Μια Κυριακή του Φλεβάρη, δώσατε ραντεβού στο σταθμό της Ομόνοιας, στην έξοδο της Πανεπιστημίου. Κατηφορίσαμε την Πατησίων, πηγαίνοντας προς Πολυτεχνείο μεριά κι εκεί στη Στουρνάρη, στρίψαμε στα αριστερά για να βρούμε το Θέατρο Βεάκη. Δεν ήθελε και πολύ να το καταλάβεις βέβαια, καθώς υπήρχε ήδη πολύς κόσμος, να κάνει το τελευταίο του τσιγάρο εκτός του θεάτρου, μιας και η παράσταση που θα βλέπαμε ήταν μεγάλη σε διάρκεια. Κάπου εκεί αραγμένο κι ένα πούλμαν, μας έκανε να θυμηθούμε ατακάρα φίλου ηθοποιού, που έλεγε πως όσο υπάρχουν πούλμαν, θα υπάρχει και μεροκάματο στα θέατρα.
Η παράσταση του Δημήτρη Καρατζά έχει μπει σε κάθε λίστα με αυτές που δεν χάνονται τη χρονιά που διανύουμε, με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών να συμμετέχουν. Όχι ότι όλα αυτά μετράνε, καθώς μπορούμε να βάλουμε στη σειρά αμέτρητες μπούρδες στις οποίες συνυπήρξαν επί σκηνής σπουδαίοι ηθοποιοί. Με πολύ πρόσφατη τη μνήμη από τις εξαιρετικές “Νεφέλες” του καλοκαιριού, που διασκεύασε ο Καρατζάς, δεν γινόταν να μη βάλουμε στην κορυφή του θεατρικού σημειωματάριου μας, τις “Τρεις Αδελφές“.
Κι όχι δεν θα το κρύψουμε, ούτε θα το παίξουμε θεατρόφιλοι. Η πρώτη μας επαφή με το σπουδαίο έργο του Τσέχωφ, ήταν η Πέγκυ Καρρά να φωνάζει: “Στη Μόσχα, αδελφές μου στη Μόσχα“. Ευχαριστούμε Χάρη Ρώμα. Προχωράμε! Το έργο διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας που δεν κατονομάζεται και παρακολουθεί τις ζωές 3 αδελφών της, Ολγα(Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), της Μάσα (Μαρία Κεχαγιόγλου) και της Ιρίνα (Αθηνά Μαξίμου) που μένουν στο ίδιο σπίτι με τον αδερφό τους, Αντρέι. Ακολούθησαν τον πατέρα τους, που ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού, μα πλέον δεν ζει.
Η καθημερινότητα τους είναι βαρετή, γεμάτη ανία και καμία από τις συγκινήσεις του ένδοξου παρελθόντος. Η ανάμνηση της Μόσχας, φαντάζει η μόνη ευχάριστη, στη ζωή τους. Δουλειές που δεν τους ευχαριστούν, βαλτωμένες σχέσεις και καμιά βουβαμάρα να αντηχεί δυνατά εκκωφαντικά σχεδόν στους τοίχους. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα που περνάει, δεν συμβαίνει στην ουσία τίποτα. Μόνο βαρετές επισκέψεις συναδέλφων του πατέρα τους, που σκάνε ως υπενθύμιση, των περασμένων μεγαλείων που διηγώντας τα κλαις.
Εκεί λοιπόν, στην αέναη ρουτίνα ενός άδειου σπιτιού και μιας ζωής που μοιάζει να πηγαίνει χαράμι, φυτρώνουν πολλές ανομολόγητες αλήθειες. Τρυπώνει μια παθιασμένη πλατωνική σχέση, που δεν οδηγεί πουθενά, ανομολόγητοι έρωτες που γεννούν θάνατο, μοναξιά και μια πνιγηρή ατμόσφαιρα φόβου που μόνο η ελπίδα μπορεί να την κοιτάξει κατάματα, δείχνοντας μια έξοδο κινδύνου στους παρόντες.
Με ενα πολύ έξυπνο σκηνοθετικό και σκηνογραφικό εύρημα ο Καρατζάς εντείνει το αίσθημα συμμετοχής του κοινού, στις ζωές των πρωταγωνιστών. Κάθε ένας μαζί με ένα έπιπλο ή ένα πορτατίφ, κουβαλά και τη δική του ανάμνηση. Έτσι ο χώρος, από άδειος και νεκρός, αρχίζει να γεμίζει πράγματα, θύμησες και φαντάσματα. Όλες εκείνες οι επιλογές που καθόρισαν τη μοίρα μας. Άλλες μας εγκλώβισαν. Άλλες πάλι μας απελευθέρωσαν.
Το δεύτερο μέρος της παράστασης, ήταν αποστομωτικό και σίγουρα πιο συμπαγές από το πρώτο. Η μόνη ένσταση που έχουμε, είναι στο κομμάτι της απόδοσης του κειμένου. Πολλές φορές, λειτουργούσε αποπροσανατολιστικά για κάποιον που δεν είχε άμεση και προηγούμενη επαφή με το έργο του Τσέχωφ. Οι ερμηνείες ωστόσο κι η σκηνοθεσία είχαν τόσο νεύρο κι ένταση που έπιαναν από το λαιμό τον θεατή παρασύροντάς τον, στο εσωτερικό σύμπαν του έργου.
Σίγουρα αξίζει μια ειδική αναφορά στην Μαρία Κεχαγιόγλου, τον συγκλονιστικό Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη και τον Αινεία Τσαμάτη, για το γλαφυρότατο περφόρμανς τους, που ξεχώρισε. Βάλε λοιπόν κι εσύ μια φαρδιά, πλατιά υποσημείωση στο θεατρικό σου σημειωματάρι κι εμπιστεύσου, μια από τις παραστάσεις της χρονιάς.