπειτα λαογραφικά μουσεία, θα βρεις μπόλικες αναφορές για τη ζωή του αγωγιάτη, που ήταν ο εκτελών μετακινήσεις και μεταφορές της πιάτσας. Πλανόδιος και του λόγου του, φόρτωνε τα γαιδουράκια με προμήθειες κι ενίοτε ανθρώπους, μεταφέροντας τους από το ένα χωριό στο άλλο. Αν σου φαίνεται εύκολο, δοκίμασε να κουβαλήσεις σε κακοτράχαλο δρόμο, τρεις τενεκέδες λάδι και 30 κιλά πατάτες επί τρία χιλιόμετρα και τα ξαναλέμε.
Ο Λατερνατζής
Στην ταινία “Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο“, δεν γινόταν να μην ερωτευτείς αυτή τη χρυσοκεντημένη με φούντες και πλουμιστές φωτογραφίες όμορφων κοριτσιών λατέρνα, που γύρναγε όλα τα χωριά κι έδινε ρυθμό στο τραγούδι, τόσων ανθρώπων. Ε μάθε λοιπόν ότι ο λατερνατζής, ήταν ο ορισμός του τεχνο-εργάτη της εποχής. Η μανιβέλα, έπαιρνε μπρος για να αρχίσουν οι χοροί, περιμένοντας στο τέλος το ασήμωμα για να ζήσουν κι οι άμοιροι που την κουβαλούσαν. Κι αν οι ρίζες της, ξεκινάγανε στην αρχαιότητα, σαν συνέχεια των αυτόματων μουσικών οργάνων, τα καλά της χρόνια τα έζησε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Να είναι καλά ο κλασικός ελληνικός κινηματογράφος, που την αναβίωσε κι ακόμη και σήμερα, σε καμιά βόλτα στα στενά της Πλάκας, θα πετύχουμε τους τελευταίους των Λατερνομάχων!
Ο Ντελάλης
Last but not least που λέμε και στο χωριό μας, ο ντελάλης. Ο τύπος δηλαδή, που έφερνε τα μαντάτα. Τα μαντάτα ήταν τα νέα που αφορούσαν τηλεγραφήματα αλλά κι εμπορεύματα, που μπορεί να φτάνανε σε κάθε μικρό χωριό και πόλη, τα παλιά τα χρόνια, πριν τον αντικαταστήσουν οι anchormen των τηλεοπτικών σταθμών.
Αν θες να μας ρίξεις στα σχόλια και κανένα άλλο επάγγελμα που ξεχάσαμε ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, βεβαίως, βεβαίως.