Όταν πέφτουν θεμέλια για το χτίσιμο μιας παράστασης, ο σκηνοθέτης κι ο μεταφραστής στέκουν μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Ο ένας δρόμος, αρετή: θ’ ακολουθήσουνε πιστά το λόγο του συγγραφέα, την εποχή της πλοκής, τη δράση των ηρώων και την παράδοση του έργου. Ο άλλος, δημιουργία: θα το κάνουνε δικό τους, θα το ερμηνεύσουν, θα το αποδώσουνε στη γλώσσα που τους κάνει, θα του φορέσουν οπτικές αναλογίες και θα προσθέσουν σκηνοθετικούς συμβολισμούς. Ο πρώτος δρόμος, δεν είναι εύκολος μα είναι ασφαλής. Ο δεύτερος, έχει εντός του την πιθανότητα του αριστουργήματος μα και το ρίσκο της χοντρής αποτυχίας. Και για να εξηγούμαστε: προσωπικά, ο πρώτος δρόμος είναι που μ’ αρέσει. Όμως οι πιο σπουδαίες παραστάσεις που έχω δει, διαλέξανε το δεύτερο!
Αυτό διάλεξε να κάνει κι η Κατερίνα Ευαγγελάτου, κι η παράστασή της φτάνει πολύ κοντά στο αριστούργημα. Γιατί φαίνεται πως, (ξανα)διαβάζοντας τον “Άμλετ”, η σκηνοθέτις…
…είδε ύβρη, θάνατο, παραφροσύνη, κυνικό χιούμορ και τον Βασιλιά των Λιονταριών!
Θα σταθώ αρκετά σ’ αυτό το τελευταίο, όχι τόσο γιατί μοιάζει παράταιρο (παρότι, είναι γνωστό πως η ιστορία του Σίμπα έχει πατήσει τα λιονταρίσια ποδαράκια της πάνω στο δράμα του Άμλετ), όσο γιατί λειτούργησε πάνω μου με αφοπλιστική επιτυχία. Δεν μπορώ με σιγουριά να πω ότι έγινε ηθελημένα, όμως, εκούσια ή ακούσια, για όποιον θεατή ανήκει στη γενιά που σημαδεύτηκε απ’ το θάνατο του Μουφάσα, η Ευαγγελάτου κέρδισε ήδη το παιχνίδι απ’ την αρχή – απ’ τη στιγμή που “εμφανίστηκε” στη σκηνή το φάντασμα του πατέρα.
Η ιδέα είναι έτσι κι αλλιώς καταπληκτική. Κάνει εισαγωγή με τους ηθοποιούς να κοιτάζουν σε μια γιγαντοοθόνη τον Άμλετ που, μια τριανταετία πριν ανέβασε ο πατέρας της (Σπύρος Ευαγγελάτος) στο ίδιο θέατρο. Κι έπειτα η σκηνοθέτις χρησιμοποιεί την ίδια γιγαντοοθόνη και τον Άμλετ εκείνης της παράστασης, το Γιάννη Φέρτη, στο ρόλο του φαντάσματος. Έτσι, οι δύο παραστάσεις επικοινωνούν: ο νέος που δέχτηκε την πατρική εντολή για εκδίκηση τότε, γίνεται σήμερα ο πατέρας που απαιτεί την εκδίκηση απ’ το γιό του. Την ίδια στιγμή, η παράσταση της κόρης Ευαγγελάτου μοιάζει ταυτόχρονα εξέλιξη, συνέχεια κι επανάληψη εκείνης του πατέρα της – ένα χρέος που η ίδια (ως άλλος Άμλετ) παρέλαβε κι έφερε τελικά εις πέρας. Όμως, όλα αυτά λειτουργούν υποσυνείδητα. Το συνειδητό σου, απ’ τη στιγμή που εμφανίζεται το “φάντασμα” του Φέρτη και λέει στον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο: “Να με θυμάσαι!“, εσύ συνειρμικά…
…ακούς: “θυμήσου ποιος είσαι!” και θυμάσαι το Μουφάσα!
Η φωνή του Φέρτη με κάποιο μαγικό τρόπο θυμίζει εκείνη του Κώστα Καστανά. Κι η επιβλητική φαντασμαγορία του ήδη εντυπωσιακού σκηνοθετικού ευρήματος, έρχεται να κουμπώσει πάνω στην παιδική σου νοσταλγία και, να σου υποβάλουν επιβλητικά την προσήλωση στο υπόλοιπο της παράστασης. Από κείνο το σημείο κι έπειτα, ο Άμλετ σ’ έχει κερδίσει. Και συνεχίζει να σε κρατάει, βασισμένος σε τρία κυρίως πράγματα: την επικεντρωμένη στον κυνικό σαρκασμό απόδοση του κειμένου, τα επόμενα ευρήματα κι οι νεοτερισμοί που χρησιμοποιεί η Ευαγγελάτου για να διατηρήσει ατμοσφαιρική (μα όχι ανούσια!) τη σκηνοθετική της ματιά, και φυσικά στις εντυπωσιακές, διαφορετικές προσεγγίσεις του κάθε ρόλου απ’ τους ηθοποιούς.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Το κείμενο, αστείο σε βαθμό παράδοξο (υπάρχουν σημεία μες στο έργο που έτσι κι αλλιώς χαμογελάς, μα εδώ πια ώρες-ώρες γελάς στ’ αλήθεια!), μα χωρίς ποτέ να γλιστράει στο πλακάκι της παρωδίας ή της γελοιοποίησης. Η βαριά αίσθηση του “σάπιου” της Δανιμαρκίας δεν υποχωρεί ποτέ, όμως αυτό δεν μποδίζει κάπου-κάπου μια ατάκα που απελευθερωτικά θα φέρει ένα γέλιο, σαν μικρή ανάσα στους θεατές. Η εμμονική ευθύνη του Άμλετ για εκδίκηση, όσο κι η κάθοδός του στην εσωτερική του κόλαση, ντύνονται έξοχα από σανίδες που ξεχαρβαλώνονται, από ένα θέατρο που σιγά-σιγά διαλύεται όπως οι ζωές των ηρώων, η ευνομία, η τάξη του κόσμου, το ίδιο το βασίλειο. Κι όπως όλα αυτά έχει φροντίσει η Ευαγγελάτου, όχι να τ’ ακούς μονάχα ή να τα υποπτεύεσαι, μα να τα δεις, με τον ίδιο τρόπο φροντίζει και να δεις…
…τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της, στις ερμηνείες των ηθοποιών της!
Ένας Πολώνιος σωστός παλιάτσος, γαλίφης, κλόουν, ένας γελοίος αυλοκόλακας – μια ερμηνεία εντυπωσιακή, δραστήρια, κλέβει τις εντυπώσεις για λογαριασμό του Δημήτρη Παπανικολάου. Μα κι η Γερτρούδη της Άννας Μάσχα, ο Κλαύδιος του Νίκου Ψαρά, σωματοποιημένες ψυχές των χαρακτήρων τους. Πάνω απ’ όλου όμως, ο Παπασπηλιόπουλος. Ένας Άμλετ υπόγεια επιβλητικός, κυνικά αποφασισμένος, σύγχρονος μα κι απόλυτα “λογικός παράφρων” όπως τον θέλει ο μεγάλος ποιητής. Καταρχάς, ένας Άμλετ θαρραλέος, και μπράβο του!
Για να ‘μαι δίκαιος βέβαια, δεν πήγαν κι όλα πρίμα. Το δεύτερο μέρος αδυνατίζει, οι θάνατοι δεν έχουν την ένταση που τους αξίζει, η Ευαγγελάτου δείχνει να περνάει σε δεύτερη μοίρα την ένταση της ίδιας της εκδίκησης, έχοντας στρέψει όλη της την προσοχή στο εσωτερικό του πρωταγωνιστή και στην ανάγκη να δουλέψει η μοντέρνα της προσέγγιση. Σε τρίτη μοίρα δε, η Οφηλία. Ένας χαρακτήρας σπουδαίος, δυνατός, μια κοπέλα που ζει το δικό της παράλληλο δράμα, εδώ αφήνεται στο περιθώριο, η τρέλα της δεν έχει ένταση μα ούτε κι έντονη εσωτερικότητα, η Αμαλία Νίνου μένει πιστή στα θέλω της δημιουργού αλλά μοιραία χάνεται κι η ίδια μες στον παραγκωνισμό του ρόλου. Και στη μεγάλη της σκηνή, βγάζει το εσώρουχό της – κι είναι αυτό, το μόνο σκηνοθετικό τρικ που δεν έπιασε. Είναι μεγάλη μαγκιά της ηθοποιού και της παράστασης, που δεν υπάρχει ούτε μια τόση δα αίσθηση πρόστυχου ή επιτηδευμένα σοκαριστικού σ’ όλο αυτό, μα τελικά δεν υπάρχει και κανένας λόγος εξ αρχής να γίνει.
Στο διά ταύτα, στο “να ζεις, να μη ζεις, αυτή είναι η ερώτηση“: Αρκεί η παραπάνω παράγραφος για να χαλάσει μια έξοχη παράσταση; Όχι, δεν αρκεί! Η Κατερίνα Ευαγγελάτου διάλεξε το δύσκολο δρόμο, και πέτυχε. Ίσως όχι απόλυτα, μα πέτυχε! Ο ίδιος ο Ουίλιαμ σίγουρα θα συμφωνούσε μ’ αυτό…