Σου λέω: “Δύο τεράστιοι σκηνοθέτες του γκανκστερικού σινεμά της Νέας Υόρκης”, μου απαντάς; Σου λέω: “Δυο τεράστιοι σκηνοθέτες της Νέας Υόρκης”, μου απαντάς; Σου λέω: “Δυο τεράστιοι σκηνοθέτες”, μου απαντάς; Οι απαντήσεις που ταιριάζουν σ’ όλες τις πτυχές αυτής της ερώτησης, είναι μονάχα δύο: Μάρτιν Σκορτσέζε και Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Ο ένας, δημιούργησε την καλύτερη “μαφιόζικη” ταινία όλων των εποχών (για κάποιους, την καλύτερη ταινία που είδε αυτός ο κόσμος). Κι ύστερα άλλες δύο, την καλύτερη “μαφιόζικη” τριλογία όλων των εποχών (για κάποιους, την καλύτερη τριλογία που είδε αυτός ο κόσμος). Ο άλλος, πήρε τη σκυτάλη, έβαλε το ταλέντο του στον κρόταφο του σινεμά και το “ανάγκασε” ν’ αποδεχτεί τον υπόκοσμο, όχι μόνο ως σινεματικό είδος, αλλά ως είδος υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Κι ωστόσο, σήμερα ο Σκορτσέζε κι ο Κόπολα δεν περπατούν αρχοντικά μες στις λέξεις αυτού εδώ του άρθρου για να υποκλιθούν στο χειροκρότημα, μα μπουκάρουν με φούρια, για να εκτοξεύσουν έναν αφορισμό που συνοψίζεται σε:
Οι ταινίες της Marvel ΔΕΝ είναι σινεμά!
Ο Σκορτσέζε το είπε ακριβώς έτσι. Και συμπλήρωσε: “Δεν τις βλέπω. Θυμίζουν θεματικό πάρκο, δεν είναι το σινεμά των ανθρώπων που προσπαθούν να εκφράσουν συναισθήματα και να μοιραστούν εμπειρίες με άλλους ανθρώπους“. O Kόπολα απ’ την άλλη, βρήκε το συνάδελφό του μάλλον “ευγενικό”, και ξεσπάθωσε: “Περιμένουμε να μάθουμε κάτι απ’ το σινεμά, να κερδίσουμε κάτι, λίγη φώτιση, λίγη γνώση, λίγη έμπνευση. Δεν ξέρω τι κερδίζει κανείς βλέποντας την ίδια ταινία ξανά και ξανά. Ο Μάρτιν ήταν ευγενικός, δεν είπε ότι (οι ταινίες Marvel) είναι απαίσιες, αλλά εγώ το λέω!”.
Σκληρά λόγια. Σπουδαίοι άνθρωποι. Ας αφήσουμε ωστόσο στη μπάντα τη θρυλική υπογραφή του “ποιος”. Ας αφήσουμε στη μπάντα και το δικαιολογημένο ίσως “γιατί”. Ας ασχοληθούμε μόνο με το “τι”. Τα ‘παν σωστά ο Σκορτσέζε κι ο Κόπολα; Δεν κάνει σινεμά η Μάρβελ; Είναι απαίσιες οι ταινίες της; Για να δούμε…
Επιχείρημα 1ο: Οι ταινίες της Marvel δεν μοιράζονται συναισθήματα και εμπειρίες.
Άσε το κλάμα στην άκρη, κι απάντα μπέσα: Δεν σου ‘βρεξε τα μάτια το τέλος του Guardians of the Galaxy 2; Δεν σου ‘φερε στο νου τα δικά σου καρδιοχτύπια, το φλερτ του πιτσιρίκου Πήτερ Πάρκερ με τη Μαίρη Τζέιν του; Δεν σου ‘σκισε την ψυχούλα σου το φινάλε του Endgame; Τι έχουν να ζηλέψουνε σ’ επίπεδο συναισθημάτων κι εμπειριών αυτές οι ταινίες, από mainstream επιτυχίες (Τιτανικούς, Μέρες Ανεξαρτησίας, κλασικές teenager movies) που προφανώς ανήκουν στο φάσμα του (ποιοτικού ή μη) σινεμά; Όχι πολλά, υποθέτω…
Επιχείρημα 2ο: Οι ταινίες Marvel δεν προσφέρουν φώτιση, γνώση, έμπνευση…
Ο Τhanos αντλεί το στόχο της ζωής του απ’ τη φιλοσοφική “παγίδα” του Μάλθους. Οι X-Men προσφέρουν μια εξαίσια αντιρατσιστική αναλογία (ο ίδιος ο Σταν Λι έχει τοποθετήσει το Μάρτιν Λούθερ Κινγκ πίσω απ’ τον Καθηγητή Χ, και το Μάλκολμ Χ πίσω απ’ το Μαγκνίτο). Το πρώτο “Ironman”, μαζί με την αφύπνιση του ήρωα που ανακαλύπτει ότι τα όπλα του οπλίζουν τρομοκράτες, αφυπνίζει και το μέσο θεατή για την πιθανότητα μιας τέτοια αλήθειας. Το να κατηγορείς τη Μάρβελ πως δεν προσφέρει γνώση, έμπνευση, φώτιση, είναι σαν να κατηγορείς τον Αστερίξ πως δεν προσφέρει κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο. Βλέπεις το χρώμα, χάνεις την ουσία.
Επιχείρημα 3ο: Οι ταινίες Marvel είναι “η ίδια ταινία” ξανά και ξανά.
Καταρχάς, αυτό το επιχείρημα είναι κύμα, και σαρώνει μια σειρά μεγάλων καλτ sagas όπως οι ταινίες του Τζέιμς Μποντ, τα “Die Hard”, τα “Karate Kid” και τα “Μόνος στο Σπίτι”. Κανείς ωστόσο δεν κατηγόρησε αυτές τις ταινίες ότι δεν είναι σινεμά. Σαρώνει και τη Marvel; Λοιπόν, το “Ironman” είναι μια ιστορία αναγέννησης του πλούσιου που ανακαλύπτει τον πραγματικό κόσμο, το “Winter Soldier” ένα κατασκοπικό θρίλερ ψυχροπολεμικού τύπου, το “Black Panther” μια ιστορία διαδοχής στην αφρικανική σαβάνα, οι “Guardians of the Galaxy” είναι πειρατές στο διάστημα, το “Logan” είναι neο-western, και οι “Avengers” sci-fi εξωγήινης εισβολής. Όλα τα φιλμ της Marvel υπάρχουν σε περιβάλλον υπερηρώων, όμως κατά τα άλλα… ε, ίδια δεν τα λες!
Συμπέρασμα: Καλές ή κακές, η Marvel φτιάχνει ταινίες!
Στο φινάλε, μπορώ ν’ αντιληφθώ την ψυχή των όσων είπαν ο Σκορτσέζε κι ο Κόπολα. Και μ’ αυτή την ψυχή δεν διαφωνώ και τόσο. Το πολύ το CGI το φοβάται κι ο… κομπιουτεράς (!), και ναι, ίσως το ψηφιακό εφέ πνίγει μες στις εντυπωσιακές του δυνατότητες την πραγματική ουσία του κινηματογράφου. Μα σίγουρα, ο “αναλογικός” κινηματογράφος του ρεαλιστικού (μα όχι απαραίτητα του ρεαλισμού!), δεν έχει ν’ απειλείται απ’ τη Marvel, όπως δεν είχε ν’ απειλείται στο παρελθόν, ούτε απ’ τη μαζική sci-fi διασκέδαση του Έμεριχ, ούτε απ’ τους σοκαριστικά πραγματικούς “Δεινοσαύρους” του Σπίλμπεργκ.
Για να το κάνω πιο λιανό, η Marvel κατασκευάζει νόστιμα ψηφιακά μπέργκερ. Πολύ καλύτερα απ’ τα junk food παλιότερων ετών, όμως ακόμα πολύ… πρόχειρα για τους μεγάλους σεφ του κινηματογραφικού γκουρμέ. Αυτά τα μπιφτέκια λοιπόν, το σινεμά μπορεί να τα εντάξει με τον καιρό στην υψηλή κουζίνα του (βλέπε Spaghetti Western), ή μπορεί να τ’ αφήσει να ταΐζουν το κοινό τους, απέναντι απ’ τις καλλιτεχνικές κουζίνες που ‘ναι γεμάτες σινεφίλ. Αυτό που δεν μπορεί με τίποτα να κάνει ωστόσο, είναι να αρνηθεί το γεγονός: νόστιμο ή όχι, βρόμικο ή καθαρό, το μπιφτέκι της Marvel ΕΙΝΑΙ φαγητό!
Στο κάτω-κάτω, κάποια εποχή κι οι γκάνκστερ, τα πιστόλια, η μαφία, μπιφτέκια δεν ήταν; Μέχρι που δυο σκηνοθέτες αποφάσισαν να δουν μπροστά, μακριά, εκεί που ένας “Νονός” και τα “Καλά Παιδιά” του, είναι τα πιο σημαντικά πιάτα στο μενού μιας ολόκληρης εποχής.