Πρώτη φορά τον έμαθα από ένα μαγνητόφωνο. Ήτανε ο παππούς που μου ‘βαζε ν’ ακούω τα καλοκαίρια το “Μεγαλέξαντρο και το καταραμένο Φίδι”. Μεγάλες πλάκες έκανα μικρός άμα το άκουγα. Κι ήξερα πως εμένανε, που λες, μ’ αρέσει πολύ ο Καραγκιόζης. Μα ύστερα έμαθα πως τ’ όνομα αυτό είναι βρισιά.
Κοίτα ρε συ, έναν καραγκιόζη! Ρε, δεν σταματάς τα καραγκιοζιλίκια, ρεζίλι γίναμε! Άντε να χαθείτε ρε, καραγκιόζηδες! Έπιασες το νόημα… Αν ψάχνεις την πιο καθαρή ελληνική βρισιά μετά το μαλάκα, ορίστε: Καραγκιόζης!
Πολύ με πείραζε που λες, που τονε κάναν μπινελίκι τον καημένο. Και δηλαδή, τι πάει να πει ρε φίλε, Καραγκιόζης; Θέλω να πω, εντάξει, όταν λες κάποιον βλάκα, εννοείς πως δεν στροφάρει το μυαλό του. Άμα λες κάποιον μπάσταρδο, εννοείς πως είναι γεννημένος εκτός γάμου (τώρα γιατί αυτό είναι βρισιά, τι να πω; Θα σε γελάσω). Όταν όμως λες κάποιον Καραγκιόζη, τι τον λες; Λοιπόν, ετυμολογικά τον λες “μαυρομάτη” (καρά – γκιοζ = μαύρα μάτια στα τούρκικα). Στην πραγματικότητα ωστόσο…
…τον λες Τούρκο οικοδόμο!
Δεν κρύβει κάτι πονηρό αυτός ο χαρακτηρισμός. Κρύβει απλώς την ιστορία του αληθινού καραγκιόζη, ενός τύπου που παρέα με το φιλαράκι του τον Χατζηαβάτη, έχτιζαν το σεράι του Σουλτάνου. Αυτοί λοιπόν όλο τα λέγανε, όλο μαλώνανε, κι είχανε τέτοιο χάζι που κι οι υπόλοιποι εργάτες μαζεύονταν τριγύρω να χαζέψουν. Ποιος δούλευε για το σεράι; Κανείς! Το ‘μαθε ο σουλτάνος το λοιπόν, και παίρνει κάτι ανάποδες, και φάγαν το κεφάλι τους τα δύο φιλαράκια. Φυσικά δεν έχει καμιά φοβερή ιστορική τεκμηρίωση ετούτη η ιστορία, μα στην Τουρκία υπάρχει ο τάφος του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη.
Ε, ο σουλτάνος βέβαια, όπως κάθε σωστός ευαίσθητος μαχαιροβγάλτης μ’ εξουσία, λυπήθηκε μετά από λίγο. “Κρίμα λέει, τσάμπα και βερεσέ τα ‘φαγα τα παιδιά”. Αρπάζει την ευκαιρία ένας αυλικάριος, σχεδιάζει στα γρήγορα δυο φιγούρες από χαρτί και ωπ! Να το θέατρο σκιών, να ο Καραγκιόζης κι ο Χατζηαβάτης να κάνουν τα πειράγματά τους και να διασκεδάζουνε τις τύψεις του μεγάλου αρχηγού.
Ύστερα όμως, το θέατρο σκιών ξέφυγε απ’ την αυλή της Πόλης κι άρχισε τα τουρνέ στην κατακτημένη Ελλάδα. Και κάπως έτσι, όταν πια λες κάποιον Καραγκιόζη, τον λες…
…Έλληνα Σούπερ Ήρωα!
Ο Καραγκιόζης ελληνοποιήθηκε τσακ-μπαμ, αφού ταίριαξε γάντι στη μεγάλη ανάγκη των Ελλήνων της τουρκοκρατίας. Δηλαδή στην ανάγκη τους να γελάσουν, αλλά και να περιγελάσουν το δυνάστη, τον εχθρό, την αυτοκρατορία κόντρα στην οποία σήκωσαν κεφάλι. Ο Καραγκιόζης έγινε ο πιο ντόπιος ήρωας της νεότερης Ελλάδας. Έγινε ένας καμπούρης Ηρακλής, ένας φαλακρός Αχιλλέας, ένας κακορίζικος Διγενής. Αλλά εμείς, κρατήσαμε τον καμπούρη, κρατήσαμε το φαλακρό, κρατήσαμε τον κακορίζικο, και ξεχάσαμε όλα τ’ άλλα. Κι έτσι, όταν λες Καραγκιόζης εννοείς γελοίος, εννοείς σαχλός, εννοείς ανέντιμος. Το πράγμα ωστόσο δεν είναι έτσι. (Και πώς είναι; Ρίξε απάντηση ρε Νιόνιο!)
Ένας “ραγιάς” που ποτέ δεν σκύβει το κεφάλι. Ένας φτωχός που πάντα βρίσκει τρόπους να ταΐσει τα παιδιά του. Ένας ανακατωσούρης που φροντίζει πάντα στο τέλος να πηγαίνουν όλα καλά. Ένας καλός φίλος ακόμα και για τον πραγματικό ανάξιο γλύφτη, το Χατζηαβάτη. Και πάνω απ’ όλα ένας τύπος που δεν το βάζει κάτω, που γελάει την πείνα του, που ξεγελάει τη δυστυχία του, που σου προσφέρει μαζί με γέλιο την ελπίδα ότι μέρα τη μέρα θα ζήσουμε, κι ίσως μια μέρα ν’ αλλάξουμε τα πράγματα. Οπότε, την επόμενη φορά που θα πεις κάποιον Καραγκιόζη, να ξέρεις πως τον λες…
…οικογενειάρχη, ονειροπώλο και παλικάρι!
Μακάρι η Ελλάδα να ‘χε περισσότερους Καραγκιόζηδες, να σηκώνουν στις φριχτές τους πλάτες φίλους και εχθρούς. Μακάρι να ‘χαμε περισσότερους Καραγκιόζηδες, που προσπαθούνε κι αγωνίζονται για τα παιδιά τους. Μακάρι να ‘χαμε περισσότερους Καραγκιόζηδες που προτιμούνε την παράγκα απ’ τα παρακάλια σε υπουργούς και σε βεζίρηδες. Μακάρι να ‘χαμε περισσότερους Καραγκιόζηδες που δεν προσβάλουνε κανέναν κι ας τους κοροϊδεύουν όλους. Κι αν μου τον πεις απατεώνα, τη γνώμη μου μονάχα θα σου πω: αν δεν υπήρχε ο σουλτάνος κι η παράγκα, ο Καραγκιόζης ούτε κόλπα θα ‘κανε, ούτε κομπίνες.
Καλά δεν τα λέω, κυρ Ευγένιε;
(Καλά τα λες, παιδί μου!)
Αβάντι!