Σταλιά σταλιά και αχόρταγα γιομίζει η μπάρα και το επεισόδιο το ολόφρεσκο του Γκέημ οφ Θρόουνς κατεβαίνει, αυτής της σειράς που σαν κλωναράκι μυγδαλιάς την κάμαρη μου ευωδιάζει, αυτής της σειράς βάλσαμο στο λα μινόρε της ψυχής μου, καμωμένη για να γλυκαίνει της ζήσης μου τα πικροσάββατα.
Θυμάμαι σαν τώρα να ‘τανε τον φίλο μου, τ’ αδέρφι μου, τον Μίμη τον Πλέσσα, να μου λέει “Λεφθέρη, πρέπει να δεις ετούτη τη σειρά, πρέπει να πάρεις το στρατί για το Κινγκς Λάντινγκ, χειμώνες και αγιάζι δεν μας τρομάζουν εμάς, χιονίστρες και γουάητ γουόκερς παιχνίδι μας εφαίνονται, εμάς που παίζαμε τόμπολα και αμπάριζα και σιμά μας, σφύριζαν καμιόνια γερμανικά, αυτά που στοιχειώσαν τα μικράτα μας”.
“Φίλε μου καλέ και αγαπημένε, αγόρι μου γλυκό και παινεμένο, τι δουλειά έχουμε εμείς να μπλέξουμε με ξόρκια και νεράιδες; Τι δουλειά έχουμε εμείς, οι ποιητές της ρωμιοσύνης, που τραγουδήσαμε του εργάτη τον κάματο και του καλουπατζή τον ίδρωτα, να μπλέξουμε με μαγίστρους και γιαταγάνια, με βρυκολάκους και μαντζούνια”;
Μα αγρίμι η περιέργεια, στον νου μου αρχίνησε να σεργιανάει και έτσι τον άκουσα τον έρημο και διόλου δεν το μετάνιωσα ίσα με σήμερα. Μόνο βαθιά και ολόψυχα, κατάσαρκα που έλεγα και σε ένα τραγούδι μου, αγάπησα μέσα απ’της οθόνης της μικρής τα φώτα, τον Τζον τον Σνόου, την Άρυα τη Σταρκ, την Καλίσι την Δρακομοσχούλα, τον Τύριον, εκείνη την παλιαλεπού, εκείνη τη μισοριξά και τον Βάρυς τον ευνούχο, που όσο πού@#$ος του έλειπε, τόσο μυαλό είχε ο δόλιος.
Μελιτζάνα τσακώνικη στη χόβολη, μια φούχτα μπάμιες και μισή οκά καβουρμά, ίσα ίσα να ημερέψει το μέσα μου, μα και φωνές στην κυρά που ξέχασε το τίμιο τσένταρ από πάνω να ραντίσει, μπόλικο και λιωμένο, να νοστιμέψει το ρημαδοφάι που ετοίμασε για όσο θα βλέπω το επεισόδιο το ολόδροσο.
Και νάτος εκείνος ο σπουδαίος, εκείνος ο γίγας, ο Ασπρόγιαννος, που το ‘φερε η μοίρα μάνας γάλα να μη βυζάξει, σε μάνας αγκάλη να μη κουρνιάσει, που τον πειράζανε τα άλλα τα αρχοντόπουλα, γιατί ήτανε μούλος και τον αρχινάγανε στον πετροπόλεμο και την καζούρα και αυτός ο δόλιος με τα κοντοπαντέλονα τα χιλιομπαλωμένα και δύο παλιοπάπουτσα από γουρουνόδερμα καμωμένα, έτρεχε να ξεφύγει σάματις τον κυνηγούσαν τελώνια και καλικαντζαρέοι.
Και αργότερα σαν έβαλε μπόι και χνούδεψε το μάγουλο και το απάνω χείλι του, ψημένος στην ορφάνια και στης μαύρης ζήσης τον καημό, κίνησε για το βορρά, να πάει στη Μάντρα να την επροσέχει να μην περάσουν από πάνω της τα στοιχειά και οι πεθαμένοι, που σηκώθηκαν απ’ τον ύπνο τον βαθύ, σαν να τους είχαν θάψει μπρούμυτα.
Μα αυτός, θεριό ίσαμε εκεί πάνω, σωστός αη-Γιώργης, δρασκέλισε την κορυφή, ξεδίπλωσε μια κουλούρα καραβόσκοινο, την πέταξε ίσα με χάμου και τρύπωσε στην άλλη την μεριά, όπως τρυπώναμε κι εμείς τότε στην Κατοχή, πίσω απ’ τη μάντρα του Πετσενέγκου του γερολαδά, για να κλέψουμε κανά κοκκόρι να το κάνει μαγεριά η μάνα μας με κανά παλιοκρέμμυδο ξερό και μια στάλα μοσκολίβανο να ξεχάσουμε της κοιλιάς μας το φτωχογουργούρισμα.
Και πίσω γύρισε στο Καστλ το Μπλακ, και αγριανθρώπους μαζί του έφερε και κάτι γιγάντους φοβερούς, και καπετάνιος στο ασκέρι του εγίνηκε μέχρι που τον λαβώσανε με μπαμπεσά κάτι ολυμπιακοί… Και γέμισε μπράτσα ο Άδης και φωνές ανταριασμένες, σαν μετρήθηκε το παλικάρι με τον Χάρο τον κιοτή, που τον έβαλε σημάδι και απ’ τον τάφο σκώθηκε ολόρθος, Χριστέ και Παναγιά μου, και κίνησε για το αψηλό παλάτι του στο Γούιντερφελ, να γίνει κύρης και αφέντης στο σπιτικό του.
Και η Καλίσι, αυτή η βασιλοπούλα, ξενιτεμένη κι ορφανή, που την εστείλανε το ’52 στην άλλη άκρη του ντουνιά, πέρα στην Αυστραλία με μία παλιοσκούνα να γλιτώσει απ’ το φονικό… Και παλάβωσαν σαν την είδανε έτσι έμορφη και λυγερή, σαν εκείνη τη ρωμιά που γνώρισε ο Τσάο ο Μανού και του πήρε τα μυαλά, σαν το αγιοκέρι τον έκανε να σιγολιώνει τον καημένο. Και από τότε αποτρελάθηκε και άρχισε να τριγυρνάει σαν το χαμίνι στα λασπονέρια στο Παγκράτι και να γρατσουνάει στην κουτσή κιθάρα του σκοπούς τσιγγάνικους στα σκυλιά και στα κελαηδοπούλια που τον επαίρναν στο κατόπι. Και να σου οι διαβάτες που χασκογελούνε με το πάθημά του να του πετούνε καμιά δεκάρα να πάει να αγοράσει εκείνο το κρασόξυδο απ’ το μπακαλικάκι του γερο-Μηνά του Λιονταρή, που σαν το γλυκοπίνεις, που σαν αρχινάς το μεθοκόπι, διώχνει μια στάλα τα σεκλέτια σου.
Μα είναι και αυτοί οι Λάνιστερς, αυτά τα δύο αδέρφια, που μια ιστορία παλιά μου έφεραν στον νου, μια ιστορία που έλεγε ο Σαϊτονικολής ο φραγκοράφτης σαν ξαπόσταινε στο καφενεδάκι της γειτονίτσας κάτω στον Προμπονά να πάρει μισήν ανάσα, πριν ξαναβουτήξει μέσα στα κασμίρια των πλούσιων κυρίων και στις παραγγελιές τους. Και μας στορούσε για το χωριό του, πέρα στους Γαργαλιάνους, τότε που ανακαλύψανε ότι ο Αρχοντής ο Σερεμέτης μαρκέλευε την αδερφή του την Ανθούλα, όταν τους πιάσανε πάνω στα λιόπανα και τα σακιά να κυλιούνται, φιλιά και αλάτι να ανταλλάσσουνε. Και στείλανε τότες τον παπά Γρηγόρη με την αγιαστούρα και το άγιο συναξάρι να ξορκίσει το κακό, μα και κείνον τον επήρανε τα κλάματα και ζήτησε συγχώρεση από θεούς και αθρώπους, από αγίους και ασκητάδες, γιατί έλεγε το κρίμα ήταν δικό του, που σαν τα βάφτισε όταν ήσαντο παιδιά, στην εκκλησίτσα πέρα του Άη Ονούφρη δεν διάβασε όλες τις ευχές, γιατί βιάζουνταν να πάει στο αμπελοχώραφο να ποτίσει. Και έτσι κόλλησαν τον σατανόκοκκο και από τότε γαμιόσαντο, όπου βρίσκονταν και παιδιά σπέρνανε, καταραμένα και άτιμα.
“Τι βλέπεις από δαύτο”, με ρώτησε ένα δείλι η παραδουλέυτρα η Ασημίνα, με χέρια μουσκίδι από το πλυσταριό, μα καρδιά καθάρια απ’ το τίμιο μεροκάματο. “Θυμάσαι της λέω το ’96, τότε στο σανατόριο στο Ωνάσειο, που άφηνε το καρδιοχτύπι του το τελευταίο ο Ανδρέας, πώς μαζώχτηκαν γύρω του όλοι οι κοράκοι να τον διαδεχτούν; Πώς τρωγόντουσαν για το ποιος θα πρωτοκάτσει πάνω στου Πασόκ τον Σιδερένιο Θρόνο; Ε, έτσι μαθές είναι και τούτη η σειρά. Άρχοντες και βουλευτάδες για το ποιος θα γίνει βασιλιάς και του ντουνιά αφέντης μαλώνουνε, για το ποιος θα ορίζει τη μοίρα και το ριζικό της φτωχολογιάς. Κι αν και εδώ κανένα σαμιαμίδι, κανά απολειφάδι, σαν τον γαμ@##$$ τον καριολ@#$% τον Κώστα τον Σημίτη νικήσει, όρκο στον άγιο κάνω, στον Ποδονύφτη το παλιοκομπιούτερ θα πετάξω, βαρκούλα να γίνει στα νερά του τα ασημοπράσινα, και μόνο με Μπονάτσα, Λόουν Ρέητζερ και εκείνο το παλιοΚότζακ, του τεράστιου, του ασύλληπτου, του Τέλη του Σαββάλας, θα ξανασαλπάρω στης μικρής οθόνης τα θαυμαστά.